Καιρός ν’ αναζητήσουμε τις ξεχασμένες λέξεις. Του Μάρκου Δεληγιάννη

Καθώς το ρολόι, του χρόνου ο σύντροφος ο πιστός, τούτη την κρύα νύχτα της διαδοχής, θα σημάνει στον ξάστερο ουρανό και στη χιονισμένη γη, πως ο χρόνος ο παλιός κείτεται ήδη νεκρός, η πένθιμη κωδωνοκρουσία θ’ αντηχεί πάνω από στεριά και θάλασσα.
Ο ήχος του ρολογιού θ’ αγκαλιάζει τις ολόφωτες πλατείες, τις πολύχρωμες μπάλες που κοσμούν ψεύτικα δένδρα, τους στολισμένους δρόμους που προσπαθούν να κρύψουν με φτηνά ψιμύθια την ασχήμια μιας πόλης-πόρνης παραδομένης αμαχητί στους βιαστές της.
Οι φωτεινές επιγραφές ειρωνικά καγχάζουν: Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος!
Αλλά, αλήθεια, τι σημαίνουν αυτές οι ευχές για σένα; Να σου πω εγώ, φίλε μου: Τούτες τις μέρες τις γιορτινές πρέπει να πληρώσεις το φόρο υποτέλειας, κι ας μην έχεις λεφτά. Τώρα που το ρολόι, του χρόνου ο τροβαδούρος, μελαγχολική καντάδα στο παραθύρι σου θα κάνει για το καινούργιο έτος που στην πλάτη σου φορτώθηκε, χωρίς όμως να σου προσθέτει πλούτη, έστω και μιας ώρας, η ανακεφαλαίωση των πεπραγμένων αδήριτος ανάγκη.
Την κρύα τούτη νύχτα της διαδοχής, μέσα από αναίτιους θορύβους των δρόμων, μέσα από ανόητους πανηγυρισμούς για τις χαρακιές που ο χρόνος ο παλιός μάς κέρασε, μέσα από των ποιημάτων τη σιωπή, θα ξεπροβάλουν δειλά τα πρώτα τρεμάμενα λεπτά του νέου έτους. Κι ύστερα θα επακολουθήσουν τα διαγγέλματα των πραιτόρων που ανάλγητα θα διαβεβαιώνουν πως η πτώχευση η δική μας δεν αποτελεί πρόβλημα κανένα, το έχουν αναλάβει εξ ολοκλήρου οι καλοθρεμμένοι ύπατοι. Ας μην ανησυχούμε! Ο αφανισμός είναι σίγουρος.
Σκέφτηκα. Επαναλήψεις! Φριχτές επαναλήψεις! Η μόνη διαφορά είναι στην απόχρωση. Η μόνη αλλαγή οι παραλλαγές του ίδιου χρώματος και σ’ αυτές τις παραλλαγές: η στημένη κοροϊδία. Αναλογίστηκα. Τόσες μάχες! Τόσο αίμα! Πώς να τα λησμονήσεις όλα αυτά; Πώς να κλείσεις τα μάτια και να σμίξεις με το μέσα σου, μ’ εκείνο το άλλο το σκοτάδι, το συμφιλιωτικό; Μα η μνήμη η γυρίστρα δεν σταματά εδώ. Άδικα, λοιπόν, περιμένουν οι νεκροί στις επιτύμβιες στήλες; Όσοι βέβαια απέκτησαν, γιατί είναι κι άλλοι, οι διπλανοί μας, σβησμένοι από τα τεφτέρια χωρίς επικήδειους. Άραγε το αίμα τους έγινε λίπασμα για να βλαστήσει ο εσμός των πολιτικάντηδων; Για την κυριαρχία των τηλεοπτικών παλιάτσων που με χυδαίες γκριμάτσες προπαγανδίζουν την απώλεια της μνήμης;
Σύντροφοι μάς προτρέπουν ν’ απαρνηθούμε τη μήτρα που μας γέννησε, να μάθουμε να ζούμε μέσα σ’ ένα άχρονο πολτό που μέσα του το ανθρώπινο πρόσωπο θα πλέει χωρίς προσανατολισμό, χωρίς πολιτισμικές αναφορές, πολιτισμικά ένστικτα.
Θέλουν ν’ ακούγεται μόνο η γλώσσα τους, η γλώσσα των κερδοσκόπων, η γλώσσα του εξαναγκασμού, του αφανισμού, της απώλειας.
Ανάμεσα στα πλουμιστά στολίδια και τις φανταχτερές ρεκλάμες γυροφέρνει πάνω από τα κεφάλια μας αδιάκοπα η σταχτιά μπάλα του νέου ολοκληρωτισμού.
Άραγε, τι γινήκανε τα τραγούδια μας που τόσο, κάποτε αγαπήσαμε; Καιρός ν’ αναζητήσουμε τις ξεχασμένες λέξεις που δραπέτευσαν, μην αντέχοντας την κακομεταχείριση. Οι φράσεις μας εκφέρονται ασύνδετες. Οι λέξεις μοναχικές, δεν ανέχονται δίπλα τους μήτε επίθετο, μήτε ρήμα, μήτε προσδιορισμό. Πώς βρεθήκαμε πάλι αιχμάλωτοι ανάμεσα σε μασκοφορεμένο πλήθος. Χωρίς πυξίδα. Η ορατότητα; Μόλις διακρίνομε τις μύτες των παπουτσιών μας. Ο ασύρματος μουγκάθηκε. Η απώλεια του χρόνου μας καταδιώκει, καθώς τα λεπτά λιγοστεύουν. Σε λίγο το πορτοφόλι της ζωής θα’ ναι αδειανό. Τα λεπτά ξοδεύτηκαν αλόγιστα. Απένταροι τώρα, τυλιγμένοι στο σύννεφο της απάθειας κι ο καινούργιος στίχος παραμένει άγραφος.
Τούτες τις μέρες τις γιορτινές ληστές του αύριο στήσανε καρτέρι στις γειτονιές μας κι η άστεγη νιότη αφουγκράζεται, περιμένει, μήπως σημανθεί επιτέλους, το τέλος της περιόδου σιγής. Καιρός να πετάξουμε πάνω από τον απατηλό αφρό του συννεφένιου εγώ. Το σκάφος της ξεβαμμένης φιλοδοξίας μας καιρός να γίνει παλιοσίδερα.
Τούτη τη νύχτα της διαδοχής καθώς οι φρακοφορεμένες κοιλιές σ’ Ανατολή και Δύση θ’ αναζητούν εσπευσμένα σόδες για ανώδυνη χώνεψη, εμείς σύντροφοι ας σημάνουμε την καμπάνα που θα διαλαλεί τη νίκη της ανθρωπιάς και ας στήσουμε το δικό μας οδόφραγμα. Στην κορυφή του, πλάι στην πολύχρωμη σημαία μας θα κρεμάσουμε από τη σπασμένη κεραία της τηλεόρασης το θυμωμένο στίχο του Βάρναλη: «Δεν είμαι εγώ σπορά της Τύχης/ ο πλαστουργός της νιας ζωής./ Εγώ μαι τέκνο της Ανάγκης/ κι ώριμο τέκνο της Οργής».
Κι από τη σπασμένη οθόνη του υπολογιστή θα κυματίζει ο ελπιδοφόρος στίχος του Ρίτσου:
«Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα/ όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανείς δεν πέθανε…
Την νύχτα τούτη της διαδοχής κάνουμε μια ευχή; Ο πόνος μας να μην πεθάνει πριν από μας».

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!