του Φώτη Τερζάκη*
Σε μια όχι μακρινή μας χρονολογία, όταν η σημερινή μορφή τού καπιταλισμού ήταν υπό τελική διαμόρφωση (το 1988), ο Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν έγραφε: «Οι οικουμενισμός είναι πάνω απ’ όλα μια δοξασία που ενοποιεί τις γραμμές των “στελεχών”, των ιθυνόντων […] Με αυτή την έννοια, ο οικουμενισμός ως ιδεολογία χρησιμεύει καλύτερα από τη μερικότητα για την προστασία των μακροπρόθεσμων συμφερόντων τους. Δεν υποστηρίζω ότι το σωστό για τις εργαζόμενες τάξεις είναι το αντίθετο. Όμως, σκέφτομαι ότι ρέπουν περισσότερο προς την άλλη κατεύθυνση. Προβάλλοντας τη μερικότητα –τάξη, έθνος, φυλή– υπακούουν συχνά σε ένα ένστικτο προστασίας ενάντια στις ισοπεδώσεις ενός οικουμενισμού αναγκαστικά υποκριτικού, σε ένα σύστημα που θεμελιώνεται πάνω στην συνεχή ανισότητα, την υλική και κοινωνική πόλωση […] Οι μικροί είναι περισσότερο δεμένοι με τους “δικούς” τους γιατί έχουν λιγότερες δυνατότητες ελιγμών». (1)
Όσοι πιστεύουν ότι μπορούν να βασίσουν μια ελπιδοφόρα πολιτική στην εμπειρική διαπίστωση που αντανακλούν οι παραπάνω γραμμές, ξεχνούν μάλλον την εμβόλιμη πρόταση: «δεν υποστηρίζω ότι το σωστό για τις εργαζόμενες τάξεις είναι το αντίθετο». Κάνοντας σημαία την κοντόφθαλμη μερικότητα, κατεβαίνουν οι ίδιοι στο επίπεδο των πιο επικίνδυνων αυταπατών μιας μάζας η οποία, ακριβώς επειδή έχει πληγεί στον ζωτικό πυρήνα τής ύπαρξής της, είναι ανίκανη πλέον να σκεφτεί κριτικά και να κατανοήσει αυτό που της συμβαίνει – αντί να επιχειρούν να την ανυψώσουν στο επίπεδο της διαύγειας που οι εκμεταλλευτές της μεθοδευμένα της έχουν στερήσει. Είναι θλιβερή η διαπίστωση ότι όποτε η οργανωμένη Αριστερά αντιμετωπίζει πολιτικά αδιέξοδα, καταφεύγει στον από μηχανής θεό τού εθνικισμού – και πάντα αυτή η στρατηγική οδηγούσε στον θρίαμβο των αντιπάλων της. Διότι ο εθνικισμός δεν υπήρξε ποτέ, ούτε μπορεί να λειτουργήσει από τη φύση του, ως αντικαπιταλιστική ιδεολογία: είναι στις εσώτατες αρθρώσεις του διαποτισμένος από το ιδιοκτησιακό φαντασιακό τής νεωτερικής αστικής κοινωνίας (το «δικό μου» ενάντια στο «δικό σου», σε ένα δίκτυο σχέσεων που αναπαρίσταται ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος), το οποίο με τη σειρά του στηρίζεται σε μια στρεβλωμένη επιστημολογία – που αγνοεί τον οικοσυστημικό δεσμό και αναπαριστά την (αναλογική) σχέση συμπληρωματικής αρμογήςως (ψηφιακή) σχέση συμμετρικής παραβολής.
Ο «οικουμενισμός των ιθυνόντων», πρέπει να καταλάβουμε, είναι επαίσχυντος και κατακριτέος όχι επειδή είναι οικουμενισμός, αλλά επειδή είναι ψευδής, δηλαδή υποκριτικός κι επιλεκτικός, οικουμενισμός. Μία κριτική σκέψη και μια ριζοσπαστική πολιτική θα έπρεπε ανά πάσα στιγμή να τον φέρνει αντιμέτωπο με τις σχιζοφρενικές του αντιφάσεις, τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» με τα οποία παγιδεύει εκείνους που προορίζονται να είναι πάντα χαμένοι και, με την ίδια κίνηση, να αποκαθιστά στην ορθή του μορφή τον δεσμό τοπικότητας και οικουμενικότητας
Είναι αποκαρδιωτικό το γεγονός ότι –παγκοσμίως, φοβάμαι, αλλά προπαντός και κατ’ εξοχήν στην συντετριμμένη Ελλάδα σήμερα– το κομμάτι εκείνο της Αριστεράς που δεν παραδόθηκε αμαχητί στη «φιλελεύθερη» συναίνεση, παλινδρομεί σε έναν μικρόμυαλο και ανατριχιαστικά αναχρονιστικό πατριωτισμό που αναβιώνει τις πιο μελανές στιγμές τού σταλινικού παρελθόντος του και –κυρίως– στρώνει τον δρόμο για τη φασιστική εφεδρεία των κεφαλαιοκρατικών ελίτ, οι οποίες ξέρουν να παίζουν αριστοτεχνικά και από τις δύο πλευρές τού πλαστού διλήμματος: κράτος και διεθνές κεφάλαιο, εθνικότητα και παγκοσμιότητα. Ακόμη και το κατ’ αρχήν εύλογο αίτημα της «εθνικής ανεξαρτησίας», υποστηρίζω, δεν μπορεί να είναι αριστερό (με οιαδήποτε ιστορικά δικαιολογημένη σημασία τού όρου) σύνθημα, διότι: 1) μπορεί να είναι εξίσου αίτημα μιας θιγόμενης από τον εξωτερικό ανταγωνισμό μεσαίας επιχειρηματικής τάξης, η οποία απλώς εποφθαλμιά μια ευνοϊκότερη θέση στην παγκόσμια αγορά χωρίς διόλου να αντιτίθεται στους όρους της, είτε/και μιας εγειρόμενης ακροδεξιάς η οποία μισεί την πολιτισμική διαφορά και βαυκαλίζεται με οράματα «εθνικής» κατίσχυσης· 2) δεν έχει κανένα ευδιάκριτο κοινωνικό περιεχόμενο, που οφείλει αρνητικά να σηματοδοτεί ρήξη με τις διαδικασίες αναπαραγωγής τού παγκόσμιου καπιταλισμού και θετικά να προοιωνίζεται μορφές ζωής και αξίες ισότητας και αυτοδιαχείρισης· και 3) κανένα από το δραματικά προβλήματα του κόσμου μας, από την εξαθλίωση γεωμετρικά αυξανόμενων τμημάτων τού παγκόσμιου πληθυσμού μέχρι την εφιαλτική καταστροφή τής βιόσφαιρας που θέτει υπό διακινδύνευση το μέλλον όλων μας, δεν εξαρτάται από παράγοντες εδαφικά περιορισμένους ούτε αντιμετωπίζεται με τοπικά μέτρα, οιουδήποτε είδους μπορούμε να φανταστούμε.
Ο «οικουμενισμός των ιθυνόντων», πρέπει να καταλάβουμε, είναι επαίσχυντος και κατακριτέος όχι επειδή είναι οικουμενισμός, αλλά επειδή είναι ψευδής, δηλαδή υποκριτικός κι επιλεκτικός, οικουμενισμός. Μία κριτική σκέψη και μια ριζοσπαστική πολιτική θα έπρεπε ανά πάσα στιγμή να τον φέρνει αντιμέτωπο με τις σχιζοφρενικές του αντιφάσεις, τα «δύο μέτρα και δύο σταθμά» με τα οποία παγιδεύει εκείνους που προορίζονται να είναι πάντα χαμένοι και, με την ίδια κίνηση, να αποκαθιστά στην ορθή του μορφή τον δεσμό τοπικότητας και οικουμενικότητας. Μεταφρασμένο σε όρους αυτού που εξακολουθητικά λέμε «εξωτερική πολιτική» (ενόσω είμαστε ακόμη να αναγκασμένοι να λειτουργούμε μέσα στο παγκόσμιο διακρατικό σύστημα με τους εγγενείς του καταναγκασμούς), αυτό μπορεί να συνεπάγεται πολλών ειδών τακτικούς ελιγμούς, επ’ ουδενί όμως υποτροπή σε πολιτικές ιδεολογίες τού δέκατου ένατου αιώνα.
——-
Σημειώσεις
1) Étienne Balibar&ImmanuelWallerstein, Φυλή,έθνος, τάξη: οι διφορούμενες ταυτότητες(Ο Πολίτης: Αθήνα 1991), σελ. 345-6 (υπογράμμιση δική μου).
*Ο Φώτης Τερζάκης είναι συγγραφέας