Μετά την πρεμιέρα στο 60ο ΦΚΘ, το «Ζίζοτεκ» του Βαρδή Μαρινάκη προβάλλεται από αυτή τη βδομάδα αποκλειστικά στο Τριανόν. Σε ένα ανάστατο διαμέρισμα, ο μικρός Ιάσωνας μαγειρεύει για την μελαγχολική και θρησκόληπτη μητέρα του, που διαρκώς καπνίζει. Μεταβαίνοντας σε ένα θρακιώτικο πανηγύρι με γκάιντες και μεταμφιεσμένους κουδουνοφόρους, η μητέρα, αφού φιλήσει γεμάτη δέος την εικόνα της Παναγιάς, χορεύει εκστασιασμένη και εγκαταλείπει το παιδί. Φοβισμένος και αποκαμωμένος από τα κλάματα, ο Ιάσωνας περιπλανιέται στο σκοτεινό δάσος, ώσπου βρίσκει την καλύβα του βλοσυρού Μηνά, που παραμένει βουβός, μετά το χαμό του αδερφού του. Παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς, Ιάσωνας και Μηνάς αναπτύσσουν βαθιά σχέση, καθώς μοιράζονται ανείπωτα τραύματα.

Επιλέγοντας αινιγματικές σεναριακές διαδρομές, ο Μαρινάκης συνδυάζει αλληγορίες και συμβολισμούς, όταν οι λέξεις δεν φτάνουν να αποδώσουν τη σημασία της παρουσίας και του αγγίγματος του άλλου, μπρος στην απώλεια. Ο σκηνοθέτης εκμαιεύει απίστευτες ερμηνείες και επικεντρώνεται σε εσώτερα συναισθήματα, για να σμιλέψει τον εύθραυστο ψυχισμό ενός παρατημένου παιδιού που βρίσκει στοργή και αγάπη στο πρόσωπο ενός μοναχικού άντρα. Εξαιρετικά μεταφέρεται και η απόκοσμη παρουσία της φύσης, έντονη και στο «Μαύρο Λιβάδι» (2009), με την απειλητική αίσθηση του γεμάτου πυκνή ομίχλη δάσους. Συναντήσαμε στο Θησείο τον Βαρδή Μαρινάκη και μας μίλησε για την ταινία του.

Πώς προέκυψε ένα ψυχολογικό θρίλερ με χαρακτήρες δίχως πολλά λόγια, μέσα από τη ματιά ενός εγκαταλελειμμένου παιδιού;
Η ταινία ξεκίνησε από ένα δικό μου όνειρο, όπου ένα αγόρι σε ένα χιονισμένο δάσος, χτυπάει την πόρτα μιας καλύβας, όπου του ανοίγει ένας πενηντάρης με κοτσίδα και πέφτει στην αγκαλιά του. Προσπαθώντας επίμονα να κατανοήσω το όνειρο, γεννήθηκαν οι χαρακτήρες και η ιστορία της ταινίας. Αρχικά υπήρχαν διάλογοι, αλλά ο συν-σεναριογράφος Σπύρος Γκρίμπαλης έδωσε την ιδέα της σιωπής του ερημίτη, διαμορφώνοντας έναν κλεισμένο στη μοναξιά του χαρακτήρα, με το παιδί να δημιουργεί τη ρωγμή που τον ανοίγει. Πρόκειται για μια σχεδόν βουβή ταινία, όπου η μουσική ακούγεται υπόκωφα, με εξαίρεση το πανηγύρι και τη σκηνή όπου ο μικρός χορεύει με τον ερημίτη. Είναι μια σκληρή ιστορία, ιδωμένη τρυφερά, για ένα παιδί εγκαταλελειμμένο, που θα την χαρακτήριζα «υπόγειο» ψυχολογικό θρίλερ.

Γιατί επέλεξες την περίπτωση της εγκατάλειψης ενός παιδιού από την ίδια του τη μητέρα, δίνοντας έμφαση και στη σχέση της με τη θρησκεία;
Συμβαίνει σπάνια, αλλά έχουν και οι γυναίκες αυτό το δικαίωμα, όταν νιώθουν εγκλωβισμένες στο σπίτι. Εδώ, η μητέρα θέλει να ζήσει διαφορετική ζωή και η σχέση της με το παιδί έχει φτάσει σε επίπεδο αποξένωσης. Η μητέρα έχει αποκούμπι τη θρησκεία, μέχρι που προσκυνάει την εικόνα στο πανηγύρι. Μετά, χορεύει διονυσιακά και εξαφανίζεται. Εκεί περνάμε σε άλλο επίπεδο, από το θεσμοθετημένο της θρησκείας στο ιερό, που έχει να κάνει με την έκσταση, τη φύση, στον αντίποδα του χριστιανισμού που διαχώρισε τον άνθρωπο από τη ζωική του υπόσταση.

Πού έγιναν τα γυρίσματα; Η χρήση της φύσης φέρνει στο νου τον σχεδόν μεταφυσικό ρόλο του σκοτεινού δάσους στο «Μαύρο Λιβάδι»
Τα περισσότερα έγιναν στην Ξάνθη. Οι σκηνές στα χιόνια έγιναν στον Παρνασσό. Στην Αθήνα, το παλιό σκοτεινό διαμέρισμα, σαν αποθήκη παλιών πραγμάτων, ανήκε σε κάποιο στρατηγό.
Το «Μαύρο Λιβάδι» ήταν πιο φορμαλιστικό, με τη φύση να έχει μεγαλύτερη ένταση. Στο «Ζίζοτεκ» οι ερμηνείες και οι χαρακτήρες βγήκαν μπροστά, έγιναν τρισδιάστατοι και πιο αρχετυπικοί, σαν από παραμύθι. Ωστόσο και εδώ η φύση έχει ισχυρό ρόλο, ως σκηνικό που μορφοποιείται στη σκηνή του τέλους. Μέσα στην κοινωνία είσαι τοποθετημένος και είναι δύσκολο να κάνεις καινούργιο ξεκίνημα. Στη φύση, μπορείς να αναζητήσεις τις ρίζες σου, να αποδράσεις.

Ποιος είναι ο ρόλος διάσπαρτων λαογραφικών και παραδοσιακών στοιχείων; Γιατί φωτογραφίες Ινδιάνων στην καλύβα του Μηνά;
Το στοιχείο της παράδοσης μου προσέφερε διονυσιασμό και έκσταση. Η εγκατάλειψη γίνεται σε ένα πολύβουο πανηγύρι, πάνω στην κορύφωση, εντείνοντας τη δραματικότητα. Έχει κάτι τελετουργικό το πώς αφήνει η μητέρα το παιδί. Ήθελα να μοιάζει σαν τάμα στην Παναγία. Μυστικισμός, τελετουργία συνδυασμένα με την έκσταση, με ελκύουν τρομερά. Μπαίνεις σε μια άλλη κατάσταση, που βγάζει περισσότερο ζωικά και μεταφυσικά ένστικτα. Με ενδιαφέρει η σύνδεση με κάτι που υπάρχει παράλληλα με εμάς, η σχέση με το σύμπαν, ό,τι είναι Θεός. Οι Ινδιάνοι μου ταιριάζουν με το χαρακτήρα του ροκά ερημίτη. Η θρησκεία και οι λατρευτικές παραδόσεις τους σχετίζονται με τη φύση, ενώ ταίριαζαν και με τους μεταμφιεσμένους, με παραδοσιακές και παιδικές μάσκες. Με συναρπάζουν οι μεταμφιέσεις, γιατί μπαίνεις στο όχημα μιας άλλης κατάστασης και μέσω αυτού, ενώνεσαι σε ομαδική έκσταση ή αλλάζεις ρόλο, βγάζοντας από μέσα σου κάτι που κρατούσες κρυφό.

Τι αντιπροσωπεύει το σπήλαιο και τι η αρκούδα;
Η φαντασίωση μιας τεράστιας αρκούδας με τρίχωμα στο οποίο χώνεσαι, σε ζεσταίνει και νιώθεις απόλυτη ασφάλεια, αντανακλά το μητρικό στοιχείο. Το σπήλαιο, στο τέλος στα χιόνια, αφορά εσώτερες ασυνείδητες επιθυμίες, θεωρώ σημαντικό ότι ανακάλυψα μια ιδιαίτερη τοποθεσία, που μοιάζει με λάρυγγα…

Γιατί η μητέρα βάζει τη φωτογραφία στο βιβλίο του Ιούλιου Βερν «Ταξίδι στο Κέντρο της γης»;
Ο Ιούλιος Βέρν, στην ηλικία των 8-10, αντιπροσωπεύει την περιπέτεια. Αυτό το βιβλίο διάβαζε ο γιος της και εκεί τοποθέτησε την τελευταία αποχαιρετιστήρια φωτογραφία τους. Πριν ξεκινήσουν για το πανηγύρι, ντύνονται με τα καλά τους και φωτογραφίζονται σε φωτογράφο, όπως οι Σπαρτιάτες χτενιζόντουσαν και πλενόντουσαν πριν τον πόλεμο.

Τι σηματοδοτεί ο τίτλος;
Η επινοημένη λέξη Ζίζοτεκ σχετίζεται με το παιδί και με το φαντασιακό του σύμπαν. Την άκουσα τυχαία και μπήκε στην ταινία σαν το παρασύνθημα του Μηνά. Το 2010, που γράφτηκε το σενάριο, πρώτος τίτλος ήταν «Χρυσή Ημέρα», επειδή η μητέρα γράφει πίσω από τη φωτογραφία μια ευχή, με στίχους από το τραγούδι «Gold day» των Sparklehorse, αλλά τον απορρίψαμε, γιατί δημιουργούσε σύγχυση με τη Χρυσή Αυγή.

Αποσπάς εξαιρετική ερμηνεία από το αγόρι. Πώς δούλεψες με τους ηθοποιούς;
Όσο η ταινία αναβαλλόταν λόγω χρημάτων, τα αγόρια που βρίσκαμε μεγαλώνανε, οπότε ψάχναμε από την αρχή. Μόλις είδα τον Αύγουστο Λάμπρου-Νεγρεπόντη, ερωτεύτηκα τη ματιά του, αλλά δυσκολευόταν να διαβάσει τα λόγια. Για να νιώσει άνετα και μέρος μιας δημιουργικής διαδικασίας, αποφάσισα οι πρόβες να γίνονται στο γύρισμα και προσάρμοσα όλη την κινηματογράφηση στο δικό του παίξιμο. Βοήθησε και ο πατέρας του που ήταν παρών. Τους υπόλοιπους ηθοποιούς τους επέλεξα, γιατί γνώριζα τη δουλειά τους. Ο Δημήτρης Ξανθόπουλος ταυτίστηκε με το ρόλο του Μηνά και συνδημιουργήσαμε πολλές σκηνές. Δίνω μεγάλη έμφαση στον αυτοσχεδιασμό, γιατί σε ελεύθερο κλίμα οι ηθοποιοί πρότειναν ιδέες. Η Πηνελόπη Τσιλίκα, στο ρόλο της μητέρας, διέθετε τρυφερότητα, μια τρέλα εσωτερικά και σκληράδα στη ματιά. Ήθελα η μητέρα να δονείται από δαιμονισμένο ερωτισμό και αντιθέσεις που θα την οδηγήσουν στην έξοδο.

Στην ταινία βρήκα στοιχεία από το «Παρίσι-Τέξας» του Βέντερς και το «Μέλι» του Καπλάνογλου. Ποιοι σκηνοθέτες σε έχουν εμπνεύσει;
Το «Παρίσι-Τέξας» έχω να το δω από 18 ετών, θυμάμαι όμως σαν φαντασίωση τη Ναστάζια Κίνσκι. Επιλέγοντας μια πιο ρομαντική ματιά από τις στυλιζαρισμένες γουίρντ γουέιβ ελληνικές ταινίες, είχα φανταστεί το «Ζίζοτεκ» σαν μια νατουραλιστική ταινία που θα ανέπνεε στο φωτισμό. Το «Μέλι» είναι διαφορετικό, αλλά έχει έντονο νατουραλισμό. Μεγάλη μου αναφορά θεωρώ τον Ταρκόφσκι, ενώ με ενθουσιάζουν σκηνοθέτες όπως ο Τζόναθαν Γκλέιζερ, ο Τέρενς Μάλικ και η Άντρεα Άρνολντ.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!