Αρχική πολιτική Το «Μεταπρατικό Θέρος» του θανάτου…

Το «Μεταπρατικό Θέρος» του θανάτου…

του Νίκου Σταθόπουλου* 

Μιλώντας με όρους απομυθοποίησης (που είναι και το κρίσιμο ζητούμενο στον πολιτικό στοχασμό), διανύουμε ακόμα ένα καλοκαίρι κατάρρευσης των σκηνοθεσιών που συντάσσουν Θεαματικά μια κυβερνώσα αυταπάτη, δεδομένου ότι κάθε «σύστημα διακυβέρνησης» χρειάζεται μια ωραιοποιητική «αφήγηση» που θα εκλογικεύει τα ελλείμματα τρέποντάς τα σε «προοπτικές» και (γενικώς) «ζωή». Ήδη η διαφημιστική κουλτούρα της οργανωμένης τύφλωσης, εισήγαγε τον όρο «καλοκαιριστές» δίνοντας πλέον στον χαζοχαρουμενισμό των πρωινάδικων και στην «αβάσταχτη ελαφρότητα» της fb «απόδρασης» το υπαρξιακό νόημα μιας ταυτότητας… «Ζούμε για το καλοκαίρι», και καταργώντας το ζωτικό όλον του χρόνου μας και απωθώντας στις συνειδησιακές χωματερές όσα ορίζουν πια το καλοκαίρι ως ειδικό πεδίο εθνικής αποδιάρθρωσης. Η «εποχοποίηση» της εθνικής αλλοτρίωσης είναι όψη της ειδικής «εθνικής πρόσληψης» του πλανητικού Νεοφιλελευθερισμού.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ πια μόνο οι «αντανακλάσεις» του περιβόητου «οπτιμισμού του εμπορεύματος», αλλά είναι, ειδικά στην καθημαγμένη Ελλάδα, ένα απελπισμένο πάθος να «εξελιχθεί» η παραδοσιακή μας πολιτισμική σχιζοφρένεια σε «πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι», να «τελειώνουμε» με τις «αντιφάσεις» μας μέσω «το παρόν κατεδαφίζεται». Ήδη έχουμε εκπαιδευτεί καλά στη ματαίωση, την αποθάρρυνση, τη «βεβαιότητα προδοσίας»… Έτσι, με μια Μεταπολίτευση πλήρους συνεργασίας των «πολιτικών» εν ονόματι ενός «κινδύνου» που οι μεν τον έχουν κάνει υπουργούς τους και οι δε «ευέλικτη» ιδεολογία ανακαθορισμού των χρήσιμων πολιτικών μύθων, έχουμε εκτοξευτεί σε ένα οικτρό σύμπαν υπαρξιακής αμηχανίας, όπου απλώς κοιτάζουμε την Καταστροφή και υφαίνουμε ενοχές και ανασκευές τους, και έριδες αναμεταξύ μας και ελεγείες βαθιά χαραγμένες από μια τεχνητή οργή χωρίς ρίζα στο μίσος για την περιφρόνηση της ζωής, άρα απολίτικες. Το πιο βλακώδες είναι να νομίζεις ότι αλλάζοντας τη διατύπωση ή τη θέση στους συνδυασμούς «βασικών εννοιών» (θυμάστε της Χάρνεκερ το αλτουσεριανό «Βασικές έννοιες του Ιστορικού Υλισμού»;…) θα «παραγάγεις» μια «νέα διαλεκτική σύνθεση», αγνοώντας εσύ ο δοκησίσοφος, ότι όσοι αυταπατώνται ως προς την τάχα «απόλυτη αυτονομία της σκέψης» (δηλαδή να εκκινώ από τις έννοιες…) είναι οι πιο κακορίζικοι αλχημιστές της ελπίδας, πούροι μικροσκοπικοί εξουσιαστές. Και δεν είναι θέμα «προσθήκης συμπληρωματικών εννοιών», αλλά αναδόμησης της «ματιάς» (όπως την εννοούσε ο Καζαντζάκης, στο Αναφορά στο Γκρέκο).

Κι ενώ βασιλεύει ο Θάνατος, εμείς, ολοκληρωμένοι Υπήκοοι σε μια ήδη σάπια ψευδοδημοκρατία, κάνουμε απλώς παραπλανητικούς φατριασμούς είτε εκδρομικές απουσίες χωρίς την εγκυρότητα της απόφασης, διχαζόμαστε για το αν πρέπει (ηθικά, κοινωνικά, ανθρώπινα) ή όχι να χλευάζουμε τον θάνατο μιας «Πλούσιας με ανθρωπιστικές ευαισθησίες». Το θέλουμε ή όχι, η Εκλογή είναι ο κανόνας, το με «με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις» είναι θεμελιώδες αυτονόητο του πολιτισμού και της ύπαρξης, το «συναίσθημα» δεν είναι αποσυνδεδεμένο από το πολιτικό περιεχόμενο ενός θανάτου (όπως και μιας ζωής, άλλωστε)….από πότε «Πόλεμος» ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ «πατήρ πάντων»;

Εντελώς ενδεικτικά: Ένας 46χρονος «φτωχοδιάβολος» νεκρός στο καμίνι του καύσωνα παλεύοντας για μια στοιχειώδη επιβίωση ενώ δούλευε ανασφάλιστος και απελπισμένος, δυο πιλότοι Καναντέρ νεκροί ενώ πάλευαν με το πεπαλαιωμένο σαράβαλο να προστατεύσουν ένα χωριό από τις φλόγες που, κατά τον πρωθυπουργό, «έδωσαν δουλίτσα» και στην Εύβοια, ενώ ήδη, από χρόνια «δίνουν δουλίτσα» σε αδίστακτα αρπακτικά του κοινωνικού πλούτου όπως η «Φαμίλια» Γεραπετρίτη, μερικοί Ρομά, που μάζευαν, παλιά μου τέχνη κόσκινο για τη φυλή τους, σιδερικά από μια κατεδαφιζόμενη γέφυρα στην Πάτρα, άφησαν νεκρό από εξόφθαλμη αδιαφορία και απάνθρωπη αμέλεια των «υπευθύνων», και «κορυφή» σε τούτο το ματωμένο θέρος της σχεδόν σχεδιασμένης Απώλειας ο θάνατος μιας «Εθνικής Ευεργέτιδος».

«Μεμονωμένοι» θάνατοι, χωρίς το επιβλητικά επικοινωνιακό μέγεθος των Τεμπών ή της Πύλου, αλλά πάντως ΘΑΝΑΤΟΙ, πα να πει οριακές ανθρώπινες εμπειρίες συνδεόμενες οργανικά με την πνευματική και ηθική σύνθεση του Πολιτισμού. Ξέρετε, δεν είναι απλά το φτηνιάρικο «ένα ταξικό γουρούνι λιγότερο», αλλά είναι βασικά η όλο και πιο χαρακτηριστική απεμπόληση της τοποθέτησης του λεγόμενου «κοινωνικού ζητήματος» με όρους ανθρωπινότητας, οπότε, δηλαδή, και χωρίς καφενειακή ηθικολογία, θα φαινόταν το τρομερό βάθος της Ανισότητας με ένταση, πάλι, και «αντικειμενικότητα» φεουδαρχικού εξιδανικευμένου κανιβαλισμού. Μια τέτοια ανάλυση είναι μονόδρομος σε μια πολιτισμική εποχή όπου και τα «ίδια τα πράγματα» αλλά και η κατάρρευση «ιδεοπανακειών» φωτίζουν αλλιώς τα βιώματα της τραυματογόνου καθημερινότητας. Πστέψαμε τόσο πολύ σε «ιδέες» ώστε χάσαμε κάθε σχέση με την απλή ζωή!

«Ως άνθος μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται και διαλύεται ο άνθρωπος» φιλοσοφεί οντολογικά η Νεκρώσιμος Ακολουθία. Όμως τα έσχατα και τα ενδότερα της ύπαρξης είναι ύπουλη αντίφαση να «επενδύονται» στην αποδεκτή φθαρτότητα των εγκοσμίων, αφού αυτή, η φθαρτότητα, είναι το είναι της Ιστορίας εντός της οποίας συντελείται το «έπος της αντίστασης στην Πτώση» σύμφωνα με τον χριστιανισμό: Άρα, η υλικότητα της ιστορικότητας εμπεριέχει ξεχωριστούς κώδικες που εκφράζουν δρόμους και τρόπους να αναδείξεις τη Ματαιότητα όχι σαν άρνηση της ζωής αλλά σαν εκπλήρωσή της σε μια νέα ηθική ανθρώπου που αναζητεί την «έφοδο στον ουρανό». Ο σύγχρονος καπιταλισμός, μέσα στο κρεσέντο εμπειριοκεντρικού και διανοητικού αθεϊσμού, υποβάλλει την πιο βαθιά ηττοπάθεια και μοιρολατρία, ακριβώς γιατί αποθεώνοντας τη φθαρτότητα με όρους εκλογίκευσης της Εξουσίας, αναγκαστικά ωθείται σε αφαιρέσεις που ακυρώνουν προκαταβολικά κάθε πάθος που διαποτίζει την αληθινή ζωή. Πάθος που χωρίς τη μεταφυσική και το φαντασιακό και την τέχνη είναι σκέτο ετερόνομο πρόγραμμα και «τσιπάκι». Κι όμως, κατά βάθος έχουμε πειστεί περί του «τέλους της ιστορίας», μη νιώθοντας, εμείς οι ρηχοί μεγάλαυχοι, ότι και ένας μόνο άνθρωπος στον πλανήτη συνιστά την ιστορία!

ΣΥΝΕΠΩΣ, η μελέτη των αοράτων του «Μεταπρατικού Θέρους» είναι μελέτη της ανθρώπινης μοίρας σε συνθήκες αποδόμησης της εθνικής υλικότητας και, επομένως, νομιμοποίησης κάθε ανηθικότητας και εγκληματικής «πολιτικολογίας». Δεν είναι όλοι οι θάνατοι ίδιοι, δεν είναι όλες οι «φθαρτότητες» το ίδιο στοιβαγμένες στην καλαθούνα της ευκολίας: ωστόσο, το διαφορετικό τους δεν μεσολαβείται από τυποποιημένες «ταξικότητες», οπότε το «τι ψηφίσατε ρε μαλάκες;» μεταμορφώνεται χυδαία σε «πολιτικό πράττειν». Το διαφορετικό τους αφορά στη σχέση της εμπειρίας με τη συνείδηση, δηλαδή αν κάθε θάνατος «διαβάζεται» σαν «χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου» ή σαν πεδίο άρσης των αντιφάσεων μέσω της ενεργού αποδοχής των αναγκών ζωής που αποτελεί την πεμπτουσία της ύπαρξης. Με απλά λόγια: Σε κάθε θάνατο βλέπουμε το «είδες η αδιόρθωτη δεξιά;» ή «πρέπει να εξορθολογιστούμε ανθρωποκεντρικά» ή «δυστυχώς ή ευτυχώς η ζωή συνεχίζεται» του «κυρίου» υφυπουργού, ή βλέπουμε τη λεηλατημένη φθαρτότητα που μας αναλογεί και επομένως μια ολόπλευρη «ληστεία νοήματος»; Διότι αν βλέπουμε το τελευταίο, τότε, και μόνο τότε, ποδοπατάμε κάθε μύθο και δίνουμε και στην Υπέρβαση, και στο Όραμα και στη Μεταφυσική, την «εργαλειοποίηση» που χρειάζεται το λεγόμενο «πνεύμα» προκειμένου να γίνει Πολιτική (αλλιώς γίνεται παίγνιο επί χάρτου με εννοιοκεντρικές «δολοπλοκίες»).

«Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος» μονολογεί στους Προσανατολισμούς του ο Ελύτης: Και το γράφει προπολεμικά, «αιώνες» μακριά από το καιόμενο ψευδοθέρος του «πολιτικοποιημένου λαού» των φατριαστικών βυζαντινισμών της πιο νεκρολάγνας αρχομανίας όλων των εποχών. Αν δεν εμβαθύνουμε στα «τι» και «γιατί» αυτού του (βαθιά υπαρξιακού) συμβιβασμού μας, αν δεν αποποιηθούμε τη συνήθη εξωτερικότητα των χρεοκοπημένων ιδεολογιών ,θα κυνηγάμε την ουρά μας ασκώντας το παμπάλαιο άγος της ιεροσυλίας, της τυμβωρυχίας, της ανευλάβειας. Αν δεν δούμε οργανικά, βαθιά στην καρδιά και μετά στο νου, ότι «θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται στις μαύρες στέγες και στα κεραμίδια…», δηλαδή ο Κόσμος στην «παραγκούπολη» που κρύβουν τα Θεάματά του, τότε απλά θα κάνουμε «θανατοκεντρική» εκλογική στατιστική που θα την «εκλογικεύουμε» με κάθε μεταμοντέρνα μπαρούφα περί «μεταϋπαρξης»!

Γίνεται μια αισχρή «μάχη νεκρών», όπου «εσείς 100 στο Μάτι» και «εσείς κάπου 90 στην Ηλεία». «Εσείς» και «εσείς» σε μια άτυπη και τυπική συσσωμάτωση Παγκοσμιοποιητικής Κατάφασης με όρους μεταμοντέρνου (δηλαδή ακαθόριστου και αταυτοποίητου) προτεκτοράτου. Η «ΚΥΡΙΑ Μαριάννα» της «παιδικής μέριμνας», όχι απλά αδιάφορη για την καταστροφή των κοινωνικών δομών διαρκούς φροντίδας των πασχόντων και φτωχών παιδιών, αλλά και με «μακρύ χέρι» όπως μαρτυρά και η «μπίζνα» στο Ογκολογικό του Παίδων, η «ΚΥΡΙΑ Μαριάννα» αντικειμενικά συμμέτοχος στο σκοτεινό παρελθόν της δολοφονίας του Κοινοτάρχη στην Κρήτη. Αυτός ο θάνατος στέκεται με αλαζονική προκλητικότητα απέναντι στους άλλους, αφού ενώ «ου ζήσεται άνθρωπος ος ουχ αμαρτήσει» (όπως επισημαίνει αλλού η Νεκρώσιμος), ωστόσο οι Προνομιούχοι (οι σφετεριστές των όποιων περιθωρίων της φθαρτότητας) και εν ζωή τελούν σε μόνιμη απαλλαγή για τις αμαρτίες τους αλλά και στο θάνατο «αποθεώνονται» σχεδόν ξεφτιλίζοντας ακόμα και τα «έργα Θεού» όπως αποτυπώνονται και στον έμμεσο ύμνο ζωής που περιέχουν οι χριστιανικές νεκρολογίες.

Το βασίλειο της Δανιμαρκίας είναι σάπιο και ανήθικο! Αφού, επιστρέφοντας στον Ελύτη, «η θητεία του καλοκαιριού στα πεύκα και τα κύματα» έγινε πια μια θεσμοποιημένη «εποχή πυρκαγιών» (που «απελευθερώνουν» ζωτικό χώρο για τον «Πράσινο Καπιταλισμό») και μια «εθνική συνήθεια» περισυλλογής πνιγμένων στο Αιγαίο. Την ίδια ώρα που η Βουλή υπερψηφίζει ένα νομοσχέδιο για την ψήφο των Αποδήμων που ουσιαστικά αναγνωρίζει τον εθνικό αποχαρακτηρισμό οπότε το Προτεκτοράτο επισημοποιείται πλανητικά ως μια Πρώην Ταυτότητα με φορμαλισμούς καθαρά διοικητικούς και εξαρτησιακούς. Θέλω να πω ότι πλέον θητεύουμε στο Θάνατο και αυτό εξουδετερώνει κάθε επιμέρους σπέκουλα ή και ειλικρίνεια.

ΜΑΣ ΥΠΟΧΡΕΩΝΟΥΝ επιτήδεια να εξοικειωθούμε με το θάνατο, και πλέον να μην αντιδρούμε, να «το προσπερνάμε», και τούτο είναι γι’ αυτούς απαραίτητο αφού ο «καινούργιος» Καπιταλισμός είναι θεμελιωμένος στο θάνατο (εντατική εκμετάλλευση, ακύρωση της Σχέσης κ’ συναισθηματική απονέκρωση, κατάρρευση του περιβάλλοντος, τεχνητοποίηση του κοινωνικού υπάρχειν). Πρέπει να ενσωματώσουμε το πένθος στην πολιτική μας καταγγελία, όχι ως «επιχείρημα» αλλά ως «κουλτούρα ύπαρξης» με βασικό της περιεχόμενο την Οργή για το Αδιανόητο! Εμείς ΔΕΝ ΠΑΜΕ ΚΙ ΟΠΟΥ ΒΓΕΙ! Απλώς, ανασυγκροτούμε την πολιτική μας αίσθηση και έμπνευση, «γινόμαστε άλλοι» σε μια θεσμοποιούμενη κακομοιριά με εξορισμένη κάθε υπερβασιακή αξία, «κι όποιος δεν καταλαβαίνει / δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει»

* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος και συγγραφέας

Σχόλια

Exit mobile version