Του Κώστα Λιβιεράτου
Η μεγάλη παράδοση του Λόγου που κληρονομείται από την αρχαιότητα στον Δυτικό κόσμο σέρνει, μαζί με τα επιτεύγματα, και την αυτοκριτική της: λόγους αντίρροπους, που αναπτύσσονται είτε στο εσωτερικό των κλασικών της έργων (όπως εκείνος του Αλκιβιάδη στο Συμπόσιο – βλ. ΔΑ, 26-1-2016) είτε στις παρυφές τους (κυνικοί, επικούρειοι κ.ά.). Η δύναμη του πνεύματος, που ήταν αφιερωμένη στην ερμηνεία της φύσης, το σκόρπισμα των δεισιδαιμονιών και τον διαφωτισμό των ανθρώπων, στρέφεται τότε εξίσου διεισδυτικά ενάντια στον εαυτό της. Αυτό συμβαίνει με το Μωρίας εγκώμιον του Έρασμου [1511][1], ένα από τα πιο διάσημα κείμενα της Αναγέννησης – εκ πρώτης όψεως ένα καλαμπούρι, ένα σκωπτικό κείμενο στην παράδοση του Λουκιανού, που δεν αργεί να φανερώσει τις βαθύτερες φιλοσοφικές προθέσεις του.
Όπως οι άνθρωποι στο παραδοσιακό καρναβάλι αλλάζουν ρούχα, ρόλους και φερσίματα για να γευτούν την εμπειρία ενός αντεστραμμένου κόσμου, έτσι κι εδώ ο συγγραφέας εγκαταλείπει το περισπούδαστο ύφος του, βάζει τη μάσκα και το φόρεμα της Τρέλας (της Μωρίας) και βγαίνει στους δρόμους όπου την αφήνει να μιλήσει για λογαριασμό του: να ειρωνευτεί τις αξιώσεις της Σοφίας και να σαρκάσει τους κάθε λογής υπηρέτες της, επαγγελματίες της γνώσης και της πίστης. Δεν πρόκειται βέβαια για μια ανέξοδη υπεράσπιση του «άλογου», μια χαριτωμένη πόζα που θα εγκαταλειφθεί την επόμενη στιγμή της επιστροφής στην κανονικότητα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Έρασμος αναιρεί την πλατωνική τριμερή ιεραρχία της ψυχής (λογιστικόν, θυμοειδές, επιθυμητικόν), αποκαθιστώντας την ισχύ των «κατώτερων» βαθμίδων: «Σύμφωνα με τον ορισμό των στωικών, σοφία πα να πει ν’ αφήνεις να σε κυβερνάει το λογικό· κι αντίθετα, τρέλα, να παραδέρνεις μέσα στα πάθη. Ο Δίας, για να μην είναι η ζωή των ανθρώπων θλιβερή κι ανούσια, τους έδωσε πολλά πάθη και λίγο λογικό… Έπειτα, στο λογικό μονάχο έβαλε αντικρύ δυο έξαλλους τύραννους: το Θυμό, που βαστά το κάστρο του στήθους με την πηγή της ίδιας της ζωής, δηλαδή την καρδιά· και τον Πόθο, που το κράτος του απλώνεται ώς και κάτω απ’ τ’ αποκοίλι. Τώρα τι μπορεί να κάνει το λογικό αντικρύ σ’ αυτές τις δυο αδελφωμένες εξουσίες, το βλέπουμε αρκετά στο καθημερινό φέρσιμο των ανθρώπων. Μπορεί να κράζει μόνο τις προσταγές του χρέους ώσπου να βραχνιάσει. Μα είναι σαν ανήμπορος βασιλιάς . . . » (σ. 52).
Αυτή η ανατροπή φέρνει την Τρέλα στο προσκήνιο. Όμως για ποια τρέλα πρόκειται; Ο Έρασμος αφήνει ενσυνείδητα στην άκρη τη ζοφερή, τραγική εμπειρία της παραφροσύνης[2], εστιάζοντας αλλού την προσοχή του: «Υπάρχουν λοιπόν σίγουρα δυο ειδών τρέλες: Μια εκείνη που οι εκδικήτριες Ερινύες ξερνούν μέσα απ’ την Κόλαση, όταν ξαπολούν τα φίδια τους και φυσούν στην καρδιά των ανθρώπων την οργή του πολέμου, την άσβηστη δίψα για χρυσάφι, τον ένοχο και στιγματισμένο έρωτα, την πατροκτονία, την αιμομιξία, την ιεροσυλία… Η άλλη τρέλα είναι ολότελα διαφορετική, έρχεται από μένα [την Τρέλα που μιλάει] και είναι το πιο ποθητό πράμα του κόσμου. Γεννιέται όποτε μια γλυκιά πλάνη του μυαλού ελευθερώνει την ψυχή από τις μαύρες έγνοιες της και την παραδίνει σ’ ένα πέλαγος ηδονής» (81-82). Οι δύο εκδοχές δεν είναι βέβαια στεγανές, κάνοντας όμως τη διάκριση, ο Έρασμος αναδεικνύει ένα διόλου ασήμαντο θέμα: τη φρεναπάτη της καθημερινής ζωής, τον παραλογισμό που διαποτίζει κάθε πτυχή της κοινωνικής οργάνωσης και αλληλεπίδρασης. Ρευστή και διάχυτη, φευγαλέα μα πανταχού παρούσα, «αφού σίγουρα δεν βρίσκεται μέσα στους ανθρώπους ένας να ’ναι συνέχεια γνωστικός την πάσα ώρα, και δίχως κάποιου είδους λόξα» (83), τούτη η μορφή τρέλας δεν μένει φυσικά χωρίς συνέπειες. Γέννημα ακριβώς των δύο συνυφασμένων, ανυπότακτων στοιχείων της ψυχής, του θυμικού και της επιθυμίας, υπονομεύει την εξουσία του Λόγου και την ορθή τάξη του κόσμου. Το κείμενο ψηλαφεί έτσι την κρίσιμη αναμέτρηση ανάμεσα στη σφαίρα των παθών και των αισθήσεων κι εκείνη της συνείδησης, της γνώσης και της ηθικής ή, με άλλους όρους, ανάμεσα σε ασυνείδητο, εγώ και υπερεγώ, την οποία θα αναδείξουν αργότερα, καθένας με τον τρόπο του, ο Νίτσε και ο Φρόυντ. Σαν νίκη της σ’ αυτή την αναμέτρηση, η Τρέλα καταγράφει πρώτα-πρώτα την ίδια τη σπορά της ζωής: σίγουρα από κάποια δόση τρέλας, οι άνθρωποι αφήνουν ορμές και πάθη να τους κυριεύσουν, παραμερίζοντας κάθε λογική επιφύλαξη σχετικά με τα βάρη της οικογενειακής ζωής. Καμιά μεταφυσική άλλωστε, καμιά υπερβατικότητα δεν υπεισέρχεται αναγκαία σ’ αυτή την πράξη: απλή ερωτοτροπία μεταξύ «μεθυσμένων», που οδηγεί στη συνουσία –την «πρώτη και πιο μεγάλη ευχαρίστηση της ζωής»– και την τεκνοποιία (42-43, 53), αντλώντας από την πιο ταπεινή σωματικότητα – «Αυτό που αυγαταίνει τ’ ανθρώπινο γένος είναι εκείνο το πραματάκι, το τρελό, το γελοίο, που δεν μπορείς να το δείξεις, μήτε να το πεις, χωρίς να γελάσεις. Από τούτη πιο πολύ τη βρυσούλα την ιερή, κι όχι από την τετράδα του Πυθαγόρα, παίρνουν όλα τα πλάσματα ζωή» (43). Αλλά και στις στιγμές της συντροφικότητας, του συμποσιασμού και της διονυσιακής έξαρσης (που υποδηλώνεται από συχνές αναφορές στον Βάκχο και την παρέα του), η Τρέλα έρχεται να κλέψει την παράσταση: «Όλα αυτά που συνηθίζουνε στα γλέντια, να τραβούν κλήρο για να βγάλουν το συμποσιάρχη, να ρίχνουν τα ζάρια, να σηκώνουν το ποτήρι εις υγείαν, να πίνουν όλοι ένα γύρο απ’ το ίδιο ποτήρι, να τραγουδούν ένας-ένας στη σειρά δίνοντας από χέρι σε χέρι τη μυρτιά, να χορεύουν, να παίζουν παντομίμα, δεν είναι οι εφτά σοφοί της Ελλάδας που τα σκαρφίστηκαν, αλλά εγώ για το καλό των ανθρώπων. Και κοντά στο νου, όσο πιο τρελές είναι αυτές οι τρέλες, τόσο πιο πολύ ομορφαίνουν τη ζωή» (54).
Σ’ αυτές τις νίκες που κατάγει η Τρέλα, αβέβαιες δίχως άλλο και ασταθείς, αντίπαλός της είναι η καθιερωμένη Σοφία, μ’ άλλα λόγια, η δεσπόζουσα ελληνορωμαϊκή και χριστιανική γραμματεία και παιδαγωγική. Οι εκπρόσωποί της –έμποροι και ποιητές, ρήτορες, γραμματικοί και νομικοί, φιλόσοφοι, θεολόγοι και ποντίφηκες– έχουν την τιμητική τους εδώ, αφού κανένας τους «δεν μπορεί να είναι χρήσιμος στον εαυτό του, μήτε στους δικούς του, μήτε στην πατρίδα του, για τον απλούστατο λόγο πως δεν ξέρει τίποτα από τα πιο κοινά πράγματα και βρίσκεται χίλια μίλια πίσω από τη γλώσσα του λαού και τα συνήθειά του» (63). Αυτή η κριτική γίνεται αρχικά στο όνομα των απλών ανθρώπων, γρήγορα όμως φαίνεται πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και διαχωρισμένα. Οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του Λόγου δεν είναι απρόσβλητοι στην τρέλα· ίσα-ίσα, μπορεί να είναι «δυο φορές τρελοί» (77), πράγμα απαραίτητο για να βγάλουν πέρα τις δουλειές τους. Γίνεται έτσι φανερή η διαρκής αμφισημία που σφραγίζει το κείμενο. Η Τρέλα εμφανίζεται απ’ άκρη σ’ άκρη της σκηνής, αναλαμβάνει όλους τους ρόλους, δοκιμάζει κάθε κοστούμι. Η αναμέτρησή της με το Λόγο δεν είναι μετωπική παρά διάσπαρτη. Καθώς οι δυο μορφές στροβιλίζονται μαζί σ’ ένα χορό που σπέρνει τον ίλιγγο, εξουσίες και αντιστάσεις συγχέονται, νέες συνθέσεις διαγράφονται στον ορίζοντα, που δεν θα πάψουν να απασχολούν τους αιώνες που θα ’ρθουν: «Χαρίστε μου μια στιγμή, κόρες του Δία· όσο για να δείξω πως σ’ αυτή την ακριβή Σοφία, το κάστρο, λένε, της ευτυχίας, κανένας δεν μπορεί να μπει, αν δεν τον οδηγήσει η Τρέλα… οι στωικοί κρατούν το σοφό μακριά απ’ τα πάθη σα να ’ναι αρρώστιες· τα πάθη ωστόσο κάνουν τους πιλότους σ’ αυτούς ίσα-ίσα που βιάζονται να μπουν στο λιμάνι της φρονιμάδας· και πάλι, βρίσκονται στα μονοπάτια της αρετής, σα σπιρούνια, σα βουκέντρια, για να σπρώχνουν στο καλό» (68-69). Κάπως έτσι, η αυτοκριτική του Δυτικού πολιτισμού, το απρόσμενο καρναβάλι του Λόγου και της Τρέλας που στήνει ο κόσμος της Αναγέννησης βυθίζεται μέσα στην κωμωδία –και μαζί την τραγωδία- της ζωής.
[1] Μετάφραση Στρατή Τσίρκα, Ηριδανός, Αθήνα 1970.
[2] Αυτή που απασχολεί τον Φουκώ, ο οποίος την ανιχνεύει στα έργα του Μπος και του Μπρέγκελ, του Θερβάντες και του Σαίξπηρ, αλλά παρερμηνεύει εν μέρει το κείμενο του Έρασμου ως μια ανάλαφρη κι αποστασιοποιημένη σατιρική θεώρηση του ίδιου θέματος, σύμφωνα με τη λόγια ηθική παράδοση της εποχής του (Ιστορία της τρέλας [1961], Ηριδανός, κεφ. 1).