Του Φώτη Τερζάκη

Διαβάστε το 1ο Μέρος

 

Ίλιγγο προκαλεί η έλλειψη εξωτερικής (όπως και οιασδήποτε άλλης) πολιτικής από την παρούσα ελληνική κυβέρνηση, η χώρα πλέει σαν καράβι ακυβέρνητο σε αγριεμένα νερά, και η μοίρα της είναι αφημένη κυριολεκτικά στη μοίρα. Ούτε βεβαίως διαφαίνεται άλλη πολιτική δύναμη στο από καιρό σαπισμένο κοινοβουλευτικό της σύστημα στην οποία θα μπορούσε κανείς να εναποθέσει την παραμικρή ελπίδα…1

Αν εν πάση περιπτώσει υποθέσουμε πως υπήρχε κυβέρνηση λαϊκά εξουσιοδοτημένη να χειριστεί τη θανάσιμη αυτή συγκυρία, και αν η κυβέρνηση αυτή ήταν ικανή να λάβει υπόψιν τις ιδιομορφίες της κατάστασης, τι θα μπορούσε να κάνει; Δεν μπορεί βέβαια να υπολογίζει στη στρατιωτική της ισχύ (και αν το μπορούσε, θα ήμουν ο τελευταίος που θα το συμβούλευε…). Εκείνο που απαιτείται αυτήν τη στιγμή από μια χώρα στη θέση της Ελλάδας είναι μια σύνθετη, ευρηματική κι εξαιρετικά δύσκολη στρατηγική, ικανή να τρέψει την ίδια της την αδυναμία σε δύναμη – μιλάμε για έναν πραγματικό πολιτικό άθλο που αξιώνει ασυνήθιστα μεγέθη και ικανότητες, ασφαλώς, αλλά τίποτα λιγότερο δεν μπορεί να αρκέσει πλέον. Προϋπόθεση είναι προφανώς ένας υπολογίσιμος βαθμός ανεξαρτησίας, πράγμα που έχει διττή έννοια. Πρώτον, η χώρα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει αυτόνομα τις αποφάσεις που την αφορούν άμεσα, αποκλείοντας οιαδήποτε υπαγόρευση και αγνοώντας υποσχέσεις και απειλές. Δεύτερον, να διαφυλάσσει με κάθε τίμημα έναν ελάχιστο βαθμό παραγωγικής αυτάρκειας ως ασπίδα απέναντι σε ακραίους αποκλεισμούς: όποιος εκχωρεί την υλική του αυτάρκεια, πρέπει να θυμόμαστε, οικοδομεί τις προϋποθέσεις της ίδιας του της δουλείας.

Υπό αυτούς τους όρους –που εντός τού ισχύοντος διεθνούς δικαίου και υπό κανονικές συνθήκες, θυμίζω, θα έπρεπε να λογίζονται αυτονόητοι– το μόνο όπλο που έχει μια χώρα μικρή και ανίσχυρη όπως η Ελλάδα θα ήταν να γίνει πολιτικώς απρόβλεπτη: σε καιρούς ασταθείς όπως οι σημερινοί όπου η ελάχιστη κίνηση μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες και κανένας δεν έχει τη συνταγή της ασφαλούς μακροπρόθεσμης στρατηγικής, το να μην είναι κάποιος δεδομένος για κανέναν αποβαίνει εξόχως ισχυρό πλεονέκτημα στον παγκόσμιο στίβο. Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά, η Ελλάδα μπορεί με την αρνησικυρία της να μπλοκάρει αμετάκλητα προτεινόμενες συμφωνίες και συνθήκες, σε οικονομικό ή στρατηγικό επίπεδο, βάσει δικών της κριτηρίων και αφήνοντας τους άλλους να εναντιωθούν ή να στοιχηθούν μαζί της, πράγμα που θα της έδινε αξιοσημείωτο προβάδισμα (πολλώ μάλλον στον βαθμό που τα ρήγματα στο στρατόπεδο των «εταίρων» της είναι δεδομένα). Ακόμη αποφασιστικότερος θα ήταν ένας αναπροσανατολισμός των τακτικών της συμμαχιών και ανταλλαγών, με γνώμονα τις κατά περίπτωση ανάγκες, παραβαίνοντας απαγορεύσεις οι οποίες στον διαμορφούμενο πολυπολικό και κατακερματισμένο κόσμο χάνουν εκ των πραγμάτων την ισχύ τους, στον βαθμό μάλιστα που μια ενδεχόμενη διάλυση της Ευρωζώνης γίνεται όλο και πιο ορατή στον ορίζοντα, αποβαίνει υπόθεση ζωτικής σημασίας για την προετοιμασία της επόμενης μέρας.

Όλο αυτό δεν θα έπρεπε να σημαίνει απλώς καιροσκοπική πολιτική. Η ευελιξία μιας τέτοιας πολιτικής μπορεί κάλλιστα (και πρέπει, αν ακόμα εγείρει αξιώσεις στον χαρακτηρισμό «αριστερή») να συνυφαίνεται με ακλόνητες αξιακές αρχές, οι οποίες μπορούν να εκφραστούν με ποικίλους τρόπους: ένας θα ήταν η συστηματική υποστήριξη, με ανοιχτούς είτε έμμεσους τρόπους, απελευθερωτικών κινημάτων, διωκόμενων μειονοτήτων ή μαχητικών πρωτοβουλιών για ειρήνη και συμμετοχική δημοκρατία σε όλο τον κόσμο, ακόμη πιο ειδικά όμως στην αναφλεγμένη περιοχή της. Ενας άλλος –στο οποίο θα επιμείνω γιατί μου φαίνεται ο πιο κρίσιμος– είναι η επιδίωξη διεθνών συστρατεύσεων και συμμαχιών απέναντι στους παγκοσμιοποιούμενους σχηματισμούς κεφαλαιοκρατικής ισχύος, και ιδίως εκεί που μπορεί να τους πλήξει βαθύτερα: σε έναν συνασπισμό των χρεωμένων χωρών ενάντια στο χρέος.

Όλ’ αυτά μπορεί να φανούν αρκετά εύλογα από μια ορισμένη σκοπιά, ή και αυτονόητα. Το πραγματικό πρόβλημα είναι όμως άλλο. Βρίσκεται στην ίδια την αφετηρία της συλλογιστικής: Αν… υποθέσουμε πως υπήρχε κυβέρνηση λαϊκά εξουσιοδοτημένη… Έγκειται με άλλα λόγια στην ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει μια σύγκλιση συμφερόντων και βουλήσεων σε εθνική κλίμακα, τέτοια που προϋποτίθεται ως βάση μιας γνήσια εθνολαϊκής πολιτικής. Πώς μπορεί να προκύψει μια τέτοια σύγκλιση; Η ελληνική κοινωνία, όπως όλες οι σύγχρονες κοινωνίες, δεν είναι μια ολότητα αλλά ένα πεδίο αλληλοεξοντωτικού αγώνα ανάμεσα σε ομάδες ιδιοτελών συμφερόντων, και αυτοί που καρπούνται εξακολουθητικά τον κοινωνικό πλούτο έχουν στα χέρια τους τεράστια οργανωτικά πλεονεκτήματα και τερατώδεις μηχανισμούς χειραγώγησης του πολιτικού σώματος. Το ναυάγιο της «αριστερής διακυβέρνησης» –που υπό τις παρούσες συνθήκες έμοιαζε να είναι μονόδρομος, ελλείψει οιουδήποτε άλλου μέσου δράσης– δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την αδυναμία, τον καιροσκοπισμό, τη δειλία και την ασημαντότητα ενός ορισμένου πολιτικού προσωπικού (που είναι βεβαίως δεδομένες), ούτε από τον πολιτικό του αφοπλισμό λόγω χρόνιας έκθεσής του στην παραλυτική ιδεολογία τού «ευρωκομμουνισμού». Είναι πάνω απ’ όλα δείκτης, νομίζω, του ότι η πολιτειακή εξουσία παραμένει στα χέρια πολεμικά οργανωμένων ταξικών συμφερόντων και δεν παραδίδεται με μιαν απλή «αλλαγή φρουράς»: ότι είναι αδύνατο, δηλαδή, υπό τις παρούσες συνθήκες να κυβερνήσει κάποιος αν δεν έχει εκ των προτέρων εκχωρήσει γη και ύδωρ.

Αυτό είναι το πρόβλημα που θα πρέπει να λύσουν όσοι μιλούν για πατριωτικά μέτωπα και για εθνική στρατηγική.2 Και είναι πρόβλημα που ασφαλώς πρέπει να λυθεί, διότι μια καλώς εννοούμενη εθνική στρατηγική είναι αναγκαία. Αν όμως οι όροι του έχουν κατανοηθεί, δεν μπορεί καν να εγερθεί χωρίς την επεξεργασία μιας προηγούμενης ταξικής στρατηγικής – και καθόλου δεν βοηθάει σε αυτό η προσφυγή σε φθαρμένους στερεοτύπους, νοσταλγικούς μιας περιόδου τού καπιταλισμού που έχει οριστικά παρέλθει. Αν η παγκοσμιοποιημένη δομή τού κεφαλαίου είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτήν τη στιγμή για τα μικρά και ανίσχυρα πολιτικά μορφώματα του πλανήτη, γίνεται ακόμη πιο επιβεβλημένο γι’ αυτά να σκεφτούν, να οργανωθούν και να δράσουν με τρόπους που υπερβαίνουν τους περιορισμούς των (αμελητέων) συνόρων τους. Το πώς όμως μπορεί να συγκροτηθεί μια πολιτειακή εξουσία με αληθινό λαϊκό έρεισμα και αταλάντευτη αντικαπιταλιστική βούληση, ικανή να χαράξει μακρόπνοες στρατηγικές στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική, αυτό δεν μπορώ να το δω ακόμα.

 

Σημειώσεις

1. Δεν αναφέρομαι εδώ σε κινηματικές διαδικασίες κι εναλλακτικούς πειραματισμούς διότι, χωρίς να υποτιμώ διόλου την αξία τους, η δράση τους δεν μπορεί να επηρεάσει το επίπεδο που συζητάμε: το επίπεδο των γεωπολιτικών σχέσεων με τις χαλύβδινες αναγκαιότητές του, επιβαλλόμενες από την εμμένουσα δομή του παγκόσμιου διακρατικού συστήματος.

2. Και θα δώσω ένα πολύ απλό παράδειγμα. Τη στιγμή αυτή έχει σφίξει και πάλι η λαβίδα του κινδύνου γύρω από την Κύπρο. Ποιος είναι γι’ αυτήν ο αμεσότερος κίνδυνος: οι αγγλοαμερικανικοί στρατηγικοί σχεδιασμοί, ο τουρκικός μιλιταρισμός, ή ο Πρόεδρός της Νίκος Αναστασιάδης;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!