Από τους πλέον ευγνώμονες σκηνοθέτες, ο Τζιμ Τζάρμους δεν αποκρύπτει τις επιρροές του, όχι μόνο σαν παιχνίδι αναγνώρισης για τους σινεφίλ θεατές, αλλά κυρίως ως φόρο τιμής στους σπουδαίους δημιουργούς που τον ενέπνευσαν. Στο «Ghost Dog: ο τρόπος του Σαμουράι» (1999), αποτυπώνεται η μελαγχολία ενός αιώνα στο τέλος του και η αγωνία του σκηνοθέτη να συνδιαλλαγεί με μια ολοένα αυξανόμενη βία. Με ήρωα έναν πληρωμένο δολοφόνο, πιστό στο αφεντικό του, που επιλέγει μια λυτρωτική αυτοθυσία, αναστοχάζεται και ο ίδιος ο Τζάρμους τη δική του στάση ζωής, μένοντας ανεξάρτητος, έξω από τις νόρμες της χολυγουντιανής βιομηχανίας. Συνεχίζοντας το ίδιο σεναριακό σχήμα της προηγούμενης ταινία του «Ο Νεκρός» (1995), που προσαρμόζει στο είδος της γκανγκστερικής ταινίας, επιλέγει και εδώ ήρωα που οδεύει προς τον θάνατό του, την ίδια χρονιά με το «Fight Club» (1999/Ντέιβιντ Φίντσερ). Μετά από μερικές κομβικές ταινίες που επαναπροσδιορίζουν στη σύγχρονη εποχή το είδος της γκανγκστερικής ταινίας, όπως «Τα καλά παιδιά» (1990/Μάρτιν Σκορσέζε) και «Pulp Fiction» (1994/Κουέντιν Ταραντίνο), ο Τζάρμους, στο κατώφλι της νέας χιλιετηρίδας, δίνει τη δική του εκδοχή στο είδος, στην εποχή της έκρηξης της ένοπλης βίας στο σχολικό περιβάλλον, φαινόμενο που απεικονίστηκε ευρέως στην ταινία «Ασυμβίβαστη Γενιά» (1995 /Τζον Ν. Σμιθ), συνδέοντας εγκληματικές συμμορίες και ραπ μουσική, με το σινεμά να παραμένει καθρέφτης της κοινωνίας.

Ακροβατώντας σε μια μοναχική ζωή ενός επαγγελματία δολοφόνου, ο στιβαρός Αφροαμερικάνος Γκοστ Ντογκ (Φόρεστ Γουιτάκερ), ως άλλος σύγχρονος σαμουράι, νιώθει τυφλή αφοσίωση στο αφεντικό του Λούι (Τζον Τορμέι), τσιράκι των τοπικών Ιταλών μαφιόζων, επειδή στην εφηβεία του, χρειάστηκε να τον σώσει από λιντσάρισμα, διαπράττοντας φόνο. Σύμφωνα με τον αρχαίο κώδικα των Σαμουράι, που ο Γκοστ Ντογκ έχει ενστερνιστεί και διαρκώς διαβάζει έκτοτε σαν ευαγγέλιο, γίνεται πιστός ακόλουθος του Λούι, δηλώνοντας ολόψυχα την ευγνωμοσύνη του. Φύλακας άγγελός του, τον ακολουθεί σαν φάντασμα, ως «πιστό σκυλί», και γίνεται ο προσωπικός του αδίστακτος εκτελεστής. Μέχρι τη στιγμή, που ο Γκοστ Ντογκ παίρνει εντολή να σκοτώσει για λογαριασμό της μαφίας, έναν δικό τους μαφιόζο, επειδή είχε κρυφή σχέση με την Λουίζ, την όμορφη κόρη του Αρχηγού Ρέι Βάργκο (Χένρι Σίλβα). Μετά την εκτέλεση, οι μαφιόζοι ζητούν από τον Λούι να σκοτώσει τον Γκοστ Ντογκ, ο οποίος είναι έτοιμος να πάρει μαζί του στον τάφο, όσους μπορέσει, μέχρι να υποταχθεί στη μοίρα του. Σε άλλο ένα οδοιπορικό μιας ηρωικής κατάβασης στην κόλαση, ο μοναχικός εκτελεστής επιχειρεί να παραμείνει πιστός στις αρχές του. Μοναδικός συνοδοιπόρος του ο φίλος του Ρεϊμόντ (Άιζακ ντε Μπανκολέ), ο χαμογελαστός γαλλόφωνος παγωτατζής της γειτονιάς, από την Ακτή Ελεφαντοστού, που εύστοχα παρομοιάζει τον φίλο του, με δυνατή και σοφή αρκούδα. Λίγο πριν το τέλος, ο Γκοστ Ντογκ γίνεται φίλος με την 8χρονη Περλίν (Καμίγ Γουίνμπους), η οποία κουβαλάει στο βαλιτσάκι του κολατσιού βιβλία, που διαβάζει μανιωδώς και ανταλλάσσει με τον επίσης βιβλιοφάγο Γκοστ Ντογκ, ως άλτερ έγκο του πρωταγωνιστή.

Μόνο ο Τζάρμους θα συνδύαζε σε γκανγκστερική ταινία αναφορές από την ιαπωνική κουλτούρα και το σινεμά του Κουροσάβα, ως τον Γκοντάρ και τη ραπ μουσική, στις τελευταίες μέρες ενός είδους που ξεπήδησε από το περιθώριο, όπως εύστοχα απεικονίζεται στη σκηνή ραπ αυτοσχεδιασμών στο πάρκο, καταλήγοντας όμως, ως άλλο ένα κερδοφόρο είδος της μουσικής βιομηχανίας.

Στην ταινία τα αποσπάσματα με τους κώδικες των σαμουράι, από το βιβλίο του 16ου αιώνα «Χαγκακούρε», του Γιαμαμότο Τσουνετόμο, που αναγράφονται στην οθόνη, ως βαρυσήμαντα γνωμικά, και διαβάζει ο πρωταγωνιστής, αποκαλύπτουν τη βασική αναφορά του Τζάρμους, το φιλμ νουάρ «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» (1967/Ζαν-Πιερ Μελβίλ), με γαλλικό τίτλο «Σαμουράι», ενώ εμπλέκονται και στοιχεία από την «Κινέζα» (1967/Ζαν-Λυκ Γκοντάρ), όπου όλοι διαβάζουν με μεγάλη αφοσίωση βιβλία.

Οι κώδικες τιμής των γουέστερν εισέρχονται σε μια γκανγκστερική ταινία μέσα από την αναφορά στην ιαπωνική κουλτούρα, με εκτεταμένη αναφορά στον σπουδαίο Ιάπωνα σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα, του οποίου οι «Επτά σαμουράι», (1954) μετατράπηκαν στο περίφημο αμερικάνικο γουέστερν «Και οι επτά ήταν υπέροχοι» (1960/Τζον Στάρτζες). Ωστόσο, στο «Ghost Dog» γίνεται αναφορά στην ταινία του Κουροσάβα «Ρασομόν» (1950), μέσα από το ομώνυμο βιβλίο του Ριουνοσούκε Ακουταγκάβα, στο οποίο είχε βασιστεί η ταινία, το οποίο περιφέρεται στην ταινία του Τζάρμους από χέρι σε χέρι, ενώνοντας τους χαρακτήρες σε ένα μοιραίο πεπρωμένο.

Ο προσωπικός χώρος του Γκόστ Ντογκ, στο δώμα, αποκαλύπτεται μέσα από διαδοχικά μετωπικά και σταθερά πλάνα στα διάσπαρτα πάνω στο τραπέζι όπλα, ανάμεσα σε αυτοσχέδιες ηλεκτρονικές πλακέτες και στις ράχες βιβλίων όπως «Ψυχή στον Πάγο» του Έλντριτζ Κλίβερ και «Αυτοπορτρέτο του Μάλκολμ Χ», φανερώνοντας διάθεση πολιτικής αμφισβήτησης. Ο σωματώδης Γκοστ Ντογκ εξασκείται μέσα από μεθυστικά πολλαπλά ντισόλβ, στο σπαθί και στις πολεμικές τέχνες, πάνω στην ταράτσα, με φόντο φουγάρα της βιομηχανικής περιοχής. Με αφρικανικά κοτσιδάκια και μαύρη αμφίεση, φοράει αρβύλες, στον αντίποδα των αθλητικών των ράπερ. Κυκλοφορεί νύχτα, με τα απαραίτητα εργαλεία σε μαύρο βαλιτσάκι, έτοιμος να διαρρήξει πολυτελή σπορ αμάξια για τις επαγγελματικές εξορμήσεις του, ενώ ακούει μουσικές από προσωπικές συλλογές σε cd, καθώς οδηγεί, όπως το φρι τζαζ «Nuba 1» (1979/Andrew Cyrille, Jimmy Lyons). Παρότι αφρικανικής καταγωγής, έχει ενστερνιστεί μια αρκετά διαφορετική από τη δική του κουλτούρα, σε μια διάθεση του αντιρατσιστή Τζάρμους να σχολιάσει τη φυλετική πανσπερμία της αμερικανικής κοινωνίας.

Το όνομα Γκοστ Ντογκ (σκύλος-φάντασμα) τον περιγράφει ως μυστηριώδη εκτελεστή ευέλικτο και αόρατο, μεταξύ ψευδώνυμου ενός ράπερ και μυστικιστικής διάθεσης με ταρκοφσκικές καταβολές, καθώς ένας σκύλος τον κοιτάζει κατάματα, σαν σημαδιακή προειδοποίηση. Στο «Ghost Dog» γίνεται λόγος για τα παρατσούκλια των Ιταλών μαφιόζων, των αυτοχθόνων Αμερικάνων Ινδιάνων, αλλά και των αφροαμερικάνων ράπερ, αναδύοντας μέσα από τον ανεκδοτολογικό χαρακτήρα τον ρατσισμό του περιθωρίου, όπως είχε επισημάνει και ο συμφοιτητής του Τζάρμους, Σπάικ Λι, στην ταινία του «Κάνε το σωστό» (1989).

Το ανεξίτηλο τραύμα από το άγγιγμα της βίας του εκφοβισμού του Γκοστ Ντογκ, το οποίο τον μετέτρεψε σε ζωντανό φάντασμα, μεταξύ εφιάλτη και ονείρου, αποκρυσταλλώνεται στη φράση-κλειδί στο «Χάγκακούρε»: «είναι καλή άποψη να δεις τον κόσμο σαν όνειρο, γιατί όταν βλέπεις εφιάλτη, ξυπνάς λέγοντας στον εαυτό σου πως ήταν ένα όνειρο».

Βαθιά ρομαντικός ο Τζάρμους παρουσιάζεται σκεπτικός απέναντι στη νεόκοπη κινητή τηλεφωνία, παρουσιάζοντας τον πρωταγωνιστή του να εκτρέφει και να εκπαιδεύει ταχυδρομικά περιστέρια στην ταράτσα, σε μια αναφορά και στο «Λιμάνι της αγωνίας» (1954/Ηλία Καζάν).

Η πρωτότυπη μουσική ανήκει στον ράπερ RZA (Robert Fitzerald Diggs), ο οποίος εμφανίζεται στην ταινία με στρατιωτική παραλλαγή και μεγάλο χρυσό σταυρό, στο θρυλικό χαιρετισμό του με τον πρωταγωνιστή.

Σε αντίθεση με τους μάγκες μαφιόζους του Σκορσέζε, οι παρακμιακοί μαφιόζοι του Τζάρμους εμφανίζονται υπέργηροι, μισογύνηδες, παρακολουθούν κινούμενα σχέδια στα όρια αποβλάκωσης, παραμένοντας βαθιά ρατσιστές, ως απολειφάδια αλλοτινής εποχής. Σαν εκδίκηση της γυφτιάς μοιάζει μετά από όλο το αιματοβαμμένο, σαιξπηρικής έμπνευσης, φονικό του τέλους, ηχηρή αναφορά και στην καταιγιστική εισβολή στον «Σημαδεμένο» (1983/Μπράιαν ντε Πάλμα), το γεγονός ότι το τιμόνι της εγκληματικής οργάνωσης πηγαίνει στην κόρη του αρχιμαφιόζου, την Λουίζ -παραπέμποντας με το καρέ, στην Λουίζ Μπρουκς- διαιωνίζοντας την πατροπαράδοτη οικογενειοκρατία. Η στιγμή μετάβασης της εξουσίας τελείται σε μια μονομαχία, που απηχεί τους κώδικες των γουέστερν, με την ομολογούμενη απ’ τον ήρωα σκηνή στο «Τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές» (1952/Φρεντ Τσίνεμαν). Ωστόσο, μπορεί εξίσου να μεταβιβαστεί στην επόμενη γενιά και ο σπόρος της αμφισβήτησης, πάντα διά μέσου της γνώσης, που συμβολίζουν τα βιβλία, με την μικρή Περλίν να διαβάζει το βιβλίο, που της δώρισε ο Γκοστ Ντογκ, πριν ξεψυχήσει μπροστά της.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!