Της σύνταξης του CONTROPIANO.
Ξεκίνησαν (εννοεί στις 20/11) οι εργασίες του Πρώτου Συνεδρίου της Ομοσπονδίας της Αριστεράς, που γεννήθηκε από τη σύμπτυξη της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (PRC), του Κόμματος Ιταλών Κομμουνιστών (PdCI), της οργάνωσης Σοσιαλισμός 2000 (Socialismo 2000) και της οργάνωσης Εργασία και Αλληλεγγύη.
Από τότε που ξεκίνησε αυτή η διαδικασία (τον Ιούλη του 2009) την παρακολουθήσαμε από πολύ κοντά, συμμετέχοντας ενεργά σε αυτή, γιατί θεωρήσαμε ότι έχει δυναμική και κινείται σε προοπτική ανασύνταξης της εναλλακτικής Αριστεράς και των κομμουνιστών της χώρας μας.
Καθώς σιγά-σιγά η προσπάθεια αυτή αποκτούσε σάρκα και οστά, επικρατούσαν απόψεις εντελώς διαφορετικές από εκείνες που είχαμε καταθέσει αρχικά στο διάλογο με αίσθημα ευθύνης. Η επανάληψη επιλογών των περασμένων χρόνων, που οδήγησαν την Αριστερά και τα κομμουνιστικά κόμματα στη φθορά και την κρίση, επανέφερε την ομοσπονδία στα ίδια μονοπάτια που δοκιμάστηκαν και απορρίφθηκαν στο παρελθόν. Η άποψη που κυριαρχεί σήμερα στην ομοσπονδία δεν μπορεί να δώσει πειστική απάντηση στο κομβικό ερώτημα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε τους τελευταίους μήνες, δηλαδή το κατά πόσο η αντικαπιταλιστική Αριστερά θα μπορέσει να έχει μέλλον και προοπτική στη χώρα μας, αν δεν καταφέρει να οριοθετήσει τον πολιτικό της χώρο, ανεξάρτητα από τη συμμαχία με το Δημοκρατικό Κόμμα (αντικειμενικά με όρους υποταγής σε αυτό) και ένα πιθανό αντιμπερλουσκονικό μέτωπο. Εντελώς αντίθετα με την πρότασή μας να οικοδομήσουμε μια ταξική πολιτική συλλογικότητα ανεξάρτητη από δικομματικές ή υποταγμένες στην κεντροαριστερά πρωτοβουλίες, οι εκπρόσωποι της Ομοσπονδίας διαβεβαιώνουν δημόσια ότι αυτή η προσπάθεια εντάσσεται στο πλαίσιο της συμμαχίας με το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) και με όλες τις δυνάμεις που θέλουν την πτώση και την αντικατάσταση της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι.
Οι εκπρόσωποι της Ομοσπονδίας επαναλαμβάνουν διαρκώς ότι αυτή θα είναι μόνο ένας εκλογικός σχηματισμός, χωρίς βλέψεις για συμμετοχή στην επόμενη κυβέρνηση, αλλά οι διαβεβαιώσεις αυτές χάνουν την αξιοπιστία τους από την «παγίδα» που ετοιμάζει το δίδυμο Βέντολα-Βελτρόνι, δύο επαγγελματίες υπονομευτές του ταξικού και κομουνιστικού κινήματος. Η κρίση και η ρήξη στο συνασπισμό της κυβέρνησης αποκαλύπτουν πως για τα μεγάλα συμφέροντα ο Μπερλουσκόνι έχει γίνει πια «ένας χάρτινος τίγρης» που πρέπει να αντικατασταθεί από μια ηγεσία πιο κοντινή στον Μοντετσέμολο (πρόεδρο του Συνδέσμου Βιομηχάνων) παρά στους φοροφυγάδες της Παντανίας, πιο υποτακτική στο νέο ευρωπαϊκό διευθυντήριο παρά στους καταχραστές της «Ιταλιούλας», που θα εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα των τραπεζών παρά της παραοικονομίας.
Τα τελευταία χρόνια, ο Μπερλουσκόνι αποτέλεσε την «ανεξάρτητη μεταβλητή» που αποδόμησε –στο όνομα των προσωπικών του συμφερόντων και αυτών ενός παρωχημένου νεοαστικού μπλοκ- την προσπάθεια καπιταλιστικής εξομάλυνσης της χώρας, που δρομολογήθηκε το 1992. Από την άποψη αυτή, το να θεωρούμε την πτώση του Μπερλουσκόνι σαν τον απώτερο στόχο των κοινωνικών συγκρούσεων και της δράσης ενός αντικαπιταλιστικού πολιτικού σχηματισμού σημαίνει να διαβάζουμε την πραγματικότητα εντελώς αποσπασματικά και αναχρονιστικά, διατρέχοντας τον κίνδυνο να «δουλεύουμε για το βασιλιά της Πρωσίας», επαναλαμβάνοντας για πολλοστή φορά τα τραγικά λάθη της Αριστεράς των τελευταίων 15 ετών. Λάθη που αποδείχτηκαν καταστροφικά για την Αριστερά, όχι μόνο στο επίπεδο της θεσμικής εκπροσώπησης αλλά και όσον αφορά την αξιοπιστία της στην κοινωνία.
Η Ομοσπονδία της Αριστεράς φαίνεται να βαδίζει ακριβώς πάνω στα βήματα και τη λογική που οδήγησαν την εναλλακτική Αριστερά της χώρας μας στη σημερινή κρίση. Είναι πολύ δύσκολο να υποστηρίξουμε ότι οι συμφωνίες παραίτησης και όλες οι απαράδεκτες κινήσεις, ο εκλογικός σχηματισμός Ουράνιο Τόξο, ο εκλογικός τακτικισμός, η λογική του μικρότερου κακού, η διαμεσολάβηση σαν προϋπόθεση και όχι σαν πιθανή κατάληξη μιας μάχης, την περίοδο αυτή, κατόρθωσαν να… αποφύγουν τα χειρότερα! Κάτι που αποδεικνύεται από τα πρόσφατα εκλογικά γκάλοπ, που εμφανίζουν τα κόμματα της Αριστεράς σε υποχώρηση, αλλά κύρια προβάλλουν ξεκάθαρα τη δυσκολία που αντιμετωπίζει η αντικαπιταλιστική Αριστερά να πείσει σαν πολιτική δύναμη προοπτικής, την ίδια στιγμή που φαίνεται να συρρικνώνεται ή απλά να επιβιώνει.
Η επιμονή με την οποία, εδώ και 15 μήνες, θέτουμε στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης -ακόμη και με την Ομοσπονδία- την πολιτική και ταξική ανεξαρτησία σαν προϋπόθεση για μια διαδικασία ανασύνθεσης, κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι μια άποψη και μια θεώρηση της πολιτικής που –όπως υποστηρίζουμε σε κάθε περίσταση- συνεπάγεται μια ριζική αλλαγή κουλτούρας και μια ενεργή στάση στο πλαίσιο των κοινωνικών συγκρούσεων. Διαφορετικά, τα θλιβερά εκλογικά αποτελέσματα θα καταγράφουν απλά μια επιβίωση σε βάρος μιας αισιόδοξης προοπτικής, μιας καθαρής ταυτότητας και μιας αποφασιστικής συμμετοχής στις κοινωνικές συγκρούσεις, που θα οξύνονται σαν αποτέλεσμα της κρίσης του καπιταλισμού.
Δεν έχουμε καμία διάθεση να σταματήσουμε το διάλογο με τις δυνάμεις που θέτουν σαν προτεραιότητα την ανοικοδόμηση ενός αντικαπιταλιστικού πολιτικού σχηματισμού και, μαζί με αυτές, –αν δείξει πραγματική διαθεσιμότητα- και με την Ομοσπονδία της Αριστεράς, υποστηρίζοντας αυτό για το οποίο δουλεύουμε σταθερά τα τελευταία χρόνια, δηλαδή την απαραίτητη και αναπόφευκτη σήμερα οικοδόμηση ενός πολιτικού φορέα των εργαζομένων και των κατώτερων στρωμάτων της χώρας μας. Ένα καθήκον που πρέπει να προωθήσουμε όχι μόνο για το ενδεχόμενο εκλογών, ξεκινώντας από αυτές που ήδη έχουν προκηρυχτεί για ορισμένες μεγαλουπόλεις την επόμενη χρονιά (Νάπολη, Μπολόνια, Τορίνο και Μιλάνο), αλλά κύρια για να αντιμετωπίσουμε τη δύσκολη πραγματικότητα και τις δραματικές επιπτώσεις της κρίσης στην κοινωνία.