Ας μην τα ξεχάσουμε όλα όσα συνέβησαν
Του Τάσου Βαρούνη
Όπως στρώνεις θα κοιμηθείς, λέει ο λαός. Ειπωμένο λιγότερο λαϊκά, αυτό που σήμερα διαφαίνεται ως αδιέξοδο είναι σε σημαντικό βαθμό συνέπεια επιλογών, πράξεων και παραλείψεων. Ένα επιτελείο στο Μέγαρο Μαξίμου αποφάσισε, σχεδίασε και υλοποίησε μια πολιτική απολύτως συγκεκριμένη, με τους αρμούς, τις στιγμές και τα μέσα της. Ακόμα κι αν οι εξελίξεις και τα ζητήματα που άνοιγαν ήταν καταιγιστικά και πρωτόγνωρα, αυτά αντιμετωπίστηκαν υπό ένα ορισμένο πρίσμα, μια οπτική αλλά και μια «ψυχούλα».
Είναι προφανές ότι το περιβάλλον είναι ασφυκτικό και αρνητικό, πράγμα όμως αναμενόμενο για οποιοδήποτε εγχείρημα αλλαγής της χώρας σε αυτές τις συνθήκες. Αυτό όμως δεν μπορεί να λειτουργεί ως άλλοθι. Όσο κι αν τα πράγματα δεν κρίνονται από το αποτέλεσμά τους, όσο κι αν οι προφητείες και οι αυτάρεσκες δικαιώσεις είναι παντελώς άχρηστες, όσο κι αν ακόμα προβάλλονται καθυστερημένες αντιλήψεις που θεωρούν πως «έχουν» τη λύση.
Επικοινωνιακά παιχνίδια
Για πολύ καιρό ο συσχετισμός δύναμης αφορούσε χειρισμούς, επικοινωνιακά παιχνίδια, κοινοβουλευτικές ισορροπίες, έξυπνες διαπραγματευτικές κινήσεις. Αντί να αποτυπώνεται στην πραγματική ισχύ, το κέρδισμα χώρων, τη συγκρότηση της κοινωνίας με βάση ιδέες, στις τομές και τους στόχους για τη χώρα, τις συμμαχίες σου. Αυτό σημαίνει ότι καταλαβαίνεις τη διαφορά της ιδεοληψίας από την ιδεολογία, της διαχείρισης των καταστάσεων από τη ριζοσπαστική πολιτική, της συνθηματολογίας από την οικοδόμηση, της προπαγάνδας από την προετοιμασία του πραγματικού κινήματος, την ανάπτυξη της λαϊκής δυναμικής και διαθεσιμότητας από το χειρισμό της, τη βαθιά κρίση πολιτικής εκπροσώπησης από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εκτός αν όλα αυτά είναι «γενικές θεωρίες», καλές για το αριστερό μας προφίλ αλλά άχρηστες στο σκληρό πεδίο της πραγματικής πολιτικής.
Έτσι, όσο κι αν το «τώρα τι κάνουμε;» κυριαρχεί, δεν μπορεί να καταργηθεί η ανασκόπηση. Όχι τόσο για καταλογισμό ευθυνών. Εξάλλου, αν όλα τα στραβά φορτώνονταν σε μια κυβέρνηση θα ήταν σαν να αποδεχόμαστε το ρόλο μας ως θεατές. Και βέβαια ούτε ως απλός απολογισμός πεπραγμένων χωρίς ερμηνείες. Αλλά για να ξέρουμε πού πατάμε. Το «τι δεν κάναμε και γιατί» είναι οδηγός για την όποια επόμενη μέρα. Αν οι συστημικές δυνάμεις εγκαλούνται για τα δεινά που δημιούργησαν, στην Αριστερά υπάρχει ένα ακόμα κριτήριο. Οι δυνατότητες που δεν αξιοποιήθηκαν αλλά σπαταλήθηκαν.
Μεγάλη στροφή
Εδώ και αρκετό καιρό προβάλλουμε από τις στήλες του Δρόμου την ανάγκη για μια μεγάλη πολιτική στροφή της κυβέρνησης. Όλα αυτά θα προϋπέθεταν την ανοιχτή και ειλικρινή ομολογία προς τον ελληνικό λαό ότι η ευκολία και η σιγουριά οι οποίες συνόδευαν τις κυβερνητικές δηλώσεις για τον «έντιμο συμβιβασμό» αποδείχτηκαν εκτός τόπου και χρόνου. Και βέβαια θα κατέληγε σε μια αλλαγή στάσης που θα έβγαζε από το επίκεντρο το «πάση θυσία συμφωνία» και τις μάχες των Eurogroup και θα αναμετριόταν ουσιαστικά με τους όρους και τα βήματα μετάβασης σε μια άλλη Ελλάδα που μονάχα ο αγωνιζόμενος λαός μπορεί να οικοδομήσει.
Μια πρόχειρη καταγραφή: Μετονομάσαμε την τρόικα σε «θεσμούς» ακριβώς τη στιγμή που αυτή έβγαζε δόντια. Στις 20 Φλεβάρη αποκλείσαμε τις «μονομερείς ενέργειες» και δεσμευτήκαμε για την πληρωμή όλων των υποχρεώσεών μας στους δανειστές. Σημαντικές θέσεις σε κυβέρνηση και κράτος στελεχώθηκαν από το παλιό και σάπιο πολιτικό σύστημα που ο κόσμος είχε απορρίψει. Βάλαμε για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Πάκη. Συνεχίζαμε να αποπληρώνουμε κανονικά τις δόσεις μας, στραγγίζοντας οικονομικά τη χώρα. Ανακαλύπταμε συμμάχους μία στον Ομπάμα, μία στο ΔΝΤ, μία σε κάποιον Ευρωπαίο εταίρο, καθησυχάζοντας διαρκώς τον κόσμο με μια καλή συμφωνία που «καθαρογράφεται». Η έρευνα για το χρέος έμεινε στα συρτάρια της βουλής. Τελικά προέκυψαν 47 σελίδες μνημόνιο που έκαναν τις περιβόητες «κόκκινες γραμμές» ανέκδοτο. Φάγαμε άκυρο από τους τοκογλύφους και προχωρήσαμε σε δημοψήφισμα. Πρωτοκλασάτα στελέχη το υπονόμευσαν χωρίς καμιά συνέπεια. Οι τράπεζες έκλεισαν χωρίς καμιά δυνατότητα ελέγχου. Μετά το συντριπτικό «όχι» συναντηθήκαμε στο συμβούλιο αρχηγών με όσους ο λαός είχε καταδικάσει για μια ακόμη φορά. Διώξαμε τον Βαρουφάκη γιατί δεν ήταν αποδεκτός στους «θεσμούς». Ερμηνεύσαμε το «όχι» ως εντολή για νέα διαπραγμάτευση. Οι προτάσεις μας διαρκώς χειροτερεύουν και ζούμε ήδη συνθήκες χρεοκοπίας. Να τα ξεχάσουμε όλα μιας και «το θέμα είναι τώρα τι λες» και πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε μνημόνιο και χρεοκοπία;