Τα ατιμώρητα κρατικά εγκλήματα και τη ντροπή όσων -ακόμα και Αριστερών- ήθελαν να ηγηθούν εκείνου του κράτους
Ο Φραντσέσκο Κοσίγκα (1928-2010) –που πέθανε στα μέσα Αυγούστου- ήταν ένας από τους πιο σκοτεινούς και αντιδραστικούς πολιτικούς της Ιταλίας και από διάφορες θέσεις -υπουργός Εσωτερικών, πρωθυπουργός, πρόεδρος της Δημοκρατίας- διαδραμάτισε έντονο και πρωταγωνιστικό ρόλο στο χτύπημα του λαϊκού και εργατικού κινήματος, στην ποινικοποίηση της πολιτικής πάλης, και, βεβαίως, στις πολιτικές προβοκάτσιες.
Τoυ Michele Franco
Καλά κάνουν και δημοσιεύουν φωτογραφίες και μαρτυρίες που καταγράφουν το (βρόμικο) ρόλο του δηλωμένου αντικομμουνιστή και νομικά κατοχυρωμένου δολοφόνου Φραντσέσκο Κοσίγκα.
Ειδικά οι νέες γενιές πρέπει να ξέρουν ότι ο επίτιμος πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας ήταν ένας ενεργός άνθρωπος του καπιταλιστικού κόσμου, ο οποίος δεν επέδειξε κανένα δισταγμό, σε αρκετές καμπές της ιστορίας αυτής της χώρας, στο να κάνει χρήση όλων των διαθέσιμων όπλων ενάντια στο κίνημα των εργαζομένων, τις πρωτοπορίες του και σε οποιονδήποτε τολμούσε να αμφισβητήσει το στάτους που προέκυψε έπειτα από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια αυτοκρατορική τάξη που αλυσόδενε την Ιταλία στις ΗΠΑ, στην ατλαντική πολιτική και στο σύνολο της ιμπεριαλιστικής και αμερικανικής δράσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι, κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’70, το όνομα του Κοσίγκα ήταν γραμμένο στους τοίχους των ιταλικών πόλεων με «Κ» όπως το «Amerikano» (σ.σ. «Κατάσταση Πολιορκίας»), που φέρνει στο νου μια πολύ καλή ταινία του Έλληνα σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά. Και δεν είναι τυχαίο ότι η καταγγελία του προσώπου του ήταν μια πολιτική αιχμή για όσους -κομμουνιστές και όχι μόνο- συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις εναντίον των νόμων εκείνων των ετών, που περιέστελλαν τις ελευθερίες και αποτελούσαν το εναρκτήριο λάκτισμα εκείνης της μακράς αυταρχικής ανασυγκρότησης του κράτους, των μηχανισμών του και των κανονιστικών του οπλοστασίων, των οποίων οι επιπτώσεις βαραίνουν ακόμα και σήμερα. Αλλά οι αχρειότητες του Κοσίγκα, των κυβερνήσεών του και όλου του καταπιεστικού πογκρόμ που ξέσπασε εκείνα τα χρόνια μπόρεσαν να επιβληθούν, εναντίον των μαχόμενων κινημάτων και όλης της κοινωνίας, όχι μόνο λόγω της άκρης της κάνης των πιστολιών της αστυνομίας και των καραμπινιέρων που ξαμολύθηκαν στις πλατείες ή μέσω της πολιτικής των γκλομπ, αλλά και χάρη στην ενθάρρυνση και στήριξη των ηγεσιών του τότε Κομμουνιστικού Κόμματος, που παρείχαν στους χριστιανοδημοκράτες και έπειτα σε αυτό το υβριδικό και καταστροφικό πείραμα που ήταν η «κυβέρνηση της αποχής» (το ΚΚΙ απείχε από το Κοινοβούλιο εξασφαλίζοντας ένα είδος στήριξης και ξεκινώντας την υλοποίηση της θεωρίας του Μπερλίνγκουερ για τον ιστορικό συμβιβασμό με τη Χριστιανική Δημοκρατία…).
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, είχε ήδη διανυθεί ένας μακρύς κύκλος εργατικών και λαϊκών αγώνων οι οποίοι έθεταν ανοιχτά όχι μόνο ένα προωθημένο πλαίσιο οικονομικών διεκδικήσεων, αλλά και εξέφραζαν, κυρίως, ένα ρεύμα πνευματικό και υλικό προς την εγκαθίδρυση νέων κοινωνικών σχέσεων. Στα εργοστάσια, στις σχολές, στις συνοικίες πραγματοποιούνταν μια σύνδεση μεταξύ μιας ολόκληρης γκάμας κοινωνικών κατακτήσεων και του θέματος της πολιτικής εξουσίας, νοούμενου ως ενός νέου και εφικτού προχωρημένου σταδίου διακυβέρνησης της κοινωνίας.
Απέναντι σε αυτό το τεράστιο και διαρθρωμένο κοινωνικό υπερκίνημα, το ΚΚΙ επέλεξε συνειδητά να μην απομακρυνθεί από τις σχέσεις με τις δυνατές εξουσίες του κεφαλαίου (εθνικού και διεθνούς) και στάθηκε ανοιχτά εναντίον κάθε επεισοδίου κοινωνικής αναταραχής. Μέσω ανθρώπων, όπως ο Pecchioli (ο λεγόμενος υπουργός Εσωτερικών του ΚΚΙ όχι τυχαία μετατράπηκε κι αυτός σε Pekkioli), το κόμμα του Μπερλίνγκουερ επέλεξε να ενωθεί με την Ιερή Συμμαχία ενάντια στη βία. Εκ των πραγμάτων η πάλη των τάξεων και η κοινωνική σύγκρουση ερμηνεύτηκαν με «ποινικούς» όρους και το ΚΚΙ έγινε -αντικειμενικά και, συχνά, υποκειμενικά- το μαντρόσκυλο της αστικής τάξης και του νεοπαγούς ιταλικού καπιταλισμού.Γι’ αυτό το θέμα έχουν γραφτεί πάρα πολλά, κάτι που αποδεικνύει με έντονο τρόπο πώς το ΚΚΙ καθόρισε, με την ad hoc συνεισφορά του, εκείνο το γενικότερο κλίμα καταστολής που ερήμωσε τους δρόμους και ευνόησε ένα επακόλουθο κύμα καπιταλιστικής αντεπίθεσης, κατά τη δεκαετία του ’80, που παρέσυρε τους ίδιους τους, υπό διάφορους τίτλους, μαθητευόμενους μάγους των γραφείων του ΚΚΙ. Ο θάνατος του Φραντσέσκο Κοσίγκα, επομένως, μας φέρνει στο νου το ρόλο και τη δράση μιας προσωπικότητας, της οποίας η μελλοντική θέση θα είναι σίγουρα, στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας, αλλά πρέπει να μας θυμίζει, επίσης, και πώς η δράση του ρεφορμισμού, όταν προκύπτει ανάγκη, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο όταν υπάρξει ακόμα και μονάχα ο υπαινιγμός για έναν άλλο κόσμο εφικτό, που δημιουργεί ενεργό κοινωνικό κίνημα και δράσεις.
Αυτή η δυναμική, όχι νέα στην ιστορία του Κομμουνιστικού Κινήματος (αρκεί να σκεφτεί κανείς την καταστροφική συμπεριφορά της σοσιαλδημοκρατίας στη Γερμανία τη δεκαετία του ’30 ή το ρόλο των επεμβατιστών στις παραμονές της 1ης ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης) επιδέχεται αντανακλάσεων, σίγουρα όχι αυτόματων ή γραμμικών, και μπορεί να αποφευχθεί μόνο με τη δημιουργία ενός σύγχρονου κομμουνιστικού υποκειμένου απαλλαγμένου από κάθε κρατικιστικό φετιχισμό, από κάθε ροπή προς τους θεσμούς, και έτοιμου για τις νέες και σύνθετες μορφές τις οποίες θα λάβει ο κοινωνικός ανταγωνισμός.
* Ο Michele Franco είναι μέλος της σύνταξης του Contropiano.