Στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2020 που συζητείται αυτές τις μέρες στη Βουλή είναι θεμελιώδες στοιχείο του η τεράστια μείωση των φορολογικών βαρών για την οικονομική ολιγαρχία και η θεωρητικά οριακή ελάφρυνση, στην πράξη νέα επιβάρυνση για τα λαϊκά στρώματα, αυξάνοντας έτσι το βαθμό αντιλαϊκότητας του φορολογικού συστήματος.
Στο προηγούμενο άρθρο αναλύσαμε την αντιλαϊκή βάση του νέου φορολογικού νόμου, με τις τεράστιες μειώσεις φόρων στα νομικά πρόσωπα, τους μετόχους των εταιρειών αλλά και γενικότερα τους έχοντες και κατέχοντες και τα ψίχουλα κοινωνικής ευαισθησίας της κυβέρνησης για τα λαϊκά στρώματα, (βλέπε άρθρο «Τι φέρνει ο νέος φορολογικός νόμος», Δρόμος, 7/12/2019). Στην παρούσα ανάλυση θα δούμε την πρακτική εφαρμογή τους με νούμερα όπως αποτυπώνονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό 2020.
Η αντιλαϊκή ανακατανομή των φόρων
Η κυβέρνηση μπορεί να ισχυρίζεται ότι με το νέο φορολογικό νόμο μειώνεται το φορολογικό βάρος κατά 1,2 δισ. ευρώ όμως στον προϋπολογισμό 2020 προβλέπονται επιπλέον φόροι ύψους 800 εκατ. ευρώ. Οι νέοι αυτοί φόροι προέρχονται κύρια από το πλέον αντιλαϊκό τμήμα της φορολογίας, τους έμμεσους φόρους. Οι νέοι έμμεσοι φόροι ανέρχονται σε 650 εκατ. ευρώ. Σημειώνεται εδώ ότι οι έμμεσοι φόροι είναι οι φόροι που πληρώνουμε με την αγορά αγαθών και υπηρεσιών (ΦΠΑ κ.λπ.).
Οι φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων προβλέπονται αυξημένοι κατά 320 εκατ. ευρώ. Την ίδια στιγμή οι φόροι για τα νομικά πρόσωπα (εταιρείες) μειώνονται κατά 450 εκατ. ευρώ. Τα μεγέθη αυτά σημαίνουν ότι τα φυσικά πρόσωπα, κυρίως τα λαϊκά στρώματα που πληρώνουν το μεγάλο τμήμα της φορολογίας φυσικών προσώπων, θα επιβαρυνθούν ακόμα περισσότερο για να μειωθούν οι φόροι των επιχειρήσεων και των μερισμάτων των ιδιοκτητών των επιχειρήσεων. Η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων μάλιστα εφαρμόζεται καθώς το 2019, επί των εισοδημάτων του οποίου θα εφαρμοστούν οι μειωμένοι φόροι, θα είναι το πέμπτο συνεχές έτος κατά το οποίο θα σημειωθεί αύξηση των επιχειρηματικών κερδών.
Στον αντίποδα τα λαϊκά εισοδήματα (μισθοί και συντάξεις) παραμένουν καθηλωμένα σε επίπεδα φτώχειας ή συνεχίζουν να μειώνονται (υποκατάσταση πλήρους απασχόλησης με μερική) και όμως αυτά τα εισοδήματα θα αποδώσουν περισσότερους φόρους. Πώς; Με το φοροκυνηγητό των τεκμηρίων, τα χαράτσια (φόρος επιτηδεύματος επαγγελματιών ανεξάρτητα αν υπάρχουν τα αναγκαία εισοδήματα) και της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης με μια σειρά τεχνάσματα. Να σημειώσουμε εδώ ότι έχουν συνυπολογιστεί πρόσθετα έσοδα ύψους 557 εκατ. ευρώ λόγω της «διεύρυνσης της φορολογικής βάσης» μέσω της δραματικής αύξησης των πληρωμών με πλαστικό χρήμα. Η εφαρμογή του μέτρου οδηγεί σε νέα μεγέθυνση των κερδών των τραπεζών από τις αναλογούσες προμήθειες επί των συναλλαγών (συνολικά οι πρόσθετες συναλλαγές θα είναι μερικές δεκάδες δισ. ευρώ) αλλά και στο κλείσιμο μιας σειράς μικρών επιχειρήσεων που δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν κάτω από το βάρος της φορολογικής αφαίμαξης.
Από τα παραπάνω μεγέθη της φορολογίας φυσικών και νομικών προσώπων γίνεται φανερό ότι τα ψίχουλα που υποσχέθηκε ως φορολογική ελάφρυνση η κυβέρνηση με το νέο φορολογικό νόμο έχουν γίνει ήδη «καπνός».
Τα οφέλη για τον επιχειρηματικό τομέα «συμπληρώνονται» από άλλα 123 εκατ. ευρώ που είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Τελικό αποτέλεσμα, αν και τα μνημόνια «τελείωσαν» τα λαϊκά στρώματα θα επιβαρυνθούν με 1,25 δισ. ευρώ νέους φόρους (800 εκατ. η καθαρή αύξηση συν 450 εκατ. η μείωση της φορολογίας επιχειρήσεων).
Μείωση κοινωνικών δαπανών και παροχών
Παρά τις «τυμπανοκρουσίες» της κυβέρνησης για κοινωνική ευαισθησία και μέτρα υπέρ των αδύναμων τα μεγέθη του προϋπολογισμού μαρτυρούν άλλα.
Οι κοινωνικές παροχές, όπως εγγράφονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό, από 1.945 εκατ. ευρώ το 2018 μειώθηκαν για το 2019 (επί ΣΥΡΙΖΑ) σε 261 εκατ. ευρώ και θα μειωθούν στο μισό, σε 134 εκατ. το 2020! Οι μεταβιβάσεις όπου το μεγάλο κονδύλι είναι οι συντάξεις και άλλες κοινωνικές δαπάνες από 28,7 δισ. ευρώ το 2018 μειώθηκαν σε 28 δισ. το 2019 και συνεχίζουν μειούμενες σε 27,8 δισ. το 2020. Ειδικά το ποσό για τις κύριες και τις επικουρικές συντάξεις είναι μειωμένο το 2020 κατά 192 εκατ. ευρώ. Η μείωση αυτή δείχνει το μέγεθος των «επεμβάσεων» που θα γίνουν στο συνταξιοδοτικό σύστημα με το νέο νόμο που προετοιμάζει η κυβέρνηση μετά την πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας για τις αναγκαίες «διορθώσεις» στο «Νόμο Κατρούγκαλου».
Ακόμα και για το υπέρ-πλεόνασμα η διαχείρισή του αποτελεί «κοροϊδία» για τα φτωχοποιημένα στρώματα της κοινωνίας. Η υπέρβαση του στόχου του πλεονάσματος κατά 436 εκατ. ευρώ δεν σημαίνει αυτόματη μετατροπή τους σε κοινωνικές παροχές. Μόνο ένα μικρό μέρος από αυτά, 175 εκατ. ευρώ, θα διατεθεί με τη μορφή του κοινωνικού μερίσματος (ύψος 700 ευρώ για 250.000 οικογένειες) με αυστηρές προϋποθέσεις και κριτήρια. Τα υπόλοιπα 261 εκατ. ευρώ θα κρατηθούν ως «απόθεμα»… και βλέπουμε τι θα προκύψει.
Συμπέρασμα
Οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. ισχυρίζονται ότι βγήκαμε από τα μνημόνια. Όμως τα μνημόνια υπάρχουν «ζουν και βασιλεύουν» καθώς εφαρμόζονται οι μνημονιακές πολιτικές. Ο στόχος των υψηλών πλεονασμάτων απαιτεί υψηλά φορολογικά έσοδα και μειωμένες δαπάνες. Ο νεοφιλελευθερισμός που υπηρετούν, σε διαφορετικό βαθμό, οι κυβερνήσεις Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί μείωση φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων για τον επιχειρηματικό τομέα και μεταφορά των βαρών στα λαϊκά στρώματα. Αυτό το έργο γίνεται πράξη και στον κρατικό προϋπολογισμό 2020.
Για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων
Όλο το πολιτικό σύστημα και η επιχειρηματική ελίτ μιλούν για την ανάγκη από ένα «κύμα» επενδύσεων που το οριοθετούν στα 100 δισ. για μια περίοδο τριετίας ή έστω πενταετίας. Και ενώ αυτά λένε στα λόγια τα έργα τους δείχνουν άλλα.
Το κυβερνητικό πρόγραμμα επενδύσεων, όπως απεικονίζεται στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) παραμένει καθηλωμένο εδώ και χρόνια. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται ανεξάρτητα αν κυβέρνηση είναι η Ν.Δ. ή ο ΣΥΡΙΖΑ. Το ΠΔΕ είναι ο εύκολος τρόπος για να επιτυγχάνονται τα υπέρ-πλεονάσματα. Κουτσουρεύουν το ΠΔΕ κατά το δοκούν ώστε να τους βγαίνουν τα νούμερα στο τέλος του έτους. Γι’ αυτό και οι σχετικές δαπάνες «υλοποιούνται» τον Δεκέμβριο κάθε έτους. Τώρα τι είδους επενδυτικό πρόγραμμα είναι αυτό που οι δαπάνες του υλοποιούνται τον τελευταίο μήνα του έτους (!) είναι ένα θέμα που μόνο τα μεγάλα «υπουργικά κεφάλια» το κατανοούν. Ακόμα όμως και έτσι τα μεγέθη είναι άκρως προβληματικά.
Η «βελόνα» του αρχικού ΠΔΕ έχει κολλήσει εδώ και χρόνια στα 6,75 δισ. ευρώ και δεν λέει να ξεκολλήσει. Και από αυτά τελικά εκτελείται μειωμένο κατά 10-20%. Έναντι του ανωτέρω στόχου το 2018 υλοποιήθηκαν 6,2 δισ. και το 2019 εκτιμώνται σε 6,15 δισ. Για το 2020 ο στόχος παραμένει ο ίδιος, 6,75 δισ. παρά τις διακηρύξεις της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού για επενδύσεις κ.λπ. Είναι σαφές και από τον κρατικό προϋπολογισμό ότι όταν λένε επενδύσεις, όταν καλούν τους ξένους να επενδύσουν εννοούν το «ξεπούλημα», το «πλιάτσικο» στην υπάρχουσα ελληνική δημόσια και ιδιωτική περιουσία. Δεν εννοούν, με τα έργα τους, την πραγματοποίηση νέων παραγωγικών επενδύσεων. Αυτό αποκαλύπτει για μία ακόμα χρονιά το ΠΔΕ, χωρίς να πάμε σε μεγαλύτερο βάθος για να αξιολογήσουμε ακόμα και αυτό το ανεπαρκές πρόγραμμα εάν και πως αξιοποιείται.