Του Σωτήρη Ρούσσου*
Πολλά ειπώθηκαν τελευταία για τη Συνθήκη της Λωζάνης, που με τόση βουή και πάθος (για να θυμηθούμε και τον Φώκνερ) επανέφερε στο προσκήνιο ο Τούρκος πρόεδρος. Εδώ θα δούμε ποιες παγκόσμιες και περιφερειακές αποκρυστάλλωσε αυτή η συνθήκη στην εποχή της και αν τελικά ήρθε η ώρα να αμφισβητηθεί – γιατί πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν υπάρχουν αιώνιες συνθήκες.
Πρώτον, η Λωζάνη ορίζει τα σύνορα της Τουρκίας, του κράτους δηλαδή που διαδέχθηκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά, προσοχή, δεν θεωρείται συνέχειά της. Χαράσσοντας με οριστικό τρόπο τα τουρκικά σύνορα, ουσιαστικά χαράσσει και τα σύνορα του πυρήνα της Μέσης Ανατολής, δηλαδή της Συρίας και του Ιράκ. Πρόκειται για την τελευταία φάση ενός παρατεταμένου 19ου αιώνα και της τεράστιας παγκοσμιοποίησης που συντελείται σε αυτόν. Η Μέση Ανατολή ενσωματώνεται πια πλήρως στο παγκόσμιο σύστημα με εργαλείο τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη στρατιωτική επέμβαση κυρίως των Βρετανών. Αυτή η ενσωμάτωση οδηγεί την περιοχή από το μοντέλο της αυτοκρατορίας των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων στο πολιτικό και ιδεολογικό μοντέλο του έθνους και του εθνικισμού. Οι αυτοκρατορίες της Δύσης ευνοούν τη διαμόρφωση δύο βασικών τάσεων στις περιοχές που ελέγχουν. Η μία είναι η ανάπτυξη τοπικών αραβικών εθνικισμών (συριακού, ιρακινού) και η άλλη η προνομιακή σχέση με συγκεκριμένες μειονότητες, καθιστώντας τες κλειδί για τον έλεγχο του στρατού και γενικότερα του κράτους (αλαουίτες στη Συρία, σουνίτες μουσουλμάνοι στο Ιράκ).
Εργαλείο ενσωμάτωσης της περιοχής στο παγκόσμιο σύστημα
Τόσο αυτές οι δύο αυτές τάσεις όσο και η ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού του Κεμάλ, που πηγαίνει χέρι-χέρι με το μεταρρυθμιστικό και εξίσου πατερναλιστικό εθνικισμό του Ρεζά Σαχ στο Ιράν, βοηθούν την ενσωμάτωση της περιοχής στο παγκόσμιο σύστημα (όπως το περιγράφει ο Ιμάνουελ Βαλερστάιν). Και οι δύο τάσεις απομακρύνουν τις κοινωνίες από τα ιδεολογικά και πολιτικά προτάγματα του παναραβισμού και της αραβικής ενότητας, τα οποία θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την αποικιοκρατική ενσωμάτωση της περιοχής στο παγκόσμιο σύστημα. Τα σύνορα που ορίζει η Συνθήκη της Λωζάνης αποτελούν ένα σταθερό πλαίσιο για την ανάπτυξή τους. Όσα αιτήματα αυτοδιάθεσης δημιουργούσαν κινδύνους διασάλευσης αυτού του σταθερού πλαισίου, όπως αυτά των Κούρδων και των πολύπαθων Αρμενίων, αγνοούνταν ή καταστέλλονταν χωρίς κανέναν δισταγμό. Ήταν μάλιστα τόσο ανθεκτική αυτή η συνοριακή/ιδεολογική περιχάραξη που ακόμη και προσπάθειες (ανεξάρτητα από τα κίνητρά τους) όπως αυτές του Νάσερ και του κινήματος Μπάαθ να την ανατρέψουν, επαναφέροντας το πρόταγμα της αραβικής ενότητας, απέτυχαν.
Παρά την αλλαγή που επέφερε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με την ανάδειξη των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ σε υπερδυνάμεις και την υποχώρηση των παλαιών αποικιοκρατικών δυνάμεων, της Βρετανίας και της Γαλλίας, η βάση της χάραξης δεν άλλαξε. Αντιθέτως, ο Ψυχρός Πόλεμος ήρθε να «καταψύξει» τη συνοριακή χάραξη. Τώρα πια τα σύνορα της Λωζάνης γίνονταν και ψυχροπολεμικά σύνορα. Η αλλαγή τους θα σήμαινε και σύγκρουση μεταξύ των υπερδυνάμεων. Δεν μπορούμε κατά τη διάρκεια του αμερικανο-σοβιετικού διπολισμού να διανοηθούμε μια αμφισβήτηση της ακεραιότητας της Τουρκίας, κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ, μέσω της κουρδικής αυτοδιάθεσης. Ούτε βέβαια περνούσε από το μυαλό κάποιου να αμφισβητήσει την ακεραιότητα της Συρίας ή του Ιράκ κατά την περίοδο της σοβιετικής επιρροής σε αυτά τα κράτη. Δεν είναι τυχαίο που ο πρώτος μεγάλος πόλεμος στην περιοχή, μεταξύ του Ιράκ και του Ιράν, ξεκινά όταν κυριαρχούν στην Τεχεράνη πολιτικές και ιδεολογικές δυνάμεις και δόγματα που αμφισβητούν τη βάση της συνοριακής διευθέτησης στη Μέση Ανατολή, δηλαδή τον τρόπο ενσωμάτωσης της περιοχής στο παγκόσμιο σύστημα.
Πώς μπήκε σε δοκιμασία η χάραξη της Λωζάνης
Ήδη μετά την κατάρρευση του διπολικού μοντέλου και τη νέα παγκοσμιοποίηση στα τέλη του 20ού αιώνα, η χάραξη της Λωζάνης θα δοκιμαστεί. Η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και η δημιουργία ενός οιονεί κουρδικού κράτος στο βόρειο μέρος της χώρας έθεσε σε δοκιμασία δύο βασικές προϋποθέσεις που συγκρατούσαν και στήριζαν τη χάραξη της Λωζάνης. Αναβίωνε την προοπτική αυτοδιάθεσης του κουρδικού έθνους, που είχε χαθεί με τις σφαγές των κουρδικών εξεγέρσεων από τον Κεμάλ και τη διάλυση της κουρδικής δημοκρατίας του Μαχαμπάντ από το Ιράν, το 1946. Επίσης, με τη διάλυση του μπααθικού-σανταμικού καθεστώτος οι Αμερικανοί απέκλειαν από τη διακυβέρνηση του Ιράκ τους σουνίτες μουσουλμάνους που, αν και μειονότητα, κρατούσαν μέχρι τότε τα κλειδιά του κράτους. Ο τοπικός ιρακινός αραβικός εθνικισμός δεν μπορούσε να αποτελεί πια την ιδεολογική και πολιτική στέγη των σουνιτών που, αποκλεισμένοι από τη νομή της εξουσίας, αναζητούσαν νέο στήριγμα στη θρησκευτική σχέση με τους ομόδοξούς τους σουνίτες της Συρίας.
Από την άλλη πλευρά, η σταθερή υποστήριξη της Δύσης στους αντικαθεστωτικούς στη Συρία και η αποδοχή της δράσης ορισμένων σουνιτικών τζιχαντιστικών οργανώσεων και της χρηματοδότησής τους από τη Σαουδική Αραβία και τις μοναρχίες του Κόλπου απειλεί την μειονότητα των αλαουιτών, οι οποίοι αποτελούν την κύρια δεξαμενή στελεχών και τον βασικό βραχίονα του ασαντικού καθεστώτος. Συνεπώς, οι βασικές προϋποθέσεις που συγκρατούσαν τη χάραξη της Λωζάνης στη Μέση Ανατολή αποτελούν ήδη παρελθόν, με μάλλον αδύνατη την ανακατασκευή τους. Η περίπτωση του Ιράκ μετά την αμερικανική εισβολή δείχνει ακριβώς τις ανυπέρβλητες δυσκολίες στην ανασυγκρότηση των παλαιών σταθερών στις οποίες βασίζονταν τα κράτη που όρισε η Λωζάνη.
Η Τουρκία του Ερντογάν διεκδικεί την οθωμανική συνέχεια
Αλλά ακόμη και στην περίπτωση της Τουρκίας ήταν προφανές, ήδη από τη δεκαετία του 1990, ότι ο κεμαλικός εθνικισμός δεν είχε τα «κότσια» για ένα νέο κοινωνικό, οικονομικό και ιδεολογικό μετασχηματισμό, ώστε να εντάξει την Τουρκία στο παγκόσμιο σύστημα του 21ου αιώνα. Χρειαζόταν ο δυναμισμός των «ισλαμοκαλβινιστών», της ευσεβιστικής μουσουλμανικής μεσαίας τάξης που είχε τα λεφτά, είχε τον πληθυσμό, είχε πια τη σύνδεση με το διεθνές κεφάλαιο, αλλά δεν είχε το μερίδιο που της άξιζε στο κράτος. Αυτή η τάξη θα φέρει και θα κρατήσει στην εξουσία τον, χωρίς αμφιβολία, χαρισματικό Ερντογάν, και θα διεκδικήσει τη μερίδα του λέοντος στο κράτος. Για να το κάνει αυτό δεν μπορεί να ταυτιστεί με την κεμαλική Λωζάνη. Θα πρέπει να «βουτήξει» στην οθωμανική συνέχεια και να απορρίψει τον πολιτικό πυρήνα της Λωζάνης, ότι δηλαδή η Τουρκία είναι ένα νέο κράτος που δεν διαδέχεται την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή όπου το παγκόσμιο σύστημα δεν είναι σταθερό με αποκρυσταλλωμένες ιεραρχίες, αλλά μια υπερεθνική οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική διεκδίκηση ηγεμονίας από κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες (τοπικούς, περιφερειακούς και παγκόσμιους). Σε ένα τέτοιο σύστημα, η ύπαρξη περιοχών με συγκεχυμένα σύνορα και «δυναμικές» κυριαρχίες δεν αποτελεί ανωμαλία. Σημαίνει αυτό την άμεση κατάρρευση της Συνθήκης της Λωζάνης και την καταφυγή στη βία ή στην απειλή χρήσης βίας; Μάλλον όχι. Αυτό που θα βλέπουμε θα είναι μια βαθμιαία, κάποτε αργή και κάποτε δραματικά επιταχυνόμενη διάβρωση των συμφωνιών αυτών, που ίσως μοιάζει με την παρακμή αυτού που αντικατέστησε, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
* Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr