Ενδείξεις μιας άλλης αφήγησης για την ανθρώπινη ύπαρξη
Σύμφωνα με τους Tajfel και Turner (1979), η κοινωνική ταυτότητα αποτελείται από εκείνες τις όψεις της αυτοεικόνας ενός ατόμου που προέρχονται από τις κοινωνικές κατηγορίες ή ομάδες στις οποίες θεωρεί το άτομο ότι ανήκει. Συναρτάται, δηλαδή, η κοινωνική ταυτότητα με την αίσθηση του ανήκειν και την εικόνα που σχηματίζει κανείς για τον εαυτό του εξ’ αιτίας αυτής της υπαγωγής του.
Με την έννοια αυτή, ελληνική κοινωνική ταυτότητα είναι εκείνες οι εικόνες που έχει κανείς για την «πάρτη» του εξ’ αιτίας της ένταξης του στην ελληνική κοινωνία, εξ’ αιτίας της όποιας ελληνικότητας του, δηλαδή. Και εδώ αρχίζουν τα ζόρικα, γιατί μπορεί εύκολα να αντιληφθεί κανείς ένα πλήθος αρνητικών εικόνων που αναδύονται μόνο στο άκουσμα «ελληνική ταυτότητα», ως συνεπαγόμενα αυτής της υπαγωγής, ιδιαίτερα μάλιστα αν αφήσουμε στην άκρη τις εξωραϊστικές προγονοπληξίες και τα συναφή.
Προφανώς, άμεση συνέπεια της βίωσης αυτής της αρνητικής εικόνας είναι η επιδίωξη διαφυγής από τη συλλογική ελληνική ταυτότητα, αφού αυτή συναρτάται με μια αρνητική εικόνα για τον εαυτό και οδηγεί άμεσα στην αρνητική αυτοεκτίμηση. Επειδή μάλιστα η αρνητικότητα της ελληνικής ταυτότητας σχηματίζεται ιδιαίτερα στη σύγκριση της με την ευρωπαϊκή ταυτότητα -και το αποτέλεσμα της σύγκρισης δεν μπορεί παρά να είναι αρνητικό- προσφέρεται αυτή (η ευρωπαϊκή ταυτότητα) ως η μοναδική διέξοδος ένταξης, ώστε να ανακουφιστούν οι αρνητικές συνέπειες της πρώτης (ελληνικής ταυτότητας). Σε ατομικό επίπεδο είναι γνωστή η παθολογία ικανοποίησης της πυρηνικής ανάγκης του ανήκειν, με την απόρριψη της βιολογικής -τραυματικής συνήθως- οικογένειας και την ένταξη του ατόμου σε σχήματα (ομάδες, συλλογικότητες, ιδεολογίες, θρησκείες, κατανάλωση κ.λπ.) ως υπερ-αναπλήρωση.
Κάπως έτσι, ο νεοέλληνας επιδιώκοντας να αποκτήσει και να διατηρήσει μια θετική κοινωνική ταυτότητα η οποία να συμβάλλει θετικά στην αυτοεκτίμηση του, υιοθέτησε, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, την ευρωπαϊκή ταυτότητα ως υποκατάστατο της ελληνικής που έχει τρωθεί… αφού δεν περάσαμε Διαφωτι(ζ)μό!
Είναι όμως πραγματικά αυτή η ελληνική ταυτότητα τόσο αρνητική, ή λαμβάνει αυτό το πρόσημο από τις κυρίαρχες μεταπρατικές ελίτ, προκειμένου να καταστεί εφικτή η πολιτισμική κυριαρχία του δυτικού κοσμοείδωλου και να διευκολυνθεί η αποικιοκρατική διείσδυση; Και εν πάση περιπτώσει τι είναι, αν είναι κάτι, αυτή η ελληνική ταυτότητα, γιατί -και μεθοδολογικά- έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δει κανείς αν αυτό το οποίο αξιολογείται αρνητικά είναι πράγματι η ελληνική ταυτότητα ή κάτι φαντασιώδες άλλο. Η διάκριση αυτή γίνεται μάλιστα εξόχως σημαντική, όταν αντιληφθεί κανείς ότι η ευρωπαϊκή ταυτότητα, στην παρούσα φάση, είναι άμεσα συναρτώμενη με την Τ.Ι.Ν.Α. των Μνημονίων και του ευρώ. Με άλλα λόγια, η πρόσδεση στην ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι τόσο ισχυρή ώστε καθιστά αδιανόητη -για πολλούς- την αποδέσμευση από τους παγιδευτικούς μηχανισμούς των Μνημονίων, μιας και κάτι τέτοιο φαίνεται να συνεπάγεται και την απώλεια της ευρωπαϊκής -και άρα μοναδικής – ταυτότητας.
Αναδύεται έτσι η κρισιμότητα αναζήτησης μιας ελληνικής ταυτότητας και της δυνατότητας να αποκαταστήσει την απώλεια της ευρωπαϊκής. Έτσι -και με όσο αφαιρετικό αφορισμό συνεπάγεται αναγκαστικά η ανάλυση αυτού του κεφαλαιώδους ζητήματος σε ένα άρθρο- θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς αν τα χαρακτηριστικά που κατατίθενται παρακάτω θα μπορούσαν να ορίσουν έστω θολά το περίγραμμα μιας σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας και μάλιστα με θετικό πρόσημο. Τα χαρακτηριστικά αυτά, προκύπτουν από μια πυρηνική αρχή της ελληνικής κοινωνίας, που εμφανίζει, λίγο ως πολύ, μια συνεπή διαχρονικότητα, μόλο που στην μεταπολιτευτική περίοδο η αρχή αυτή υπέστη σημαντικά πλήγματα.
Σύμφωνα με τη θεμελιακή αυτή αρχή, κυρίαρχη στην κουλτούρα των κατώτερων τάξεων της Ελλάδας, είναι η αντίληψη ότι η συνοχή της Κοινότητας και η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της είναι υπέρτερη της ατομικής προόδου, αλλά και της κοινωνικής κινητικότητας που προτείνει-επιβάλλει το καπιταλιστικό φαντασιακό. Έτσι, από τη μια, δεν αναγνωρίζεται ως υπέρτερη αρχή όλων η ατομοκεντρική χρησιμοθηρία και αποτελεσματικότητα, αλλά, και από την άλλη, το μέλος της Κοινότητας δεν υποχρεώνεται σε μια κολλεκτιβιστική σύνθλιψη κάτω από το βάρος της συλλογικότητας. Πρόκειται για μια σπουδαία ισορροπία κυριολεκτικά ανάμεσα στο εγωτικό ναρκισσιστικό άτομο και στο δυναστικό «εμείς». Απ’ αυτήν τη δυναμική αρχή πηγάζουν τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά της ελληνικότητας, της ιδιότητας δηλαδή του ανήκειν στην ελληνική κουλτούρα, δίχως προφανώς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλες σχετικές ή αντίστοιχες κουλτούρες, ιδιαίτερα στο βαλκανικό-νοτιοανατολικό χώρο, με τις οποίες η ελληνική συναντιέται και αλληλοεπιδρά. Δεν διεκδικεί, δηλαδή, δάφνες περιούσιας κουλτούρας, μολονότι θα μπορούσε να συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας μετανεωτερικής παγκοσμιότητας.
Η ελληνική ταυτότητα, λοιπόν, σημαίνει και σημαίνεται στο βαθμό που:
1 Μια τανυσμένη ευαισθησία -και όχι μια «χοντροπετσιά»- μας κάνει πιο προσεκτικούς σε σχέση με το περιβάλλον μας και λιγότερο στραμμένους σε μια κλειστή ενδοσκόπηση του εαυτού.
2 Έχουμε την τάση να επιλέγουμε δίχως να είμαστε εξονυχιστικά προσηλωμένοι και εξόχως προσεκτικοί, βαστώντας πάντα ένα μικρό κομμάτι ευέλπιδος απερισκεψίας, συναρτημένο με το μυστήριο της ίδιας της ζωής.
3 Σκεφτόμαστε πιο πολύ τις επιθυμίες και κάπως λιγότερο τα εκάστοτε δεδομένα, αρνούμενοι την υποδούλωση σε έναν ντετερμινιστικό ψυχαναγκασμό.
4 Στις δύσκολες καταστάσεις είμαστε -τις πιο πολλές φορές- περισσότερο συμπονετικοί και λιγότερο άπονοι.
5 Οι δραστηριότητες μας δεν είναι πάντα αυστηρά προγραμματισμένες και κρατάμε οικειοθελώς απ’ έξω ένα μικρό κομμάτι «έκπληξης».
6 Μας αρέσει πιο πολύ η τέχνη που χρησιμοποιεί αλληγορίες (για «άλλα» αγορεύει) και συμβολισμούς και λιγότερο αυτή που λέει ξεκάθαρα τι εννοεί.
7 Δεν θεωρούμε αναγκαίο να είμαστε πάντα βέβαιοι ότι όλα τα πράγματα είναι προγραμματικά τακτοποιημένα και μπορούμε να αφήνουμε και κάποια πράγματα απλά να συμβαίνουν φυσικά.
8 «Γουστάρουμε» τον εαυτό μας πιο πολύ για τη ζωηρή φαντασία του, παρά για τον ισχυρό έλεγχο που πιστεύει ότι μπορεί να έχει πάνω στην πραγματικότητα.
9 Προτιμούμε να είμαστε μάλλον φιλεύσπλαχνοι παρά ακριβο-δίκαιοι.
10 Προσδοκούμε από τον εαυτό μας να επιδεικνύει μεγαλύτερη αντοχή στα συναισθήματα παρά περισσότερη δύναμη στη θέληση.
11 Είμαστε «εύκολοι» στο να μας προσεγγίσουν οι Άλλοι αρνούμενοι την ανέραστη επιφυλακτικότητα και την νοσηρή καχυποψία.
12 Μπορούμε να εργαζόμαστε χωρίς να θεωρούμε απαραίτητα τα «μαστίγια» των ορίων και των προθεσμιών.
13 Είναι στιγμές που μπορούμε να είμαστε κάπως ευφάνταστοι, χωρίς την αναγκαστική υποχρέωση να γινόμαστε όλο και πιο συχνά εντελώς πρακτικοί άνθρωποι.
14 Νοιώθουμε πιο άνετα όταν αξιολογούμε τα πράγματα γύρω μας και όχι όταν κριτικάρουμε τους άλλους.
15 Αν έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα στα δυο, προτιμάμε να είμαστε εύπιστοι παρά σκληροί.
16 Η αλληλεπίδραση με τον «ξένο» όχι μόνο δεν μας επιβαρύνει με επιφυλάξεις, αλλά μας ενεργοποιεί.
17 Νοιώθουμε περισσότερο ικανοποιημένοι με μια δουλειά σε εξέλιξη, παρά με το τελικό αποτέλεσμα της.
18 Είμαστε περισσότερο θεωρητικοί και λιγότερο πραγματιστές, γι’ αυτό και δεν «πατάμε διαρκώς στη γη», αλλά μερικές φορές αισθανόμαστε κάπως αφηρημένοι.
19 Στις έντονες συζητήσεις μας δεν «στηλώνουμε τα πόδια», αλλά ψάχνουμε το κοινό έδαφος.
20 Επηρεαζόμαστε περισσότερο από μια αληθινή και συγκινητική έκκληση, παρά από τα πειστικά αποδεικτικά στοιχεία.
21 Θεωρούμε τον εαυτό μας περισσότερο καλό συνομιλητή και λιγότερο καλό ακροατή.
22 Πιστεύουμε ότι όταν τα παιδιά παίζουν εξασκούν τη φαντασία τους και δεν χάνουν απλά την ευκαιρία να κάνουν χρήσιμα και ωφέλιμα πράγματα.
23 Στη δουλειά μας θεωρούμε πιο φυσικό να ευχαριστούμε τους άλλους, παρά να εντοπίζουμε τα λάθη τους.
24 Μας χαρακτηρίζει περισσότερο το βιωμένο μας συναίσθημα και όχι η λογική σκέψη μας.
25 Μας ενδιαφέρει περισσότερο τι είναι εφικτό, δυνατόν και όχι τι είναι πραγματικό.
26 Εμπιστευόμαστε περισσότερο ό,τι βεβαιώνει η εμπειρία μας και όχι ό,τι αντιλαμβάνεται η νόηση μας.
27 Όταν πρόκειται να απογοητεύσουμε κάποιον είμαστε περισσότερο ζεστοί και διακριτικοί, παρά σταράτοι και «ειλικρινείς».
28 Θεωρούμε μεγαλύτερο λάθος να είναι κανείς πολύ απαθής, παρά πολύ συμπονετικός.
29 Οι ενέργειες μας δεν είναι πάντα προετοιμασμένες, καθώς υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις αυθορμητισμού.
30 Εκτιμούμε ότι η κοινή λογική δεν είναι πάντα αξιόπιστη και είναι μάλιστα συχνά αμφισβητήσιμη.
31 Θεωρούμε ότι είναι καλύτερη φιλοφρόνηση «αυτός είναι ένας άνθρωπος με συναίσθημα», παρά «αυτός είναι ένας λογικός άνθρωπος».
32 Προτιμούμε συνήθως πράγματα που βρίσκονται στην αρχή του σχεδιασμού τους, παρά πράγματα που είναι παγιωμένα και αποφασισμένα.
33 Θεωρούμε σημαντικότερο για τον εαυτό μας να είμαστε αφοσιωμένοι, παρά να είμαστε λογικοί.
34 Δεν είμαστε επιρρεπείς στο να μας καταβάλλουν οι καταστάσεις και τα πράγματα, αλλά αναζητούμε διαρκώς νέες δυνατότητες
35 Πιστεύουμε ότι οι οραματιστές και οι θεωρητικοί δεν είναι επικίνδυνοι ή κάπως «ενοχλητικοί», αλλά αντιθέτως ότι είναι συναρπαστικοί άνθρωποι
36 Θεωρούμε χειρότερο να βρίσκεται κανείς σ’ ένα τέλμα, από το να «πετάει στα σύννεφα».
37 Έχουμε την τάση να είμαστε περισσότερο χαλαροί, παρά βιαστικοί.
38 Θεωρούμε τον εαυτό μας περισσότερο καλόκαρδο, παρά περισσότερο ορθολογιστή.
39 Πιστεύουμε ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν φτάνουν και δεν περισσεύουν από μόνα τους, αλλά ότι απλά απεικονίζουν κάποιες βασικές αρχές.
40 Έχουμε την τάση να προσέχουμε, όχι τόσο την αποδιοργάνωση, όσο την ευκαιρία για τις αλλαγές.
41 Πιστεύουμε πως δεν πρέπει παντού να ζητάμε το χρήσιμο και το αναγκαίο, γιατί υπάρχουν και υπέρτερα πράγματα.
42 Στην αντίληψη μας συστήνουμε “έθνος” με βάση το ήθος-έθος και όχι αγέλη customers με βάση το custom.
43 Οι βεβαιότητες μας στηρίζονται στην υπαρξιακή πληρότητα που φέρουμε (πληρο-φορία) και όχι στον τύπο της οργάνωσης μας (in-form-ation).
44 Επειδή δεν μας φτάνουν οι ατομικές συσχετίσεις και συγκρίσεις, επιχειρούμε προσωπικές σχέσεις με τους Άλλους.
45 Η Δημιουργία μας δεν είναι ευκαιρία ματαιόδοξης αυταρέσκειας, αλλά είναι Έργο του Δήμου.
46 Τα σύμβολα μας δεν είναι αφορμή διαχωρισμών, αλλά ευκαιρία να συν-βάλλουμε, να βάλουμε μαζί, δηλαδή.
47 Η αμαρτία δεν είναι η απόκλιση από έναν κανόνα, αλλά η αστοχία απ’ την αλήθεια μας.
48 Η αλήθεια μας δεν έχει να κάνει με την καθαρότητα και τη γνησιότητα που ζητάει το λατινικό verus, verita, αλλά με ό,τι δεν «λανθάνει», δηλαδή με ό,τι δεν περνάει απαρατήρητο. Ως εκ τούτου, επίσης η αλήθεια για μας δεν έχει να κάνει με το «αντικειμενικό», «πλειοψηφικό» και «μεγαλειώδες» του “very” αλλά με το κοινωνικό γεγονός ότι όλοι έχουν την ίδια γνώμη και ο καθένας είναι έτοιμος να την επιβεβαιώσει.
49 Οι νόμοι μας δεν είναι law, δηλαδή lay, δηλαδή υποτάσσουν, «βάζουν κάτω», αλλά ως νόμοι νέμουν, κατανέμουν και απονέμουν.
50 Δεν είμαστε άτμητα άτομα, παραμυθιασμένοι ότι μπορούμε να υπάρξουμε από μόνοι μας, αλλά πρόσωπα, δηλαδή με την όψη στραμμένη, σε αναφορά, σε σχέση, προς τον Άλλο.
51 Η Δημοκρατία μας δεν απλά res publica (δημόσιο πράγμα), αλλά κράτος-εξουσία του Δήμου.
52 Η λειτουργία μας δεν είναι function-fungi (εκτέλεση-επίδοση), προσανατολισμένη με κάθε κόστος στο τελικό αποτέλεσμα, αλλά «έργο του Λαού».
53 Ο Χρόνος, αν υπάρχει, δεν είναι μια ατέλειωτη γραμμική πρόοδος με φορά από το παρελθόν στο μέλλον, αλλά μια κύκλια κίνηση, μια αεικίνητος ταυτοκινησία.
Ο κατάλογος των ταυτοτικών χαρακτηριστικών της ελληνικότητας, προφανώς δεν είναι εξαντλητικός -και μερικά από τα παραπάνω ενδεχομένως μόλις που ψηλαφίζονται πια στα απομονωμένα χωριά της υπαίθρου ή στα υποβαθμισμένα προάστια της μητρόπολης- είναι όμως ενδεικτικός ενός τρόπου να καταλαβαίνει κανείς τα πράγματα, ενός πολιτισμού δηλαδή, στον αντίποδα, μάλιστα, της κυρίαρχης χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης. Μένει να αναρωτηθεί ο αναγνώστης (και ο συγγραφέας προφανώς) για το βαθμό υπαγωγής του σ’ αυτό το αξιακό σύστημα, καθώς επίσης και για το εύλογο ή όχι αρνητικής φόρτισης αυτής της αντίληψης ή οποία, αν μη τι άλλο, φαίνεται εξόχως απειλητική για την κυρίαρχη κουλτούρα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής