του Βασίλη Κεχαγιά
Αφήνεις πίσω κάτι παράγκες, οι οποίες υποδύονται το τελωνείο από την πλευρά του Νεπάλ, προκειμένου να εισέλθεις στην έκταση του Θιβέτ. Έχεις προσπεράσει έναν ελικοειδή λασπόδρομο, που με τη σειρά του υποδύεται τον «Αυτοκινητόδρομο (highway, ναι έτσι τον αποκαλούνε) της ειρήνης», από αυτούς που βλέπεις στα ντοκιμαντέρ του National Geographic να παιδεύουν τους φορτηγατζήδες. Συχνά πυκνά οι λάσπες του γίνονται απαγορευτικές για η διέλευσή του, δίπλα στην ενδεχόμενη απαγόρευση εισόδου στη γη του βουδιστικού μοναχισμού, αν μια λεπτομέρεια –ακόμη και η εμφάνισή σου– σταθεί εμπόδιο για την απόκτηση της βίζας. Αυτοπρόσωπη παρουσία και πέντε έξι μέρες αναμονής αποτελούν ένα μικρό, πρώτο, κόσκινο, για την κινεζική γραφειοκρατία.
Μπροστά σου ένα ογκώδες, τετραγωνισμένο κτίριο, με το κινεζικό κίτρινο αστέρι, στο γνώριμο κόκκινο φόντο, να υποδεικνύουν ποιός κάνει κουμάντο στην περιοχή. Εδώ τα πράγματα αποκτούν «επαγγελματικό» χαρακτήρα στο σκανάρισμά σου από τις πάμπολλες κάμερες και στην ανασκάλευση των αποσκευών: κάθε βιβλίο δυτικής κουλτούρας, κι ακόμη περισσότερο βουδιστικής αναφοράς, κρίνεται ανεπιθύμητο και μένει για πάντα στα σύνορα. Άλλωστε, σε περίπτωση που έχεις ξεμείνει από βενζίνη γνώσεων, πρόκειται για το μόνο όριο μεταξύ δύο χωρών στον πλανήτη που αντί για duty free ποτών και καλλυντικών διαθέτει κάτι ανάλογο σε βιβλιοπωλείο. Αρκεί να γνωρίζεις κινέζικα… Λίγο παρά ‘κει μεγάλες νταλίκες με πολυτελή τζιπ για φορτίο περιμένουν υπομονετικά. Λογικά, θα διασχίσουν το δρόμο από τον οποίον έφθασες ως εκεί, με προορισμό το Κατμαντού και την Ινδία. Παράλογο, ωστόσο…
Φαίνεται πως πάνω και από το κινέζικο δόγμα «one road, one belt», το οποίο συμπεριλαμβάνει τη συγκεκριμένη οδό ως κομμάτι του «δρόμου του μεταξιού», προέχει η θωράκιση του Θιβέτ από ανεπιθύμητους επισκέπτες, ιδίως δυτικής καταγωγής, με έφεση στις ανατολικές θρησκείες και δη στο βουδισμό. Δεν είναι καιροί για αιτήματα ανεξαρτησίας, από τη στιγμή που μιλάμε για « κινεζική αυτόνομη περιοχή».
Ένα «βιομηχανικό» οροπέδιο
Μπορεί η Δύση να μυθοποιεί το Θιβέτ ως περιοχή ύψιστης πνευματικότητας, με φιλμικές κατασκευές, είτε διαμένοντας «Επτά χρόνια στο Θιβέτ» είτε σκαλίζοντας το παρελθόν του «Μικρού Βούδα» και του σκορσεζικού «Κουντούν», ωστόσο –παραφράζοντας έναν άλλον σκορσεζικό τίτλο– « Ο Δαλάι Λάμα δε μένει πια εδώ». Με την καλοστρωμένο άσφαλτο να διαδέχεται τη νεπαλέζικη στροφοδίνη των Ιμαλαΐων, γρήγορα καταλαβαίνεις ότι το μαγικό θιβετιανό οροπέδιο υπακούει, πλέον, στους νόμους του κινεζικού εκσυγχρονισμού. Όσο να αρχίσει το μάτι να ανασαίνει σε μια χαρισματική απεραντοσύνη του ορίζοντα, η αναπνοή αρχίζει να εμφανίζει εμπλοκές: όχι μόνον από το αραιό οξυγόνο της ατμόσφαιρας, αλλά και από την πυκνότητα των έργων βιομηχανικού ή λατομικού χαρακτήρα. Σκαψίματα και καλώδια «μολύνουν» τη θέα, αλλά τα χιονισμένα Ιμαλάια θα αποτελούν για πάντα τη «στέγη του κόσμου» και την προστασία του πλανήτη από τις ανθρώπινες πληγές. Λένε οι ντόπιοι πως οι Κινέζοι το πρωί εξορύσσουν τα «νόμιμα», το βράδυ η σκαπάνη χτυπάει βαθύτερα στρώματα και οι μεταφορές πολύτιμων μετάλλων γεμίζουν τις καρότσες των φορτηγών .
Γύρω και πάνω από τα χωριά, που αγωνίζονται να διατηρήσουν την παραδοσιακή εικόνα τους και τον αγροτικό ή κτηνοτροφικό-νομαδικό βίο τους, κινεζικές επιγραφές (από εκείνες τις παλαιού τύπου, με εσάνς σοσιαλιστικού ρεαλισμού) και μεγάλες φωτογραφίες του Μάο, του Ντεγκ, του Ζιάγκ Ζεμίν, του Χου Ζιντάο, του Σι Τζι Πιγκ. Τα γιακ (αυτός ο παλαιόθεν τροφοδότης της θιβετιανής οικονομίας) βόσκουν αμέριμνα κάτω από όλο τούτο το σκηνικό, κρατώντας τα μπόσικα στις ραγδαίες αλλαγές. Προσφέρουν δέρμα, κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα, υπενθυμίζοντας ότι η κινεζική επαρχία, που αναπτύσσεται γύρω τους, είναι μόνο για τους ντόπιους, με το γυαλιστερό δέρμα, τους σκεπασμένους με τις βαριές κάπες, όχι όμως για τους επήλυδες των αδρών κρατικών ανταλλαγμάτων.
Τα μοναστήρια σκόρπια στην τεράστια έκταση του Θιβέτ, χάνουν το χρώμα τους και τους μοναχούς τους, αφού πρώτα άντεξαν να διαχέουν την πνευματικότητα τους για αιώνες
Κάποτε στη Λάσα…
Όλα τα προηγούμενα γίνονται εμφανέστερα, όταν με την είσοδό σου στην πρωτεύουσα Λάσα, εκεί όπου η ανοιχτωσιά του ορίζοντα και τα γιακ εξαφανίζονται. Κι αν το πρώτο που αντικρίζεις από μακριά είναι το περίφημο παλάτι της Ποτάλα, να ξεχωρίζει σε μια κορυφή, η προσγείωση του βλέμματος συναντάει ογκώδη τζιπ, πολυτελούς κατασκευής και ακαλαίσθητα κτίσματα βιομηχανικής μεγαλούπολης. Ώστε έτσι θέλγονται οι Κινέζοι, από παντού της αχανούς έκτασης της χώρας, προκειμένου να εγκατασταθούν στην ουσιαστικά νεόδμητη πρωτεύουσα; Με τον τρόπο αυτό μεταλλάσσεται η έγχρωμη πνευματικότητα του τόπου σε έκταση γκρίζα και άχαρη… Επτακόσιες πενήντα χιλιάδες Θιβετιανοί και κάπου τριακόσιες τόσες χιλιάδες Κινέζοι αποτελούν, προς το παρόν, την πληθυσμιακή αναλογία της Λάσα. Το πενήντα-πενήντα δε φαντάζει πολύ μακρινό…
Ακόμη κι αν το Θιβέτ αποτελεί το παγκόσμιο προπύργιο του βουδισμού, (κάτι σαν το Άγιο Όρος για την ορθοδοξία), ακόμη κι αν η Λάσα έχει τον τίτλο της έδρας του Δαλάι Λάμα, ο εν ενεργεία θρησκευτικός ηγέτης ζει στα βόρεια της Ινδίας και περιμένει το θάνατό του, για να εισέλθει ξανά στην πόλη του. Παραδοσιακά –εκτός του έκτου Δαλάι Λάμα– όλοι «κατοικούν» ως νεκροί στην Ποτάλα. Για να δούμε αν θα ισχύσει αυτό και για τον δέκατο τέταρτο ή θα αποτελέσει αφορμή διπλωματικού επεισοδίου…
Πράγματι, η Ποτάλα είναι μια εντυπωσιακή κιβωτός του βουδισμού, με εκπληκτικά τιμαλφή και αρχεία της ιστορικής πορείας του, αλλά γίνεται φανερό ότι περισσότερο αποτελεί ένα σπουδαίο μουσείο του, παρά μια ενεργή πηγή σύνδεσης με ό,τι η θρησκεία πρεσβεύει. Οι κουρεμένοι μοναχοί, στα πορτοκαλί ή στα βαθυπόρφυρα ράσα τους αγωνίζονται να υπενθυμίζουν το ντάρμα (το νόμο του βούδα) τη μετενσάρκωση και το κάρμα, αλλά αυτά επιβιώνουν εντονότερα ως γλωσσικός ευτελισμός στη Δύση (οι λέξεις κάρμα και γιόγκα αποτελούν τις πλέον χρησιμοποιούμενες και παρεξηγημένες του λεξιλογίου μας), παρά ως διάσπαρτες, παρούσες, έννοιες, σε μια έντονου θρησκευτικού αισθήματος κοινότητα.
Τα μοναστήρια σκόρπια στην τεράστια έκταση του Θιβέτ, χάνουν το χρώμα τους και τους μοναχούς τους, αφού πρώτα άντεξαν να διαχέουν την πνευματικότητα τους για αιώνες. Από το 640, οπότε ο ιδρυτής του Θιβέτ Σόγκτσεν Κάμπο νυμφεύεται μια Κινέζα πριγκίπισσα, φέρνοντας ταυτοχρόνως το βουδισμό και τις νέες μεθόδους καλλιέργειας του μεταξιού στην περιοχή, οι δεύτερες υποτάχθηκαν στον πρώτο, καθιστώντας αναγκαία τη συνύπαρξή τους. Όπως συνέβη σε όλη την έκταση του εικοστού αιώνα, η πολιτική άρχισε να κερδίζει εδάφη από την πνευματικότητα και ας μη νομιστεί ότι είναι οι Κινέζοι υπεύθυνοι γι’ αυτό. Το πρόβλημα ξεκίνησε στα 1923, όταν ο τότε Πάντσερ Λάμα (νούμερο δύο στην ιεραρχία του βουδισμού, κάτι σαν πολιτικοθρησκευτικός ηγέτης) ζήτησε προστασία της απειλούμενης εξουσίας του από την Κίνα. Το δικαίωμα παρέμβασης των Κινέζων, που γεννήθηκε τότε, ουδέποτε απεμπολήθηκε από τις κινεζικές κυβερνήσεις.
Όταν το 1950, με βρέφος ακόμη τον κινέζικο κομμουνισμό, ο νυν Δαλάι Λάμα ενθρονίζεται, εν μέσω επιθέσεων του κόκκινου στρατού, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, είναι πλέον αργά. Το 1954, ο δέκατος τέταρτος Δαλάι Λάμα ακούει από τα χείλη του Μάο, σε συνάντησή τους στο Πεκίνο, ότι «η θρησκεία είναι ένα δηλητήριο». Έχει καταλάβει τι τον περιμένει… Οι τελευταίες του ελπίδες εξανεμίζονται μεταξύ του 1967 και του 1976, όταν «όλα τα ‘σκίαζε η φοβέρα της Πολιτιστικής Επανάστασης», ενώ ανακαλύπτεται από την κυβέρνηση του Πεκίνου ότι στο Μάσταγκ εδράζεται βάση της CIA, η οποία πρωταγωνιστεί στον αγώνα για την ανεξαρτησία της περιοχής. Έκτοτε, το Μάσταγκ έχει ονοματίσει τεράστια κινέζικα τζιπ και η αυτονομία, παρέα με τη θρησκευτικότητα της περιοχής, ταξιδεύουν επάνω τους!