Σημαντικές αλλαγές σε κρίσιμα ζητήματα, αλλά και «κλείσιμο του ματιού» σε ιδιώτες. Της Βασιλικής Κατριβάνου
Με το νέο νόμο για τα ναρκωτικά που ψηφίστηκε χτες στην Ολομέλεια της Βουλής, η Ελλάδα βγαίνει από το Μεσαίωνα – μολονότι ακόμα δεν φτάνει στον 21ο αιώνα.
Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι έχουμε πια ένα νόμο που όντως εκφεύγει από το «μονόδρομο» της κατασταλτικής αντιμετώπισης, αναγνωρίζοντας τη θεραπεία και την απεξάρτηση ως εναλλακτικό μέσο αντιμετώπισης και της παραβατικότητας του χρήστη. Ωστόσο, παρά τις εύνοιες που προβλέπει για το χρήστη, ανοίγει την πόρτα για την επικίνδυνη -και θεσμική πια- εμπλοκή ιδιωτών στον ιδιαίτερα ευαίσθητο χώρο της θεραπείας και της απεξάρτησης. Συγκεκριμένα, ο νόμος αναγνωρίζει την ειδική κατάσταση εξάρτησης στην οποία βρίσκεται ο χρήστης και του επιφυλάσσει ειδική ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση, με τη μετατροπή της διακίνησης από χρήστη σε πλημμέλημα και μάλιστα με ποινή από 1 έως 3 έτη, θεσπίζοντας ταυτόχρονα αυστηρότερες ποινές για τον έμπορο-διακινητή. Επιπλέον, προβλέπει τη λειτουργία προγραμμάτων απεξάρτησης και θεραπείας σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, και μέσα στη φυλακή, τόσο των λεγόμενων «στεγνών προγραμμάτων» όσο και προγραμμάτων χορήγησης υποκαταστάτων, σύμφωνα με μια πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ που ενστερνίστηκαν και άλλα κόμματα. Προβλέπει επίσης ευνοϊκότερους όρους απόλυσης για το χρήστη που παρακολουθεί πρόγραμμα απεξάρτησης και έχει εκτίσει το 1/5 της ποινής, ενώ εισάγει μια προοπτική κεντρικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Την ίδια στιγμή, όμως, ο νέος νόμος διατηρεί την ποινικοποίηση της χρήσης, το αυστηρότερο και σήμερα πλαίσιο ποινών σε όλη την Ευρώπη για το αδίκημα της διακίνησης, ενώ δεν προβλέπει ειδική χρηματοδότηση των δομών, δηλαδή δεν διασφαλίζει τη βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία του νέου πλαισίου. Τέλος, ο νόμος αφήνει σε επισφαλές καθεστώς λειτουργίας τα κέντρα πρόληψης, που αποτελούν την αιχμή του δόρατος μιας πολιτικής κατά των ναρκωτικών, ανοίγοντας έτσι την πόρτα στους ιδιώτες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ έδωσε πολυετή αγώνα για ένα νέο νομικό πλαίσιο για τα ναρκωτικά, κεντρικός άξονας του οποίου θα ήταν η θεραπεία και όχι η καταστολή, η στήριξη των δομών πρόληψης, θεραπείας, απεξάρτησης και επανένταξης και η στήριξη του χρήστη και του περιβάλλοντός του. Στην τελική ευθεία της προσπάθειας αυτής έδωσε μάχη για να μειωθούν οι ποινές για το χρήστη και να διασωθεί ο πλημμεληματικός χαρακτήρας της μικροδιακίνησης από χρήστες, που κινδύνεψε στις Επιτροπές να γίνει κακουργηματικός, κατ’ απαίτηση Νέας Δημοκρατίας και Χρυσής Αυγής. Επίσης διεκδίκησε σθεναρά την υπαγωγή των κέντρων πρόληψης στο δημόσιο τομέα, με τη σύσταση ΝΠΔΔ, καθώς και την αποβολή των ιδιωτών από το χώρο της θεραπείας και της απεξάρτησης, καταθέτοντας προτάσεις και προκαλώντας ονομαστική ψηφοφορία για τις σχετικές ρυθμίσεις.
Εμβληματικής σημασίας, τέλος, ήταν η συμπερίληψη ενός πληρέστερου ορισμού για τα εγκλήματα ρατσιστικής βίας, που πλέον περιλαμβάνει τις επιθέσεις για λόγους σεξουαλικής ταυτότητας και ταυτότητας φύλου.
Η υπερψήφιση του νομοσχεδίου ήταν μια νίκη, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, του χώρου υπεράσπισης των δικαιωμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ υποστήριξε αυτό το νομοσχέδιο έπειτα από ευρύτατες διαβουλεύσεις και δουλειά πεδίου, ακούγοντας τις φωνές των ανθρώπων μέσα και έξω από τις φυλακές, φωνές απελπισίας που δεν εκπροσωπούνται. Το υποστήριξε στη μνήμη όλων εκείνων που θα ήταν τώρα ζωντανοί αν ίσχυε, όπως καταθέτουν οι επιστήμονες, οι φίλοι και οι οικογένειές τους.
* Η Βασιλική Κατριβάνου είναι βουλευτής Β’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ