Την περασμένη εβδομάδα ο πρόεδρος της περιφερειακής καταλανικής κυβέρνησης Κάρλες Πουτζδεμόν, με την υποστήριξη και του «ακραίου» κόμματος CUP (Λίστα Λαϊκής Ενότητας) που δεν συμμετέχει στην κυβέρνηση*, ανακοίνωσε την πολυαναμενόμενη ημερομηνία για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος υπέρ ή κατά της ανεξαρτητοποίησης της Καταλονίας. Έτσι, την 1η Οκτωβρίου οι Καταλανοί θα κληθούν να απαντήσουν στο ερώτημα: «Θέλετε να γίνει η Καταλονία ένα ανεξάρτητο κράτος με τη μορφή Δημοκρατίας;».

Η Μαδρίτη που, όπως και στην περίπτωση της Χώρας των Βάσκων, αρνείται οποιοδήποτε διάλογο για να βρεθεί μια δημοκρατική διέξοδος, αντέδρασε ανανεώνοντας και εντείνοντας τις απειλές: «Αυτό το δημοψήφισμα δεν θα γίνει ποτέ», είπε ο δεξιός Ισπανός πρωθυπουργός Ραχόι και επαναλαμβάνουν μονότονα όλοι οι αξιωματούχοι, τα συστημικά ΜΜΕ κ.λπ. Εάν είναι ανάγκη, προσθέτουν, «θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα που προβλέπουν οι νόμοι ώστε να διατηρηθεί η ενότητα της Ισπανίας: από απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που θα ακυρώνει το δημοψήφισμα, παύση των Καταλανών αξιωματούχων και ποινική δίωξή τους έως, εν ανάγκη, την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή κατάστασης πολιορκίας(!) και την ανάπτυξη δυνάμεων ασφαλείας».

Ήδη η καταλανική κυβέρνηση και βουλή έχουν διακηρύξει ότι δεν θα υποταχθούν «στις αποφάσεις του ισπανικού κράτους, και ιδίως του ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου». Οπότε το πρώτο μεγάλο ερώτημα είναι τι στάση θα κρατήσει η καταλανική αστυνομία και οι δημόσιοι υπάλληλοι, παράγοντες που θεωρούνται απαραίτητοι για να διεξαχθεί σύμφωνα με όλους τους τύπους το δημοψήφισμα. Και έπειτα, στην περίπτωση που διεξαχθεί, τι αποτέλεσμα θα δώσει το δημοψήφισμα κάτω από καθεστώς απειλών και διεθνών πιέσεων; Και αν τελικά υπερπηδηθούν όλα τα εμπόδια, θα υλοποιήσει η Μαδρίτη τις πολεμικές απειλές της;

Σε κάθε περίπτωση, το ισπανικό κράτος και η Καταλονία μπαίνουν σε μια ανοιχτή αντιπαράθεση όπου για πρώτη φορά και η καταλανική πλευρά δηλώνει αδιάλλακτη. Άλλωστε τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί ισάριθμες παλλαϊκές διαδηλώσεις υπέρ της Ανεξαρτησίας στη Βαρκελόνη, με τη συμμετοχή κάθε φορά άνω του 1 εκατομμυρίου πολιτών, ενώ μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία των Καταλανών διεκδικεί το δικαίωμα να ψηφίσει ελεύθερα και αβίαστα για το μέλλον της Καταλονίας – άσχετα από τη στάση που θα επέλεγε στο δημοψήφισμα. Κι όλα αυτά στο φόντο της συνεχιζόμενης πολύπλευρης κρίσης του ισπανικού κράτους και της διαρκούς φτωχοποίησης πλατιών λαϊκών στρωμάτων, με μια δεξιά κυβέρνηση που στηρίζεται (ακόμη) στην ανοχή των «σοσιαλιστών» και κεντρόφυγες δυνάμεις να σηκώνουν κεφάλι και σε άλλες «επαρχίες» του Βασιλείου της Ισπανίας.

 

* Για τη σημασία της ανάδειξης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας των κομμάτων που επιζητούν Ανεξαρτησία της Καταλονίας, τις σχετικές αντιδράσεις, καθώς και μια ιστορική αναδρομή στις ρίζες της καταλανικής Πατριωτικής Αριστεράς, βλ. φύλλο 280.

 

Θα πραγματοποιηθεί το δημοψήφισμα στην Καταλονία;

Η αμήχανη αναπαραγωγή των «επιχειρημάτων» του Ραχόι συσκοτίζει τα πραγματικά ερωτήματα

του Γιώργου Αναστασίου

 

Την περασμένη Κυριακή μια εγχώρια εβδομαδιαία εφημερίδα φιλοξενούσε το άρθρο ενός ερευνητή με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Καταλονία: Ένα δημοψήφισμα που δεν θα πραγματοποιηθεί»*. Σε αυτό ο συγγραφέας παραθέτει μια σειρά λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι τελικά δεν θα διεξαχθεί το δημοψήφισμα: «Πρόκειται για ένα μονομερές δημοψήφισμα», λέει ο ερευνητής, που «δεν συμφωνήθηκε με την κυβέρνηση του κράτους, και επομένως είναι παράνομο, γιατί δεν προβλέπεται από το ισπανικό Σύνταγμα». Υπενθυμίζει ακόμη ότι «η ισπανική κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που της παρέχει το Σύνταγμα και το κράτος δικαίου, για να το εμποδίσει», και καταλήγει: «Είναι προφανές ότι οι οπαδοί της ανεξαρτησίας, λόγω του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκονται αποφάσισαν να επιταχύνουν τις διαδικασίες, για να προκαλέσουν την αντίδραση της ισπανικής κυβέρνησης με την ελπίδα να διεθνοποιήσουν την καταλανική υπόθεση». Τελικά το πολύ-πολύ που θα γίνει την 1η Οκτωβρίου, κατά τον ερευνητή, είναι «μια μεγάλη διαδήλωση, που θα χρησιμεύσει για την ενίσχυση του σκληρού πυρήνα ενόψει των νέων περιφερειακών εκλογών».

Το εντυπωσιακό στο εν λόγω κείμενο ενός προοδευτικού ή και αριστερού, κατά τα φαινόμενα, ανθρώπου είναι ότι αδυνατεί να επιχειρηματολογήσει από αριστερή σκοπιά ενάντια στη διεξαγωγή αυτού καθαυτού του δημοψηφίσματος ή/και ενάντια στο αίτημα της Ανεξαρτησίας. Δεν ισχυρίζεται, ας πούμε, πως η διαφύλαξη της ακεραιότητας του Βασιλείου της Ισπανίας υπηρετεί καλύτερα την υπόθεση της εργατικής τάξης, ή ότι η καταλανική αστική τάξη δεν είναι καλύτερη από την ισπανική, άρα γιατί να υποστηριχθεί η απόσπασή της από τη Μαδρίτη κ.λπ. Δηλαδή έχει τη στοιχειώδη εξυπνάδα να μην γράψει πράγματα με τα οποία θα γελούσαν εκατομμύρια υπήκοοι του Φιλίππου του 6ου, Βασιλέως της Ισπανίας. Οπότε, ελλείψει αριστερών –εντός ή εκτός εισαγωγικών– επιχειρημάτων, τι κάνει; Περιορίζεται στην αναπαραγωγή της σαθρής προπαγάνδας της ισπανικής Δεξιάς, διανθίζοντάς την εδώ κι εκεί με την ανακάλυψη μικροκομματικών συμφερόντων και αδιεξόδων των οπαδών της Ανεξαρτησίας. Τέλος, δεν παραλείπει να παραθέσει (δίχως σχολιασμό!) τις απειλές του Ραχόι για «απαγόρευση κατοχής δημοσίου αξιώματος των μελών της περιφερειακής κυβέρνησης», για «δημόσιους υπαλλήλους που θα μπορούσαν να τεθούν σε διαθεσιμότητα» κ.λπ.

 

Αμηχανία της ισπανικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς

Κατά ένα περίεργο τρόπο, πάντως, ο εν λόγω ερευνητής μας διευκολύνει να πάμε λίγο βαθύτερα στο θέμα – ακριβώς επειδή αναπαράγει πιστά και άκριτα τα επιχειρήματα του βαθέος ισπανικού κράτους. Δεν του περνά βέβαια από το μυαλό ότι υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι λαοί δεν ζητούν την άδεια του καθεστώτος που τους δυναστεύει για να αγωνιστούν εναντίον του, ιδίως όταν εκτιμούν ότι έχει πάψει να τους αντιπροσωπεύει (αν τους αντιπροσώπευε ποτέ). Ούτε ότι δεν είναι η πρώτη φορά που οργανώνεται δημοψήφισμα από μία κυβέρνηση η οποία υποστηρίζει μια συγκεκριμένη απάντηση, κ.ο.κ. Πρόκειται προφανώς περί αστείων «επιχειρημάτων», ιδίως όταν εκφέρονται από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί ή και αριστεροί.

Το κείμενό του όμως έχει το προσόν να αποδίδει πιστά την αμηχανία, επιεικώς, της ισπανικής και ευρωπαϊκής Αριστεράς μπροστά σε αυθεντικά λαϊκά κινήματα με βαθιές, ιστορικές ρίζες, τα οποία έχουν το θράσος να διεκδικούν αυτοδιάθεση – όχι σε κάποια μακρινή χώρα, όπου τέλος πάντων ίσως και να είναι ανεκτό (αρκεί βέβαια να μην πρόκειται για «δικές μας» αποικίες!), αλλά στην καρδιά της Ευρώπης. Ένα τέτοιο θράσος ταράζει την μακαριότητα αυτών που ακόμα πιστεύουν ότι ζουν το ευρωπαϊκό όνειρο, ου μην και την «αντικειμενικά προοδευτική» παγκοσμιοποίηση. Και προκαλεί ιερή οργή στη χειρότερη υποκατηγορία τους: αυτούς που έχουν μετατραπεί σε οργανικό τμήμα ενός καθεστώτος στο οποίο ο βασιλιάς είναι γυμνός, αλλά πρέπει να παρασταίνουμε όλοι ότι δεν το παρατηρήσαμε.

 

Αναγκαία μια ουσιαστική συζήτηση

Ας επιχειρηματολογήσει επιτέλους κάποιος για ποιο λόγο η συγκεκριμένη μορφή «ισπανικό κράτος», αυτή η αδιατάρακτη ιδεολογική συνέχεια του φρανκισμού με φτωχό δημοκρατικό επίχρισμα και διαχρονικά αντιδραστική πολιτική, εντός και εκτός των συνόρων του, πρέπει να παραμείνει ως έχει. Ή για ποιο λόγο πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι μια σειρά «περιφερειακοί» υπήκοοί του ασφυκτιούν εντός του, δεν αναγνωρίζονται στους διεφθαρμένους και καταπιεστικούς θεσμούς του, θέλουν να προστατέψουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους και να ορίζουν οι ίδιοι το μέλλον τους (για να διαπιστωθεί αν ισχύουν ή όχι αυτές οι εκτιμήσεις θα αρκούσε ένα… δημοψήφισμα). Αρκεί για την καταδίκη αυτών των αιτημάτων (και, άλλη μια λεπτομέρεια, τη βίαιη καταστολή τους) το γεγονός ότι ο κοσμοπολιτισμός τα θεωρεί αναχρονιστικά;

Θα αντιμετωπίζαμε διαφορετικά πιο βαθείς προβληματισμούς: π.χ. ότι ρόλο παίζουν και άλλα σχέδια διόλου προοδευτικά, όπως η «Ευρώπη των Περιφερειών» κ.λπ. Κι ότι δεν αποκλείεται κάποια στιγμή βασικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, που τώρα υποστηρίζουν αναφανδόν τη Μαδρίτη, να δείξουν «κατανόηση» σε αιτήματα απόσχισης. Αλλά μια τέτοια ουσιαστική συζήτηση, που θα επεδίωκε την ανεξάρτητη στάση των λαϊκών κινημάτων απέναντι σε όλα τα στρατόπεδα των ισχυρών, και θα αναζητούσε τρόπους για την ισότιμη συνεργασία μεταξύ ελεύθερων λαών, αποφεύγεται επιμελώς. Διότι προϋποθέτει ξεβόλεμα τόσο της σκέψης όσο και των συνηθειών που έχει αποκτήσει η ισπανική και ευρωπαϊκή Αριστερά, να λειτουργεί εντός αυτού του αβίωτου συστήματος και να μην αμφισβητεί τους θεσμικούς και ιδεολογικούς πυλώνες του. Θα επανέλθουμε!

 

* Εποχή, φύλλο 1352, σελ. 19

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!