Νέα τοπία στον παγκόσμιο χάρτη των ΜΜΕ. Του Χρήστου Γιοβανόπουλου.
«Βρισκόμαστε στο μέσον μιας ιστορικής συζήτησης σχετικά με την τιμή του περιεχομένου (των ειδήσεων/άρθρων) και είναι κατανοητό, πλέον, από πολλές εφημερίδες ότι το υπάρχον μοντέλο δεν λειτουργεί.»
Ρούπερτ Μέρντοχ
(Financial Times, 17-05-2009)
Από τις αρχές της χιλιετίας οι περισσότεροι κατεστημένοι όμιλοι ΜΜΕ βρίσκονται αντιμέτωποι με μία σειρά προκλήσεις, συνδυασμό στιγμών της οικονομικής κρίσης αλλά κύρια αλλαγών που η ψηφιακή εποχή έχει φέρει στη βιομηχανία του θεάματος, της ενημέρωσης και της πληροφορίας. Η περίπτωση της μουσικής βιομηχανίας αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα «γονατίσματος» μίας κραταιάς βιομηχανίας λόγω της αδυναμίας της να ανταποκριθεί στα νέα μοντέλα διακίνησης «περιεχομένου» μέσω του διαδικτύου και στις αναδυόμενες και ολοένα επικρατέστερες συμπεριφορές του κοινού που τα συνοδεύουν.
Δεν είναι τυχαίο ότι η εμπειρία αυτή αναφέρεται από πολλούς ειδικούς της βιομηχανίας του Τύπου ως προηγούμενο για εξαγωγή διδαγμάτων. Η παρούσα κρίση στον χώρο της ενημέρωσης (κύρια Τύπος και τηλεόραση) δεν μπορεί να νοείται μόνο ή έστω κύρια ως αποτέλεσμα της παρούσας οικονομικής κρίσης. Αντιθέτως έχει πιο δομικά αίτια και χαρακτηριστικά, που αφορούν αλλαγές συνολικά στο κυρίαρχο μοντέλο παραγωγής, διακίνησης και εμπορίας ειδήσεων και θεάματος, που περιπλέκουν τις όποιες γνωστές προτεινόμενες «θεραπείες».
Μία παγκόσμια ματιά στην κατάσταση της έντυπης ενημέρωσης μας δείχνει ότι, σε αντίθεση με την Δύση, οι πωλήσεις παρουσίαζαν άνοδο 2,6% το 2008, και 9,4% από το 2003 μέχρι το 2008. Οι πωλήσεις εφημερίδων αυξάνουν σε Λατ. Αμερική, Ασία και Μέση Ανατολή, με τις 74 από τις 100 πρώτες σε πωλήσεις να βρίσκονται στην Ασία και τις 62 από αυτές στην Κίνα, την Ινδία και την Ιαπωνία. Η άνοδος του Τύπου σε αυτές τις περιοχές σε έναν βαθμό οφείλεται στον περιορισμό της σύνδεσης έντυπης ενημέρωσης και Διαδικτύου, λόγω πολιτικού ελέγχου (π.χ. Κίνα, Ιράν) αλλά και προστασίας της αγοράς του Τύπου (π.χ. Ιαπωνία). Αποτελεί όμως και έκφραση κάποιων γενικότερων κοινωνικών αλλαγών με πιο σημαντική τη διαδικασία δημιουργίας μίας αστικής δημόσιας σφαίρας σε πολλές χώρες της περιφέρειας, λόγω και της ραγδαίας εκβιομηχάνισης τους, όπου ακόμα η εφημερίδα αποτελεί το κύριο μέσο συγκρότησης του δημόσιου χώρου.
Από την άλλη, τα στοιχεία για τις ΗΠΑ και τη Μεγ. Βρετανία, έδρες μερικών από τους πιο ισχυρούς ομίλους στον χώρο των ΜΜΕ, είναι ενδεικτικά. Στις ΗΠΑ από το 2005 μέχρι το 2007 οι πωλήσεις εφημερίδων πέφτουν σταθερά 2% το χρόνο, ενώ το 2007 η μείωση των πωλήσεων κάνει ρεκόρ (πάνω από το -9,1% του 2001) με τα έσοδα τους μειωμένα κατά 9,4%. Το 2008, χρονιά που εκδηλώνεται ανοιχτά η κρίση, τα έσοδα από διαφημίσεις, κύριο χρηματοδότη του Τύπου, πέφτουν κατά 16,4%, ενώ εκτιμάται ότι μέχρι το 2012 θα έχουν μειωθεί ακόμη 25% περίπου. Ήδη μέχρι το 2009 είχαν κλείσει δύο μεγάλες εφημερίδες και δεκάδες άλλες είχαν βάλει πωλητήριο ή μπει σε διαδικασία πτώχευσης. (Για έναν χάρτη της κρίσης των εφημερίδων στις ΗΠΑ δείτε https://www.nytimes.com/interactive/2009/03/12/business/20090312-papers-graphic.html). Επιπλέον η τιμή των περισσότερων εφημερίδων στο χρηματιστήριο είχε πέσει το 2008 κατά 90% από τη μέγιστή της.
Αντίστοιχα στη Μεγ. Βρετανία οι πωλήσεις από 12,8 εκατ. το 2002, πέσανε στα 11 εκατ. το 2008, με προβλέψεις για 9 εκατ. το 2013. Τα έσοδά τους από διαφημίσεις ενώ ήταν σταθερά για πέντε χρόνια στα 1,9 εκ. λίρες μέχρι το 2007 εκτιμάται ότι θα μειωθούν στα 1,2 εκ. λίρες (-37%) μέχρι το 2012. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η μόνη δραστηριότητα έντυπου ΜΜΕ που ανθεί στη Δύση είναι ο δωρεάν Τύπος που στην Ευρώπη αντιστοιχούσε το 2008 στο 23% του συνολικού αριθμού διακίνησης φύλλων εφημερίδας. Οι τάσεις αυτές δεν αφορούν μόνο τον αγγλοσαξονικό χώρο. Το σύνολο του Τύπου στον δυτικό και/ή οικονομικά αναπτυγμένο κόσμο έρχεται αντιμέτωπο με τη φυγή εκατομμυρίων αναγνωστών προς τα ψηφιακά Μέσα Ενημέρωσης που συνεπάγεται και αντίστοιχη τεράστια πτώση εσόδων, κύρια από διαφημίσεις.
Νέα δεδομένα στην παραγωγή και κυκλοφορία
Ποια είναι, όμως, αυτά τα νέα δεδομένα; Καταρχήν, η δωρεάν πρόσβαση στην ενημέρωση μέσω Διαδικτύου σε συνδυασμό με την ανάπτυξή του. Το 2007 ήταν η πρώτη χρονιά που πάνω από το 50% των Αμερικανών ενημερώνονταν από το Διαδίκτυο, ενώ το 2009 έρευνα έδειχνε πως το 82% πίστευε πως το Διαδίκτυο θα αποτελεί τη βασική πηγή ενημέρωσης μέσα στα επόμενα 5 χρόνια. Στην Ευρώπη το 2002 το 13% των χρηστών Ίντερνετ διάβαζε εφημερίδες και περιοδικά online και το 2005 ένα 11% παρακολουθούσε ραδιοτηλεοπτικά από το Διαδίκτυο. Το 2008 τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν 26% και 21%, με τις τάσεις αυτές να έχουν ενισχυθεί από τότε με την πρόσβαση σε υπηρεσίες διαδικτύου να έχει φτάσει στο 60% του πληθυσμού. Έτσι, ενώ οι πωλήσεις των έντυπων μέσων έπεφταν από την ακμή των 62 εκατ. το 1989-1990 σε περίπου 49 εκατ. το 2009 στις ΗΠΑ, οι αναγνώστες τους στο διαδίκτυο έφταναν τα 75 εκατ. (2009). Ο Τζέιμς Σαροβιέσκι, οικονομικός αναλυτής της The New Yorker σχολιάζει πως «το περίεργο με την παρούσα κρίση είναι πως ενώ η κερδοφορία ακόμα και των μεγάλων εφημερίδων μειώνεται, έχει αυξηθεί η αναγνωσιμότητά τους (όλων των εφημερίδων)» (22-12-2008).
Το πρόβλημα είναι πως μετατρέπεις την (δωρεάν) αναγνωσιμότητα σε έσοδα. Η πρώτη αντίδραση των εφημερίδων σε αυτή την τάση ήταν να επιχειρήσουν μία φυγή προς δωρεάν ηλεκτρονικές εκδόσεις, υποθέτοντας πως η πτώση των εσόδων από τις πωλήσεις θα ισοσταθμίζονταν από τα έσοδα από διαφημίσεις. Ενώ μέχρι το 2007 αυτό έμοιαζε να αποδίδει από εκεί και μετά συμπαρασύρθηκε επίσης στην δίνη της κρίσης. Ακόμα και το 2007 τα έσοδα από τις ηλεκτρονικές διαφημίσεις δεν υπερέβαιναν το 7% των συνολικών εσόδων των εφημερίδων στις ΗΠΑ.
Η πιο σημαντική αλλαγή όμως ήταν ότι με την ανάπτυξη του Διαδικτύου οι εφημερίδες, οι τηλεοπτικοί σταθμοί και τα πρακτορεία ειδήσεων έπαψαν να είναι οι μοναδικοί παίχτες στην παραγωγή και κυκλοφορία ενημέρωσης. Μία σειρά από άλλες διόδους ενημέρωσης είχαν ήδη αναπτυχθεί, όπως μπλογκς, μηχανές αναζήτησης (Google κ.λπ.), online εφημερίδες, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κ.λπ., ώστε από τη μία η προσφορά των ειδήσεων να ξεπερνάει τη ζήτηση και από την άλλη να διαφοροποιείται και να εξειδικεύεται η παροχή ενημέρωσης. Οι αλλαγές αυτές τροποποίησαν το χάρτη παραγωγής ειδήσεων, το εργασιακό μοντέλο και το κοινό. Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία των ΗΠΑ για θέματα εργασίας πάνω από 452.000 μπλόγκερς στις αρχές του 2009 ζούσαν αποκλειστικά από τα μπλογκ τους, ενώ από το 2001 μέχρι το 2008 οι εργαζόμενοι στον Τύπο είχαν μειωθεί κατά 20%. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι το ποσοστό των επαγγελματιών μπλόγκερς ήταν μόλις το 2% του συνόλου των μπλόγκερς, που συνεχίζουν να αυξάνουν και μαζί τους ο όγκος και η ποικιλία ειδήσεων/ περιεχομένου στον κυβερνοχώρο.
Παρά τις εκτιμήσεις ότι το 80% των ειδήσεων που διακινείται συνεχίζει να παράγεται από τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία ή έρευνες που δείχνουν ότι οι πιο συχνά αναφερόμενες πηγές ειδήσεων είναι ακόμα τα «παραδοσιακά ΜΜΕ», αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι τα τελευταία δεν μπορούν να ελέγξουν τη διακίνηση του περιεχομένου που παράγουν. Η έλλειψη αυτής της δυνατότητας, που έχει χαρακτηριστεί σαν «παράκαμψη των φρουρών της ενημέρωσης», δείχνει και το μέγεθος των αλλαγών στις οποίες αναγκάζονται να προσαρμοστούν τα «παραδοσιακά ΜΜΕ». Το κύριο ζήτημα που τα απασχολεί είναι το σωστό μίγμα ελευθερίας πρόσβασης, επιλεκτικής χρέωσης και προσέλκυσης διαφημίσεων.
Προσπάθειες απάντησης των «παραδοσιακών» ΜΜΕ
Από τις αρχές του 2010 οι New York Times, ακολουθώντας το παράδειγμα της Wall Street Journal και των Financial Times απαιτούν συνδρομή (από ημερήσια μέχρι ετήσια) ή αντίτιμο ανά άρθρο στην ηλεκτρονική πρόσβαση του φύλλου.
Το μοντέλο έχει λειτουργήσει για εφημερίδες που απευθύνονται κύρια σε εξειδικευμένο επιχειρηματικό κοινό όπως οι προαναφερθείσες, ενώ αποτελεί πρόκληση για εφημερίδες γενικού περιεχομένου.
Η εξειδίκευση τους και η στόχευση ειδικών κοινών είναι μία άλλη μέθοδος που ακολουθείται προκειμένου να αυξήσουν το μερίδιο της διαφημιστικής πίτας που κατέχουν, λόγω της δυνατότητας εξατομίκευσης των διαφημίσεων. Όπως είναι και νέα μοντέλα «ανοιχτής» (ή καλύτερα δωρεάν) παραγωγής ειδήσεων/περιεχομένου από τις κοινότητες που αποτελούν και το διαφημιστικό τους στόχο.
Για το λόγο αυτό επιχειρείται η συγκρότηση συμμαχιών είτε με δικτυακές μηχανές αναζήτησης όπως αυτή 800 αμερικάνικων εφημερίδων με την Yahoο, είτε το κονσόρτσιουμ QuadrantOne, μεταξύ τεσσάρων από τους μεγαλύτερους ομίλους εφημερίδων στις ΗΠΑ, είτε κοινού διαδικτυακού περιπτέρου που ετοιμάζουν τέσσερις άλλοι μεγάλοι εκδότες για τα περιοδικά τους στις ΗΠΑ με την παροχή και νέων φορμάτ για ανάγνωση σε κινητά ή kindle. Η τάση αυτή συσσώρευσης και σύγκλισης των μέσων αποτελεί αναγκαστική τακτική επιβίωσης σε ένα περιβάλλον συρρίκνωσης και κατακερματισμού ενός ολόκληρου κλάδου και έχει τα όρια της. Δεν είναι τυχαίο ότι οι όμιλοι των «παραδοσιακών ΜΜΕ» μπλόκαραν τα σχέδια Google-Yahoo για κοινή υπηρεσία ενημέρωσης, ενώ απαίτησαν από την πρώτη να μπλοκάρει πιο αποτελεσματικά την πρόσβαση στα άρθρα των εφημερίδων επί πληρωμή.
Φυσικά ο «πόλεμος» μεταξύ νέων και «παραδοσιακών» ΜΜΕ δεν αφορά παρά αναπροσαρμογές της βιομηχανίας ειδήσεων, θεάματος και πληροφορίας, για τη συντήρηση της κερδοφορίας της. Προσπάθεια που μπορεί να αποβεί μοιραία για την κοινωνικοποιητική πλευρά του διαδικτύου και των δυνατοτήτων για πιο ελεύθερη ενημέρωση, αλλάζοντας την υφή του με την αποικιοποίησή του και το όρθωμα συνόρων στην ελεύθερη ή απρόσκοπτη πρόσβαση, που επιχειρείται με πολλούς τρόπους, π.χ. διαφορετικές ταχύτητες, πέρα από την επιβολή αντίτιμου.