Του Αριστοτέλη Γ. Καλλή

Σ’ ένα τοπίο κολάσεως, τα θεσμοθετημένα τίποτα, μιας ανίερης συμμαχίας αντιστροφής ρόλων, ειρωνικά, απόλυτα, κυρίαρχα μέσα στη μετριότητά τους και στο απόλυτο κενό μιας εξουσίας αδαών, χωρίς ίχνος ντροπής, επιβάλουν κανόνες και ανακηρύσσουν εαυτόν βασιλέα των πάντων, αυτοί που καλύπτουν το θεϊκό φως με πλαστικά τραπεζομάντιλα του μέτρου, πλαστικά δέντρα, πλαστικές ιδέες και σκέψεις επί χάρτου, σπάζοντας τις πυξίδες μιας πατρίδας εξόριστης ,που θέλει να γυρίσει πίσω, μιας πατρίδας που ψάχνει επί ματαίω τα σκελετωμένα παιδιά της που ζουν μακριά της, ταξιδεμένα βίαια και υποχρεωτικά πάνω σε μια λίμνη αίματος, που οδηγεί τις ξύλινες βαρκούλες μέσα από μυστικές διόδους, σε εισόδους όπου οι ανθρωποφύλακες του καθεστώτος με την απειλή όπλων ζητούν διαπιστευτήρια και ανταλλάγματα… σάβανα και παιχνιδάκια αυτοσχέδια, σφιχτά κρατημένα από χεράκια παιδιών πού αργοπεθαίνουν πάνω στα πέτρινα καθίσματα αρχαίου θεάτρου, καθώς ο χορός κατεβαίνει στον Άδη χαρίζοντας το τελευταίο του χάδι πριν σφαλίσουν τα μάτια της ζωής των ωραίων, των αρκούντως μοιραίων και χαθούν δια παντός τα λευκά περιστέρια που γίνηκαν αστέρια μιας παρτίδας αφρόνων νυστέρια…

Πώς μπορείς να κλείνεις τα μάτια στο αίμα;

Πώς μπορείς να κρατάς τη ρομφαία ενός Άιχμαν;

Πώς μπορείς να χτίζεις ξανά ένα Νταχάου, ένα Μπέργκεν σ’ ένα παράδεισο που κατάντησες κόλαση;

Πώς μπορείς εσύ που τα έζησες, εσύ που έγραψες σε τοίχο του Άουσβιτς ένα βράδυ κάτω απ’ τις σβάστικες το: «Αν υπάρχει Θεός, θα πρέπει να με παρακαλέσει να τον συγχωρήσω», να εκτελείς στους ίδιους θαλάμους το όνειρο, τη σκέψη, τη θέληση για ζωή…

Πες μου πώς;

Πες μου πώς μπορείς;

Δεν το βάζει ο νους μου πια πως είσαι εσύ το ίδιο πρόσωπο… θύμα και θύτης σ’ ένα τετέλεσται αγύρτης…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!