ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Fils de Grèce, επαναλάμβανε με την ντουντούκα του στο Γράμμο, το καλοκαίρι του ’49, ο σπουδαίος Γάλλος ποιητής Πωλ Ελιάρ, που ήρθε για συμπαράσταση στους αντάρτες, γεγονός για πολλούς άγνωστο, σε αντίθεση με τη συμμετοχή του Αμερικάνου συγγραφέα Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ως ανταποκριτή, στον Ισπανικό Εμφύλιο. Κι αυτή είναι μία μόνο από τις συναρπαστικές αποκαλύψεις της ταινίας του Διονύση Γρηγοράτου Τα παιδιά του εμφυλίου.

Βετεράνος του πολιτικού κινηματογράφου της μεταπολίτευσης, ο σκηνοθέτης Διονύσης Γρηγοράτος (Παράσταση για ένα ρόλο/1978, Φάκελος Πολκ στον αέρα/1988) επαναφέρει το ζήτημα των επιπτώσεων του Eμφυλίου, επιδιώκοντας να ανασυνδέσει ιστορικά τα σβησμένα από το χρόνο και την τραυματική σιωπή χνάρια, επιλέγοντας μια πυκνή μυθοπλασία, με τη συμβολή της τέχνης. Το νήμα της φιλμικής αφήγησης ξεδιπλώνεται παράλληλα με την ιστορική ανασκόπηση, με άξονα το σεναριακό εύρημα μιας εν εξελίξει έρευνας που διεξάγει η νεαρή πρωταγωνίστρια, ορμώμενη από τις δυσνόητες αναφορές της γιαγιάς της, που μεγάλωσε στην Τασκένδη.

Το εξαιρετικό μοντάζ ανασυνθέτει μια επεξεργασμένη μίξη αυθεντικού αρχειακού υλικού με μυθοπλαστικά στοιχεία, δραματοποιημένες λήψεις, μαγνητοσκοπημένες μαρτυρίες, αποσπάσματα θεατρικών και χορευτικών παραστάσεων και μια μεγάλη ποικιλία εικαστικών παρεμβάσεων, σε ένα πολύπλοκο οπτικοακουστικό εγχείρημα.

Συναντήσαμε τον Διονύση Γρηγοράτο και καταγράφουμε τη θερμή κουβέντα που είχαμε μαζί του.

 

Με ποια αφορμή επιλέξατε αυτό το θέμα που δεν έχει αναδειχθεί από την επίσημη ιστοριογραφία;

Ο Εμφύλιος απασχόλησε την κοινή γνώμη πολύ αργότερα, πάντα στην προπαγανδιστική εκδοχή των «κακών» συμμοριτών. Μετά τη Βάρκιζα, οι κυνηγημένοι αριστεροί αναγκάστηκαν να κρυφτούν ή να φύγουν από τα αστικά κέντρα, δεν είχαν δικαίωμα σε μια κανονική ζωή ούτε δυνατότητα δημοσίευσης των βιωμάτων τους. Επικράτησε καθεστώς αποσιώπησης, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Η λεγόμενη οκταετία του Καραμανλή (’53-’61) υπήρξε πιο σκληρή και από την περίοδο της χούντας. Ήμουν μαθητής τότε, αλλά θυμάμαι πως δεν τολμούσαμε να κρατάμε ούτε Τα Νέα. Οι επιπτώσεις του Εμφυλίου με απασχολούν από παλιά και έχω σκηνοθετήσει δεκάδες ιστορικά ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, για την περίοδο αυτή. Για το συγκεκριμένο θέμα-ταμπού, μας κρατάγανε στο σκοτάδι. Ακόμα και οι εμπλεκόμενοι γονείς δεν το μετέδιδαν στα παιδιά τους. Τελευταία, δίπλα στο παιδομάζωμα προστέθηκε και η λέξη παιδοσώσιμο, στην προσπάθεια να ανοίξει νέος διάλογος, για το τι συνέβη. Νιώθοντας ηλικιακά κοντά με αυτά τα παιδιά, έψαχνα μια δομή παραγωγής, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα, γιατί απαιτούσε πολλή έρευνα. Το αρχειακό υλικό προέρχεται κυρίως από το ιδιωτικό μου αρχείο, που χρονολογείται από το 1916 μέχρι το 2004.

 

Γιατί προτιμήσατε μυθοπλασία και όχι ντοκιμαντέρ;

Στο ντοκιμαντέρ κυριαρχεί η πληροφορία, δεν μπορείς να μιλήσεις όμως δίχως συναισθήματα για ένα συλλογικό τραύμα και τις βαθιές ψυχολογικές του συνέπειες. Η μυθοπλασία με διευκόλυνε να βγάλω συναίσθημα. Αλλιώς θα έπαιρνα θέση με εκτός κάδρου αφήγηση. Ακόμα και κάποιες βιντεοσκοπημένες μαρτυρίες, όπως τη συνέντευξη της Έλλης Παππά, τις πέρασα ως βιντεάκια σε blogs. Στα συνέδρια που έγιναν για τα 60 χρόνια από τον Εμφύλιο, ειπώθηκε η κουβέντα «ποιος μου δίνει εμένα πίσω τα παιδικά μου χρόνια;» που στη μυθοπλασία την έκανα επιγραφή σε επιτύμβια πλάκα. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται στο ντοκιμαντέρ. Η μυθοπλασία ελευθερώνει το συναισθηματικό, αλλά και το καλλιτεχνικό επίπεδο, η έλλειψη όμως οικονομικής στήριξης καθιστά αδύνατη μια σωστή αναπαράσταση εποχής. Για να εξασφαλιστεί η αυθεντικότητα, ενέταξα στη μυθοπλασία αρχειακό υλικό με δραματικές κορυφώσεις, καθώς δεν ήθελα απλή παράθεση ντοκουμέντων. Η πλοκή διαμορφώθηκε σε αλληλεπίδραση με το αρχειακό υλικό. Έτσι, επέλεξα να εντάξω και τον Πολ Ελιάρ, με τα αληθινά πλάνα της άφιξής του στον Γράμμο, προσθέτοντας όμως και δραματοποιημένες σκηνές που κατάφερα να εντάξω σ’ ένα επινοημένο πλαίσιο.

 

Επιδιώξατε, ωστόσο, μια αντικειμενική προσέγγιση;

Η μυθοπλασία αφήνει περιθώρια να εκφραστούν αντικρουόμενες απόψεις, δια στόματος διαφορετικών χαρακτήρων. Σε μια κομβική στιγμή αναφέρεται «…αλλά ήταν δύσκολο τότε, να ξεχωρίσεις τις προθέσεις χάριν του σκοπού από την ιδιοτέλεια του σκοπού, για τις πολεμικές επιχειρήσεις…». Η ιστορία γράφεται από τους νικητές, αλλά μετά το ’89 ξαναγράφεται από την αρχή. Ακόμα και ο Μπενίνι στο Η ζωή είναι ωραία, παρουσιάζει ως σωτήρες τους Αμερικανούς, σε στρατόπεδα που είχαν μπει οι Σοβιετικοί! Παρ’ ότι κραυγαλέο το λάθος, επικράτησε ως άποψη, αφού μπήκε η κωμική νότα και όλοι γελάσανε.

 

Οι νεότερες γενιές, δεν έχουν ακούσει για Τασκένδη. Μπορεί η ταινία να διευρύνει την πολιτική τους σκέψη;

Τα Ελληνόπουλα ξέρουν τη σκοτσέζικη μεσαιωνική ιστορία, επειδή βγήκε η ταινία Braveheart, ενώ για τον Εμφύλιο και το παιδομάζωμα, δεν έχουν ιδέα. Δεν είχα περιθώριο να επεκταθώ στα γεγονότα της Τασκένδης, προσπάθησα να τα εντάξω στη σεναριακή δομή. Δεν ήθελα να περιοριστώ στον ξεριζωμό και στην εκτός πατρίδας ανατροφή των παιδιών, αλλά στα πονεμένα οδοιπορικά που ακολούθησαν. Όταν ένα από αυτά καταξιώθηκε ως μπαλαρίνα στα Μπολσόι, είναι στοιχείο που πρέπει να ειπωθεί, ειδικά για όσους αρνούνται ώς σήμερα να αποκαλύψουν πως κουβαλάνε το στίγμα της πολιτικής προσφυγιάς. Αρκετοί που μεγάλωσαν στις παιδουπόλεις δεν το ομολογούσαν, γιατί τους κοροϊδεύανε ως «Αμερικανάκια». Οι παιδουπόλεις δεν φτιάχτηκαν μονάχα απ’ το Σχέδιο Μάρσαλ. Πληρώναμε, θυμάμαι, λαχεία για τον έρανο της Φρειδερίκης, υπέρ των Βορείων Επαρχιών, όπως έλεγαν τότε. Δυσκολεύεται κανείς να παρακολουθήσει την ταινία, αν δεν γνωρίζει Ιστορία. Δεν μπορείς, όμως ,να κάνεις τον Εμφύλιο παραμύθι.

 

Τι σηματοδοτούν οι μουσικές επιλογές; Ακούγονται ηπειρώτικα μοιρολόγια αλλά και δυο διάσημες μελωδίες από τσέλο (Αστούριας/ Απαγορευμένα Παιχνίδια) ενώ κάποιος σφυρίζει τη μελωδία που σφύριζε και ο πρωταγωνιστής στον Δράκο του Ντίσελντορφ, του Φρίτζ Λάνγκ.

Πρόκειται για αγαπημένες κινηματογραφοφιλικές επιρροές που ταιριάζω στην εισαγωγή, ώστε να εντάξω τον θεατή στην πλοκή. Μεγαλωμένος στο Βέλγιο, ο Γερμανός τσελίστας Γκέοργκ Μέρτενς παραδίδει μαθήματα και συναυλίες μέσα σε σπηλιές στην Αυστραλία και οι μελωδίες που χρησιμοποιήσαμε έχουν ηχογραφηθεί εκεί. Για τα γυρίσματα στην οροσειρά του Γράμμου χρησιμοποίησα ως επική μουσική την 11η Συμφωνία του Σοστακόβιτς. Όταν ξέρεις ότι έχουν αφήσει εκεί το αίμα τους χιλιάδες αγωνιστές, ο χώρος φορτίζεται, παίρνει μυθική διάσταση. Δεν μπορεί να ανοίγεις παρένθεση για καθένα από τα γεγονότα.

 

Η ταινία τοποθετείται στο 2008, 60 χρόνια από τον Εμφύλιο, συνέπεσε όμως συμπτωματικά με μια εξεγερμένη από τη δολοφονία του 15χρονου Γρηγορόπουλου στην Αθήνα. Κάποιοι αναφέρθηκαν τότε σε νέα «Δεκεμβριανά». Πώς το σχολιάζετε;

Τα γεγονότα με τον Γρηγορόπουλο ήταν τραγική συγκυρία. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η δολοφονία ενός έφηβου από αστυνομικό ξεκινάει με την αναβίωση του ναζισμού στη χώρα μας. Δεν υπάρχει, όμως, καμία σχέση με τα Δεκεμβριανά του ’44, ένα συνειδητοποιημένο αγώνα με σκοπό τη διατήρηση της αντικατοχικής πάλης και της Εθνικής Αντίστασης. Δεν είναι συγκρίσιμα. Επικράτησε, όμως, η ταύτισή τους απ’ την ανταπόκριση του BBC, για δημοσιογραφικούς εντυπωσιασμούς.

 

Τελευταία, δίνεται μεγάλη έμφαση στην προφορική Ιστορία και στην ανάκτηση μιας μη καταγεγραμμένης μνήμης. Η ταινία σας συμβάλλει σ’ αυτό;

Πράγματι, υπάρχουν προσπάθειες ενάντια στη λήθη, μέσω προφορικών ντοκουμέντων. Ωστόσο, τελευταία σε βιβλία και άρθρα εφημερίδων μεγάλης κυκλοφορίας υποστηρίζεται η αντίληψη πως ο Εμφύλιος ξεκίνησε από την αρχή της Κατοχής και πως τα παιδιά φύγανε κάτω από στρατιωτική και όχι ανθρωπιστική λογική, ερμηνεία που επαναφέρει τα προπαγανδιστικά στερεότυπα, στα οποία η ταινία μου αποτελεί απάντηση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!