Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Η Τζούλια Γκανάσου μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της σύγχρονης πεζογραφίας μας, μας εκπλήσσει κάθε φορά με τις επιλογές και την ανάπτυξη των θεμάτων της, τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, αλλά και μ ένα κοινό σημείο: Τους μοναχικούς της ήρωες που ζώντας κρίσιμες στιγμές προχωρούν σε μια ενδοσκόπηση συχνά οδυνηρή.

Με αφορμή τη νέα της νουβέλα, τους Γονυπετείς -Μια πορεία προς την αρχή, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη, είχαμε μαζί της μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση.

 

 

Μου φάνηκε ενδιαφέρουσα η επιλογή σου να χρησιμοποιήσεις ως σκηνικό το προσκύνημα στην Παναγία της Τήνου. Τι ήταν αυτό που σε έκανε να το διαλέξεις;

Πριν από κάποια χρόνια, είχα βρεθεί στη χώρα της Τήνου μια μέρα του Αυγούστου και ενώ όλα συντελούνταν κανονικά, τα τροχοφόρα έτρεχαν, οι εμπορικές συναλλαγές υλοποιούνταν, τα παιδιά έπαιζαν, είδα μια γυναίκα στα τέσσερα να υλοποιεί μια ανάβαση προσηλωμένη στην πορεία της σα να μην υπήρχε τίποτε άλλο: φάνταζε σαν το θνητό, έλλογο κομμάτι να χρησιμοποιούσε το σχήμα του τετράποδου για να εξομολογηθεί, για να ικετεύσει, για να εξιλεωθεί. Η εικόνα της εν λόγω γυναίκας με συγκλόνισε. Έμεινα για ώρα να κοιτάζω το σώμα που υπέφερε, το πρόσωπο που είτε έσκυβε είτε στρεφόταν αποφασιστικά προς το ναό και τότε ανακάλυψα και άλλους παρόμοιους «οδοιπόρους» και άλλους «γονυπετείς». Η εικόνα αυτή «φυτεύτηκε» μέσα μου βαθιά και ενώ ξεκίνησα να γράφω για αυτό το περιστατικό ως προοίμιο για ένα άλλο έργο, υπήρξε καταιγισμός ιδεών για τη γυναίκα στα τέσσερα οπότε αφέθηκα και υπέκυψα στο κάλεσμα.

Σε αυτό το πλαίσιο, «Γονυπετείς» είναι οι άνθρωποι που εξαντλούν όλες τις επιλογές. «Γονυπετείς» είναι οι θνητοί που υπερασπίζονται με πάθος μια πίστη. «Γονυπετείς» είναι όσοι οραματίζονται πως το ανέφικτο μπορεί να γίνει εφικτό. «Γονυπετείς» είναι αυτοί που συνεχίζουν να παλεύουν παρά τις δυσκολίες, πέρα από τις αντιξοότητες, ενάντια στις δυνάμεις της φθοράς, της μοναξιάς και της ανέχειας. «Γονυπετείς» είμαστε εμείς όταν πορευόμαστε εκ νέου προς την αρχή μας.

 

Η θρησκεία ποια θέση έχει στη ζωή μας σήμερα; Μπορούμε πια να πιστεύουμε;

Η πίστη σε μια θρησκεία και η συμμετοχή στις τελετουργικές διαδικασίες είναι μια επιλογή. Καλύπτει μια ανάγκη, συχνά υπαρξιακής και ψυχολογικής φύσεως, ακόμη πιο συχνά οντολογικής. Κανείς δεν μπορεί (και δεν επιτρέπεται) να επιβάλλει πίστη ή να αποτρέψει από την πίστη. Αυτό που με ενδιαφέρει ωστόσο και είναι εύγλωττα δοσμένο στους Γονυπετείς, είναι η πίστη στη δύναμη της πίστης, η πίστη ως κινητήριος μοχλός κινητοποίησης του ανθρώπινου εγκεφάλου, ως απαραίτητο στοιχείο της επιβίωσης. Ο άνθρωπος, όντας το μοναδικό ον το οποίο έχει συνείδηση της περατότητάς του, έχει ανάγκη από μια δύναμη που να μην σχετίζεται πάντοτε με μια εκλογικευμένη εξήγηση ή με έναν συγκεκριμένο αποδέκτη, αλλά να τον υπερβαίνει παρακινώντας τον να συνεχίζει να αγωνίζεται, να τολμά να διεκδικεί εκ νέου τη ζωή.

Η πίστη σε συνδυασμό με την έρευνα συχνά προσεγγίζουν το θαύμα. Ως την αναίρεση του βέβαια, μέχρι την επόμενη ανακάλυψη που αλλάζει τον ρου της ιστορίας και της ζωής. Ή ως το επόμενο ανέφικτο που καθίσταται εν δυνάμει εφικτό.

 

Τι ήθελες να αναδείξεις προβάλλοντας τον κόσμο της ηρωίδας σου που κινείται ανάμεσα στο καθήκον απέναντι στον άρρωστο σύζυγο/πατέρα και στις δικές της ανάγκες του σώματος;

Στη ζωή τα «θέλω» και τα «πρέπει» πορεύονται μαζί. Όπως και τα όνειρα που συχνά αναιρούνται από τις επιταγές της καθημερινής διαβίωσης, της επιβίωσης. Όπως και οι επιθυμίες, οι οποίες αλλοιώνονται από την αίσθηση του καθήκοντος συχνά με γνώμονα την αγάπη. Αυτό ακριβώς μελετάω: υπάρχει άραγε αυταπάρνηση στις πράξεις των ανθρώπων ή μήπως όλα κινούνται με βάση την ικανοποίηση των «άλλων» (των αγαπημένων, των προϊσταμένων, των προγόνων, των εραστών) και κατ’ επέκταση, την κοινωνική αυτοπραγμάτωση; Υπάρχει ποτέ «φτάνει» στη ζωή; Το λέμε; Το συνειδητοποιούμε; Το πράττουμε;

Πρόκειται, επιπλέον, για μια μελέτη της έννοιας του σώματος ως μέσου ενατένισης του μυστηρίου της ζωής, παράλληλα με τον αναπροσδιορισμό των ορίων πέρα από τα κοινωνικά και βιολογικά κατεστημένα. Στους Γονυπετείς αποπειράθηκα να πραγματοποιήσω μια μέθεξη των παθήσεων του σώματος, του αγώνα για ζωή και του έρωτα ως φορείς επανεκκίνησης και επανεκτίμησης του τόπου, του τρόπου διαβίωσης και εντέλει του χρονικού προσδιορισμού.

 

Ποιες είναι οι διαφορές και ποιες οι ομοιότητες σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία σου;

Η ομοιότητα με τα προηγούμενα βιβλία μου έγκειται στις βασικές θεματικές εμμονές σε σχέση με το πέρασμα του χρόνου και τη φθορά, τις πιο σφοδρές επιθυμίες ως κινητήριο δύναμη και σημείο αλλοίωσης του εαυτού, το σώμα ως φορέα ερωτημάτων και απαντήσεων, την επιστήμη ως παράγοντα ανατροπών και εξέλιξης, καθώς και τη μνήμη ως καθοριστικό παράγοντα της ύπαρξης. Επιπλέον, με το τρίτο βιβλίο μου Ως το τέλος υπάρχουν συγγένειες στο επίπεδο της δομής, μιας και στους Γονυπετείς υπάρχει άμεση συνομιλία του παρόντος με το παρελθόν, συχνά σε μια αλλαγή της παραγράφου. Ο αφηγητής (και στα δύο βιβλία όπως και στο επόμενο) βρίσκεται σε μια ιδιόρρυθμη συνθήκη (κλεισμένος πίσω από το παράθυρο σε ένα χωριάτικο σπίτι – στο Ως το τέλος, σε μια ανάβαση στα τέσσερα – στους Γονυπετείς) και με αυτή την αφορμή, αναμοχλεύει το παρελθόν επαναπροσδιορίζοντας τα στοιχεία που καθορίζουν το μέλλον μιας και όπως έλεγε ο Όρσον Γουέλς: «ό,τι αλλάζει το παρελθόν, ελέγχει το μέλλον».

Το καινούργιο στους Γονυπετείς είναι το στοιχείο της πίστης σε αντιπαράθεση με την έρευνα, αλλά και της εξερεύνησης των χαρακτηριστικών του διαρκούς αγώνα των ανθρώπων. Η επιστήμη μπαίνει πιο ώριμα σε αυτό το έργο όπως και η ερωτική πράξη η οποία είναι συνδεμένη άρρηκτα με τη ζωή. Με ενδιαφέρει ιδιαιτέρως η στιγμή που ο άνθρωπος δελεάζεται να τα παρατήσει και όμως συνεχίζει, η ώρα που θέλει να απαλλαγεί από όλα και όμως προχωράει ένα βήμα παραπέρα κι ακόμη ένα και ένα λίγο πιο μετά… «Παλάμη μπροστά, γόνατο μπροστά, προχωράμε» όπως λέει και η γυναίκα στα τέσσερα. «Παλάμη μπροστά, γόνατο μπροστά… Γιατί δεν αντιδράς;»

 

Στη σημερινή εποχή της βαθύτατης κρίσης νιώθεις πως ο συγγραφέας επωμίζεται μια επιπλέον ευθύνη;

Θεωρώ ότι ο καλλιτέχνης, σε όλες τις εποχές, επωμίζεται την ευθύνη να σκύψει πάνω από τον άνθρωπο και να αποκαλύψει τα πιο βαθιά στοιχεία του ώστε να τον βοηθήσει να πορευτεί στη ζωή είτε παρηγορώντας τον είτε παρακινώντας τον είτε συνοδοιπορώντας μαζί του με έναν τρόπο που μόνο η τέχνη δύναται. Σε αυτό το πλαίσιο, στις μέρες μας, η ευθύνη του συγγραφέα έγκειται όχι μόνο στην απεικόνιση ή τον σχολιασμό της εποχής και των στοιχείων της κοινωνίας αλλά και στην εμβάθυνση στην ψυχολογία του σύγχρονου ανθρώπου ώστε όχι μόνο να τον κατανοήσει αλλά και να τον αναδείξει στον κύριο μοχλό αλλαγής της κοινωνικής δομής. Για αυτό και στο βιβλίο συντελείται (στο μυαλό της ηρωίδας) ένας πόλεμος ανάμεσα στους «Γονυπετείς» (το νέο «είδος») και στους «άλλους», ώσπου η αφηγήτρια καταλήγει να αναρωτηθεί: τα πειραματόζωα πάσης φύσεως με ποιους θα πολεμήσουν; Πού κατατάσσονται;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!