Αρχική εκτός κατηγορίας Στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας για θαλάσσια επέκταση στην Ανατ. Μεσόγειο

Στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας για θαλάσσια επέκταση στην Ανατ. Μεσόγειο

του Μαρίνου Σιζόπουλου*

 

Με δεδομένο το αρνητικό ισοζύγιο δυνάμεων (γεωστρατηγικό, στρατιωτικό και πολιτικό) μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας, για να καταστεί δυνατή η επίλυση του Kυπριακού στη βάση μιας δημοκρατικής, λειτουργικής και βιώσιμης συμφωνίας, είναι καθοριστικής σημασίας να καθοριστούν με σαφήνεια οι στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας. Να υιοθετηθεί η ανάλογη στρατηγική και τακτική ώστε αυτοί να καθίστανται ανεφάρμοστοι. Η σημερινή κατάσταση να επιφέρει δυσανάλογο πολιτικό και οικονομικό κόστος. Τότε και μόνο τότε θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την αλαζονεία που τη χαρακτηρίζει και να προσέλθει στο διάλογο με καλή και εποικοδομητική θέληση.

Το 1920 η Τουρκία ως ηττημένη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου υπέγραψε τη Συνθήκη των Σεβρών. Σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 17 παραιτείτο από όλα τα δικαιώματα και όλους τους τίτλους κυριότητάς της πάνω στην Κύπρο, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την προσάρτηση του νησιού από τη Βρετανία.

Η συνθήκη αυτή επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Η Κύπρος υπαγόταν πλέον στην «κατοχή και διοίκηση» της Βρετανίας. Με το άρθρο 16 της συνθήκης η Τουρκία «απεμπολούσε κάθε δικαίωμα και κάθε τίτλο, οποιασδήποτε φύσης, πάνω σε έδαφος που βρισκόταν πέραν από τα σύνορά της». Τα σύνορά της με τη συμφωνία είχαν καθορισθεί με ακρίβεια. Στο δε άρθρο 20 της συμφωνίας αναγνώριζε την προσάρτηση της Κύπρου από τη Βρετανία.

Η Τουρκία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνειδητοποιώντας τη γεωστρατηγική σημασία της Μ. Ανατολής, προχώρησε στη χάραξη πολιτικής η οποία θα της επέτρεπε να αναβαθμίσει τον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή της Αν. Μεσογείου. Προϋπόθεση ήταν η θαλάσσια επέκταση ώστε να σταματήσει να είναι κράτος ξηράς. Για να επιτύχει αυτό τον στόχο έπρεπε να διαρρήξει τον ελληνικό θαλάσσιο αποκλεισμό, ο οποίος καθοριζόταν από τα ελληνικά νησιά στο ανατολικό Αιγαίο και θα ήταν πλήρης σε περίπτωση ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Για αυτό ακριβώς το λόγο η Τουρκία: Δεν υπέγραψε τη συμφωνία για το Δίκαιο της Θαλάσσης. Αμφισβητεί το δικαίωμα της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια, καθώς και την υφαλοκρηπίδα του Καστελλόριζου. Διεκδίκησε συγκυριαρχία στο Αιγαίο.

Επιβεβαιωτικό των πιο πάνω είναι η έκθεση την οποία συνέταξε ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στις συνομιλίες της Γενεύης το 1964 πρέσβης Δημήτρης Νικολαρεΐζης (14/7/1964), όπου ο Άτσενσον έθεσε κατά προτεραιότητα ζητήματα τα οποία είχαν σχέση με την ασφάλεια της Τουρκίας και όχι με τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων.

Συγκεκριμένα η έκθεση αναφέρει: «Την Τουρκία ευλόγως ανησυχεί μελλοντική τύχη Κύπρου. Διότι από Βορρά συνορεύει με τη Σοβιετικήν ΄Ενωσιν, εις ευρωπαϊκόν ηπειρωτικόν τμήμα της με Βουλγαρία και εν συνεχεία με Ελλάδα, η οποία δια συνόρων Έβρου και σειράς ελληνικών νήσων κυκλώνει Μικρασιατικήν ακτήν Τουρκίας. Κύκλωσις θα συνεπληρούτο εάν εις Ελλάδα περιήρχετο και Κύπρος, η οποία θα απετέλει νέαν σφήνα προς κατεύθυνση Κόλπου Αλεξανδρέττας. Τούτο Τουρκία δεν δύναται δεχθή».

 

Μετατροπή σε περιφερειακή δύναμη

Η νεο-Οθωμανική επεκτατική πολιτική που ακολουθεί αφορά τη μετατροπή της σε περιφερειακή δύναμη με παγκόσμια εμβέλεια καθώς και την επανάκτηση της Κύπρου. Την εκπόνηση του συγκεκριμένου σχεδίου ανέλαβε ο τότε καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και μετέπειτα πρωθυπουργός Νιχάτ Ερίμ. Οι δύο σχετικές εκθέσεις που ετοίμασε υποβλήθηκαν προς την τουρκική κυβέρνηση στις 22 Νοεμβρίου και στις 12 Δεκεμβρίου 1956 αντίστοιχα.

Το σχέδιο περιλάμβανε τις παρακάτω πέντε αρχές: 1. Οι διεκδικήσεις στην Κύπρο πρέπει να στηρίζονται σε πολιτικούς λόγους χωρίς να διαταράσσονται οι σχέσεις με τη Μ. Βρετανία. 2. Στο νησί υπάρχουν δύο διαφορετικές εθνικές κοινότητες, η καθεμιά από τις οποίες έχει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Η λύση θα αποφασισθεί με ξεχωριστά δημοψηφίσματα. 3. Η αρχή της αυτοδιάθεσης θα πρέπει να εφαρμοσθεί με τη μετακίνηση ελληνικού πληθυσμού, ώστε να υπάγεται στη διοίκηση της επιθυμίας του και να μην καταπατούνται τα δικαιώματα της τουρκικής κοινότητας που είναι μειοψηφία. Να διασφαλίζεται επίσης η ασφάλεια της Τουρκίας. 4. Η Τουρκία πρέπει να διασφαλίσει την προσφορότερη μορφή διχοτόμησης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα οικονομικά και στρατιωτικά της συμφέροντα, καθώς και τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων. Στην ασφάλεια της περιοχής που θα παραχωρηθεί στους «Ρωμιούς της Κύπρου» θα πρέπει να συμμετέχει και η Τουρκία, γιατί το θέμα σχετίζεται τόσο με την ασφάλεια της ίδιας, όσο και με αυτή της Μ. Ανατολής. 5. Πρέπει να επιδιωχθεί η ελεύθερη μετάβαση Τούρκων στην Κύπρο. Υπό την προϋπόθεση ότι θα ληφθούν τα σωστά μέτρα, το σύνολο του τουρκικού πληθυσμού μπορεί να αυξηθεί στο ποσοστό που ανερχόταν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τότε δεν θα υπάρχει ανησυχία για την έκβαση του δημοψηφίσματος που θα γίνει είτε για τον καθορισμό του συνόλου της νήσου, είτε για τη διχοτόμηση.

Το σχέδιο αυτό ανέλαβε στη συνέχεια το Γραφείο Ειδικού Πολέμου των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων να το πρακτικοποιήσει και να το θέσει σε εφαρμογή. Κατά παράβαση των Συνθηκών των Σεβρών και της Λωζάννης με υπαιτιότητα της Μ. Βρετανίας αλλά και την ανοχή των τότε κυβερνήσεων της Ελλάδας, η Τουρκία με την τριμερή διάσκεψη του Λονδίνου τον Σεπτέμβρη του 1955 επανήλθε στο Κυπριακό ως ενδιαφερόμενο μέρος και με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959 απέκτησε εγγυητικά και επεμβατικά δικαιώματα.

Βασική θέση στους τουρκικούς σχεδιασμούς είχε ο πληθυσμιακός διαχωρισμός στη βάση της εθνοτικής και θρησκευτικής προέλευσης. Με την καθοδήγηση και την επίβλεψη της Άγκυρας: Οργανώθηκε η Τ/κυπριακή τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ. Προετοιμάσθηκε και προκλήθηκε η τουρκοανταρσία τον Δεκέμβριο του 1963 και στη συνέχεια η αποχώρηση των Τ/κυπρίων υπουργών από την κυβέρνηση. Μετακινήθηκαν οι Τουρκοκύπριοι και περιορίσθηκαν σε θύλακες στους περισσότερους από οποίους δεν επιτρεπόταν στη νόμιμη κυβέρνηση να ασκεί έλεγχο. Οι Τουρκοκύπριοι προχώρησαν τον Μάρτιο του 1964 στη σύσταση της Γενικής Επιτροπής, η οποία τέθηκε υπό την ηγεσία του Φ. Κουτσιούκ και ανέλαβε παράνομα και αυθαίρετα την άσκηση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Τον ίδιο μήνα η Τουρκία προσέφυγε στο Σ.Α. του ΟΗΕ διεκδικώντας για τους Τ/Κύπριους μέρος της κυριαρχίας, αίτημα το οποίο είχε απορριφθεί με το ψήφισμα 186.

Μετά την αποτυχία κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με την τουρκοανταρσία του 1963-64 η Τουρκία επιχείρησε να επιβάλει τις θέσεις της με τον εκβιασμό και την απειλή της διχοτόμησης. Στην ουσία, μετά το 1960 η επιλογή αυτή δεν ήταν στις προθέσεις της. Αυτό επιβεβαιώνεται από σειρά εγγράφων και στοιχείων.

Επίσημα οι τουρκικές θέσεις υποβλήθηκαν, για πρώτη φορά, το 1965 στον πρώτο μεσολαβητή του ΟΗΕ για την Κύπρο Γκάλο Πλάζα. Όπως αναφέρει στην έκθεσή του συνοψίζονταν στα εξής: Εμμονή στο γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων, υπό ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης. Καταναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών για τη δημιουργία κατάστασης ώστε η κάθε κοινότητα να κατέχει χωριστό τμήμα. Η γραμμή διχοτόμησης θα αρχίζει βορειοδυτικά από το χωριό Γιαλιά της επαρχίας Πάφου, να διασχίζει το κέντρο της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου. Η βορείως της γραμμής περιοχή να διοικείται από την τουρκοκυπριακή κοινότητα, να περιλαμβάνει 1084 τετραγωνικά μίλια ή 38% της συνολικής επιφάνειας της Κύπρου. Καθεμιά των δύο χωριστών κοινοτικών περιοχών να απολαμβάνει αυτοκυβέρνησης σε όλα τα θέματα, εκτός των ομοσπονδιακών υποθέσεων. Εις την τουρκοκυπριακή ζώνη ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων να είναι μικρότερος του 10% του συνολικού πληθυσμού-της

Σχολιάζοντας τις τουρκικές προτάσεις στην έκθεσή του ο Γκάλο Πλάζα διατύπωσε τις παρακάτω απόψεις: Η αναφορά σε ομοσπονδία με γεωγραφικό διαχωρισμό υπεραπλοποιεί το θέμα. Ο διαχωρισμός των κοινοτήτων είναι απολύτως απαράδεκτος. Η υποχρεωτική μετακίνηση πληθυσμών είναι αντίθετη προς όλες τις πεφωτισμένες αρχές της εποχής μας συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που καθορίζονται στην Παγκόσμια Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Συνεπάγεται οικονομική και κοινωνική εξάρθρωση. Η κατάσταση αυτή θα αποτελεί διαρκή αν όχι μόνιμη αιτία αντιπαράθεσης. Η διαιρετική γραμμή των δύο περιοχών θα δημιουργήσει αναπόφευκτα πολλές διοικητικές δυσχέρειες. Ως ομοσπονδιακό σύστημα διακυβέρνησης δεν με έπεισε ότι αναπόφευκτα δεν θα οδηγήσει σε διχοτόμηση και τη δημιουργία εχθρικών συνόρων. Εάν ο σκοπός του διακανονισμού είναι η διατήρηση παρά η καταστροφή του κράτους και η ειρηνική ανάπτυξη του λαού, διερωτώμαι κατά πόσο η φυσική διαίρεση του λαού δεν είναι μέτρο προς λανθασμένη κατεύθυνση. Δεν πιστεύω όπως ισχυρίζεται η Τ/Κυπριακή ηγεσία ότι οι Ε/Κύπριοι και οι Τ/Κύπριοι δεν μπορούν και πάλι να ζήσουν ειρηνικά.

Συμπερασματικά, η έκθεση του Γκάλο Πλάζα καταλήγει στη διαπίστωση ότι η εφαρμογή των παραπάνω θέσεων θα οδηγήσουν κατευθείαν στη διχοτόμηση.

Καταλήγοντας στην έκθεσή του ο Γκάλο Πλάζα προτείνει και τα εξής: Ο διακανονισμός πρέπει να περιλαμβάνει ως κεφαλαιώδους σημασίας την τήρηση του καταστατικού χάρτη ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες για όλους τους κατοίκους άνευ διάκρισης φυλής, φύλου, γλώσσας ή θρησκείας. Οι κατοχυρώσεις για την Τ/Κυπριακή κοινότητα είναι δικαιολογημένες και πρέπει να παρασχεθούν. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Τ/Κυπριακή κοινότητα εξασφάλισε δικαιώματα από τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου πολύ περισσότερα από όσα δικαιούται. Επί του προκειμένου βλέπω μια ευκαιρία στα Η.Ε. να διαδραματίσουν πολύτιμο ρόλο, να ενεργήσουν ως εγγυητής των όρων του διακανονισμού.

Τέλος σημείωσε ότι τις κοινότητες τις θεωρεί ως δύο εθνικές ομάδες και δεν προσδίδει σε αυτές νομική ή πολιτική υπόσταση.

 

Η Τουρκία επιθυμεί λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας

Στις μυστικές συνομιλίες που είχαν πραγματοποιηθεί στο Παρίσι (17/12/1966) μεταξύ της Ελλάδας (κυβέρνηση αποστατών) και της Τουρκίας, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Τσαγλαγιαγκίλ, σύμφωνα με τα πρακτικά της συνάντησης ανέφερε ότι: «Τα σημερινά δεδομένα δεν επιτρέπουν ούτε ένωση ούτε διχοτόμηση. Για την αποτροπή των κινδύνων που προκύπτουν από την ανεξαρτησία της Κύπρου να της αφαιρεθεί η εξωτερική κυριαρχία».

Στις συνομιλίες του Έβρου οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου 1967 στην Αδριανούπολη (Κεσάνη) και την Αλεξανδρούπολη μεταξύ της ελληνικής στρατιωτικής χούντας και της κυβέρνησης της Τουρκίας, η τουρκική πλευρά σύμφωνα με τα πρακτικά της συνάντησης πρότεινε και πάλι τη λύση της Ομοσπονδίας με γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων δηλ. της Διζωνικής.

Συνόψισε δε τις θέσεις της για το Κυπριακό ως εξής: Διασφάλιση των στρατηγικών συμφερόντων της Τουρκίας. Η όποια συμφωνία θα πρέπει να παρέχει συγκεκριμένες εγγυήσεις. Διασφάλιση πολιτικής ισότητας την οποία καθιέρωσαν οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, για τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των δύο κοινοτήτων, όσο και της Ελλάδας και της Τουρκίας. Συγκεκριμένες εγγυήσεις για τη διασφάλιση της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Αναγνώριση χωριστής προσωπικότητας στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Συμμετοχή της τουρκοκυπριακής κοινότητας στη διοίκηση της νήσου. Διασφάλιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης των Τουρκοκυπρίων. Το μελλοντικό καθεστώς της νήσου να είναι καθεστώς το οποίο δεν θα μπορεί να παραβιασθεί. Λήψη μέτρων τα οποία να διασφαλίζουν το οικονομικό μέλλον των Τουρκοκυπρίων. Επίτευξη των παραπάνω με τη μεταβολή της Κύπρου σε ομοσπονδία με γεωγραφική βάση. Θα αποτελείται από δύο επαρχίες, την Ελληνική και την Τουρκική. Η καθεμιά θα έχει εσωτερική αυτονομία, νομοθετική, διοικητική και δικαστική εξουσία. Οι βρετανικές βάσεις οι οποίες θα εγκαταλειφθούν, θα περιέλθουν ανά μία στην κατοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ελλάδα και Τουρκία θα διατηρούν στην Κύπρο ισοδύναμες στρατιωτικές δυνάμεις σε αριθμό στρατιωτών και οπλισμού.

Στις 5/8/1974 ο Τούρκος πρέσβης στις ΗΠΑ Μεχίλ Ενενμπέλ σε συνάντησή του με τον υφυπουργό Εξωτερικών Τζ. Σίσκο μεταξύ άλλων είχε αναφέρει: «Η Τουρκία δεν πρόκειται να αποδεχθεί λύση διπλής ένωσης ή διχοτόμησης γιατί δεν θα επιτρέψει να υπάρχει ελληνικό νησί στην Αν. Μεσόγειο. Επιδιώκει λύση Ομοσπονδίας με γεωγραφικό διαχωρισμό».

Η Τουρκία ποτέ δεν απέκρυψε τις προθέσεις της για την επιβολή της παραπάνω μορφής λύσης, είτε διά μέσω των συνομιλιών με την Ελλάδα, είτε με στρατιωτική επιχείρηση. Γι’ αυτό και δημιούργησε ειδικό εκστρατευτικό σώμα το οποίο εγκαταστάθηκε στα νότια παράλια της Τουρκίας (περιοχή Αδάνων-Αλεξανδρέττας) και το οποίο είχε ως αποστολή τη διενέργεια απόβασης στην Κύπρο.

Φυσικά, η εκδήλωση οποιασδήποτε στρατιωτικής επιχείρησης θα έπρεπε να είναι επαρκώς δικαιολογημένη και να τυγχάνει διεθνούς νομιμότητας. Ενέργειες οι οποίες δικαιολογούσαν μια τέτοια στρατιωτική επιχείρηση, θα μπορούσαν να θεωρηθούν είτε η ανάληψη από την Εθνική Φρουρά στρατιωτικής δράσης εναντίον των Τουρκοκυπρίων, δικαιολογημένης (όπως το 1964 στη Μανσούρα) ή άνευ λόγου και αιτίας (όπως το 1967 στην Κοφίνου), είτε η ανατροπή της συνταγματικής νομιμότητας με την εκδήλωση πραξικοπήματος.

Για πρώτη φορά επίσημα η έννοια της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας έγινε αποδεκτή από το Εθνικό Συμβούλιο (με διαφωνία της ΕΔΕΚ) τον Ιούνιο του 1989 και στη συνέχεια εμφανίσθηκε στην έκθεση του γ.γ. του ΟΗΕ Πέρεζ Ντε Γκουεγιάρ τον Ιούλιο του 1989, στην οποία αναφερόταν ότι: «Η συμφωνία που θα εγκριθεί και από τις δύο κοινότητες σε ξεχωριστά δημοψηφίσματα, θα εγκαθιδρύσει μια ομοσπονδιακή δημοκρατία, δικοινοτική ως προς τη συνταγματική πτυχή και διζωνική ως προς την εδαφική πτυχή. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία θα αποτελείται από δύο πολιτικά ισότιμα ομόσπονδα κράτη».

Η παραπάνω πρόνοια υιοθετήθηκε στο ψήφισμα 649 του Συμβουλίου Ασφαλείας στις 12/3/1990. Στην ουσία η τουρκική επιδίωξη έγινε και επίσημα αποδεκτή, δυστυχώς με τη συγκατάθεση της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο συνδυασμός μάλιστα του γεωγραφικού διαχωρισμού με την πολιτική ισότητα οδηγεί στην πλήρη εξίσωση της μειοψηφίας με την πλειοψηφία, είτε στο επίπεδο της κοινότητας, είτε πολύ χειρότερα στο επίπεδο του «συνιστώντος κράτους», όπως προσδιορίσθηκε στις Ιδέες Γκουεγιάρ και επιβεβαιώθηκε στο Σχέδιο Ανάν.

Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στην πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων με την πολιτική ισότητα των πολιτών. Το δεύτερο είναι επιθυμητό και θα πρέπει να αγωνισθούμε να το διασφαλίσουμε γιατί κατοχυρώνεται από τον παγκόσμιο χάρτη δικαιωμάτων του πολίτη, αλλά και από το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Για την εφαρμογή της πολιτικής ισότητας ανάμεσα στις δύο κοινότητες σε περίπτωση επίλυσης του Κυπριακού, θα πρέπει να παραβιασθούν σημαντικά πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών, όπως η εγκατάσταση, το δικαίωμα περιουσίας, άσκησης του εκλογικού δικαιώματος. Στοιχεία ασύμβατα με την έννοια της ομοσπονδίας και εν πολλοίς συμβατά με την έννοια της συνομοσπονδίας.

Ο τ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Μιχ. Τριανταφυλλίδης, σε ομιλία του είχε αναφέρει σχετικά με το θέμα αυτό και τα ακόλουθα: «Η Τ/Κυπριακή θέση περί διζωνικότητας όπως τη βλέπουμε μέσα από δηλώσεις και διεκδικήσεις σαφώς προϋποθέτει περαιτέρω διαχωρισμό, πέραν του γεωγραφικού.Πρέπει να επιδιώξουμε οποιαδήποτε συμφωνία να προβλέψει επί ορθής βάσης σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την απόλαυση των τριών βασικών ελευθεριών σε όλο το χώρο της επικράτειας κατά πάντα χρόνο, απ’ όλους τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί, σημαίνει εγκατάλειψη της έννοιας της ομοσπονδίας, εμπλεκόμαστε σε έννοιες που έχουν σχέση μόνο με συνομοσπονδία, και, ο μη γένοιτο, μπορεί να καταλήξουμε και στο διαμελισμό».

Η υποβολή του Σχεδίου Ανάν έχει επιβεβαιώσει κατά τον καλύτερο τρόπο πως επιχειρείται να εφαρμοσθεί η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Ο λαός την έχει απορρίψει με συντριπτική πλειοψηφία. Οφείλουμε να σεβαστούμε τη λαϊκή ετυμηγορία, πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που αυτή αποτελεί το προτελευταίο στάδιο υλοποίησης του τουρκικού στόχου για επανάκτηση της Κύπρου.

Συμπερασματικά μπορούμε να σταδιοποιήσουμε την τουρκική επεκτατική πολιτική σε βάρος της Κύπρου ως εξής: Κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας διά μέσω της οποίας να: α) Κατοχυρώσουν κυριαρχικά δικαιώματα. β) Νομιμοποιήσουν ιδιοκτησιακά τουλάχιστον το 28-30% του εδάφους και νομιμοποιήσουν τουρκικό πληθυσμό περιλαμβανομένων των εποίκων σε ποσοστό πέραν του 30%. γ) Να ελέγχουν τη λειτουργία του κράτους και να καθορίζουν τις αποφάσεις του.

Τη στιγμή που θα κρίνουν ως κατάλληλη να οδηγήσουν σε κρίση με στόχο είτε την προσάρτηση ολόκληρης της Κύπρου στην τουρκική επικράτεια, είτε εάν αυτό δεν είναι δυνατό στη νόμιμη ανακήρυξη τουρκικού κράτους στην Κύπρο.

 

* Ομιλία του Μαρίνου Σιζόπουλου, προέδρου του Κ.Σ. ΕΔΕΚ, σε ημερίδα στελεχών των 5 κυπριακών κομμάτων που αντιτίθενται στις μεθοδεύσεις Αναστασιάδη για την επίλυση του Κυπριακού. Η ημερίδα πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία, στις 20 Δεκεμβρίου 2016.

Σχόλια

Exit mobile version