Ταλέντο «που έχει πέσει σε λάθος χέρια» χαρακτηρίζεται απαξιωτικά από τους ναζί η περίπτωση του θρυλικού βιρτουόζου τζαζ κιθαρίστα Τζάνγκο Ρέινχαρντ (1910-1953), τσιγγάνου και «σακάτη», στην αντιρατσιστική και αντιφασιστική βιογραφική μυθοπλασία Τζάνγκο, ο Βασιλιάς του Σουίνγκ, πρώτη σκηνοθετική προσπάθεια του Γάλλου παραγωγού Ετιέν Κομάρ, βασισμένη σε βιογραφικό μυθιστόρημα.

Διακεκριμένος για την ταχύτητα των κιθαριστικών ακόρντων του, ο γεννημένος στο Βέλγιο μουσικός μεσουρανούσε στη γαλλική σουίνγκ σκηνή του ’30, όντας από τους πρώτους που ενέταξε στο τζαζ ρεπερτόριο την κιθάρα, πλάι στα πνευστά και στο πιάνο. Έχοντας προσαρμόσει το παίξιμο του αριστερού χεριού μόνο στα δύο δάχτυλα, καθώς τα υπόλοιπα είχαν παραλύσει, μετά από σοβαρά εγκαύματα σε ατύχημα, κατέκτησε τον τίτλο του κορυφαίου δεξιοτέχνη κιθαρίστα-μανούς, δηλαδή της τσιγγάνικης τζαζ, ανάγοντας την επίκτητη αναπηρία του σε μοναδικό μουσικό στυλ που έμεινε στην ιστορία. Εκτός από το ιδιότυπο παίξιμο, ο Ρέινχαρντ εισήγαγε χορδές από ατσάλι στην ακουστική κιθάρα του, ενώ παρέα με τον ιταλικής καταγωγής Γάλλο δεξιοτέχνη βιολιστή Στεφάν Γκραπελί (1908-1997) ίδρυσαν το 1934 το περίφημο κουιντέτο εγχόρδων Quintet du Hot Club de France.

Ο αναγνωρισμένος μουσικός Τζάνγκο (Ρεντά Καντέμπ), που συνεχίζει να βιοπορίζεται από τις συναυλίες του στην κατοχική Γαλλία του 1943, επιχειρεί να διαφύγει μαζί με την ηλικιωμένη μητέρα του και την νεαρή σύζυγό του στην Ελβετία, με τη βοήθεια της Γαλλίδας ερωμένης του Λουίζ ντε Κλερκ (Σεσίλ ντε Φράνς), σε συνεργασία με τη Γαλλική Αντίσταση, προκειμένου να αποφύγει να παίξει για τον Χίτλερ στο Βερολίνο.

***

Η ταινία ανοίγει με τον Τζάνγκο να ψαρεύει αμέριμνος στον Σηκουάνα, ενώ η αίθουσα συναυλίας όπου εμφανίζεται είναι ήδη κατάμεστη. Αρχίζοντας με τη γνωστή επιτυχία του Minor swing, συνεχίζει με το ρώσικο τσιγγάνικο Μαύρα μάτια, σε εμπνευσμένη δική του μανούς-διασκευή, ξεσηκώνοντας το ακροατήριο που λικνίζεται όρθιο, χτυπώντας ρυθμικά παλαμάκια, πράγμα που ενοχλεί τους Γερμανούς αξιωματικούς στις πρώτες σειρές.

Τον απείθαρχο και απρόβλεπτο ευτραφή Τζάνγκο, παρατσούκλι που σημαίνει «ξυπνάω» στα τσιγγάνικα, με μαύρα μαλλιά κολλητά με μπριγιαντίνη και κοντό μουστακάκι, παρουσιαστικό που ενέπνευσε και τον δικό μας Μανώλη Χιώτη, ενσαρκώνει ο Γαλλοαλγερινός Καντέμπ, που το μόνο κοινό, εκτός από το μουστάκι, που μοιάζει να έχει με τον Ρέινχαρντ είναι η προσέγγιση της τσιγγάνικης αυθάδειας, μέσα από την αργκό αλγερινή προφορά της γαλλικής γλώσσας. Ο Καντέμπ έκανε εντατικά μαθήματα κιθάρας για ενάμιση χρόνο, ώστε στα κοντινά να δείχνει πειστικά πως παίζει ο ίδιος. Εύστοχη αναφορά στην επίκτητη αναπηρία του Ρέινχαρντ γίνεται με το ρατσιστικό χαρακτηρισμό της, ως εκφυλιστικού γνωρίσματος κατώτερης φυλής, κατά την εξευτελιστική εξέτασή του από γιατρούς της φιλογερμανικής κυβέρνησης Βισύ.

Σε μια εναρμονισμένη με την εποχή χρωματική απόδοση στα σκηνικά και στα κουστούμια, τονίζεται ιδιαίτερα το ατμοσφαιρικό λυκόφως στον τσιγγάνικο καταυλισμό, όπου συγκεντρώνονται όλοι γύρω από τη φωτιά, ανταλλάσσοντας μουσικούς αυτοσχεδιασμούς.

Οι παριζιάνικες νύχτες στα παράνομα τζαζ καταγώγια και στα καμπαρέ, επί γερμανικής κατοχής, απεικονίζονται πνιγμένες στους καπνούς των τσιγάρων, υπό τους ανέμελους ήχους του σουίνγκ, που μεταφέρθηκε στην εμπόλεμη Ευρώπη από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου καλλιεργήθηκε ήδη από τον μεσοπόλεμο. Η τζαζ διαμορφώθηκε με την ενσωμάτωση αφρικανικών ρυθμών, πριν τυποποιηθεί σε άνευρες αντιγραφές, ώστε να συγχρονίζονται με τους γρήγορους ρυθμούς της μαζικής παραγωγής, σύμφωνα με τους εύστοχους -τουλάχιστον αρχικά- συλλογισμούς του Αντόρνο.

Σε αντιστοιχία με την απαγόρευση των δικών μας ρεμπέτικων, επί Μεταξά, η επίσης λαϊκής προέλευσης τζαζ απαγορεύτηκε στη Γερμανία, μετά τον Α΄ ΠΠ, ως κατώτερη μουσική, επιζήμια για το μεγαλείο της άριας φυλής. Στην ταινία, γίνεται αναφορά στη λογοκρισία της τζαζ, με το κατεβατό των περιορισμών που επέβαλαν οι Ναζί.

Μετεξέλιξη της πρώιμης τζαζ φόρμας του ράγκτάιμ, το σουίνγκ αναπτύχθηκε στην Αμερική στις αρχές του ’30 και παρέμεινε δημοφιλές μέχρι την εμφάνιση του μπίμποπ. Μετά τις πρώτες αμερικάνικες μεγάλες ορχήστρες με πνευστά, το σουίνγκ εξελίχθηκε με την εισαγωγή εγχόρδων, ενώ το κλαρινέτο έγινε πρωταγωνιστικό όργανο.

Στην Ευρώπη, το σουίνγκ εξελίχθηκε μέσα από τους πλανόδιους τσιγγάνους μουσικούς, που εισήγαγαν κιθάρα και βιολί, προσαρμόζοντας τις γρήγορες ρυθμικές εναλλαγές στην τσιγγάνικη κιθαριστική παράδοση, δημιουργώντας την τζαζ-μανούς.

***

Μετά τους ναζιστικούς περιορισμούς της τζαζ, ο Ρέινχαρντ, όπως αποκαλύπτεται και στην ταινία, επιχείρησε να συνθέσει πένθιμη λειτουργία για ορχήστρα και εκκλησιαστικό όργανο, αφιερωμένη στους τσιγγάνους που χάθηκαν στα κρεματόρια.

Η ταινία κλείνει τον Μάη του 1945, όταν για μία και μοναδική φορά παίχτηκε ζωντανά σε κοινό αυτό το Ρέκβιεμ για τους τσιγγάνους αδερφούς μου, με τον Τζάνγκο να διευθύνει γεμάτος συγκίνηση, λίγο πριν η οθόνη γεμίσει από φωτογραφικά πορτρέτα τσιγγάνων του Ολοκαυτώματος.

Η ταινία επικεντρώνεται στην τσιγγάνικη καταγωγή του κιθαρίστα ως το καθοριστικό στοιχείο του μουσικού ταμπεραμέντου του και αναδεικνύει το χαμένο ρέκβιεμ που ανασυστήθηκε ελεύθερα από τον Αυστραλό μουσικό Ουόρεν Έλλις, συνθέτη της πρωτότυπης μουσικής της ταινίας και συνεργάτη του Νικ Κέιβ, με τον οποίο έχουν συνυπογράψει εξαιρετικές κινηματογραφικές μουσικές.

Απλή στην κατασκευή της και δίχως συναισθηματικές εξάρσεις, η συμβατική αυτή ταινία εστιάζει εντούτοις σε σημαντικά ιστορικά θέματα, που σπάνια θίγονται στο σινεμά, όπως ο διωγμός και τα ναζιστικά πογκρόμ των τσιγγάνων επί Γ΄ Ράιχ, αλλά και η γεμάτη αντιφάσεις στάση των Γάλλων καλλιτεχνών, που αποτέλεσε θέμα πολλών διδακτορικών διατριβών.

Στις σπάνιες κινηματογραφικές αναφορές στο τσιγγάνικο ολοκαύτωμα (Porajmos) συγκαταλέγεται και το Korkoro (2009) του Γαλλοαλγερινού τσιγγάνου Τονί Γκατλίφ. Στην ταινία Swing (2002), ο Γκατλίφ αναφέρεται στο κιθαριστικό σουίνγκ-μανούς του Ρέινχαρντ, με ήρωα ένα αγόρι που ζητάει να μάθει κιθαριστικά ακόρντα από έναν τσιγγάνο, που τον ερμηνεύει ο πραγματικός Γάλλος μανούς-κιθαρίστας Τσάβολο Σμιτ, ίδιος ο Ρέινχαρντ και συνθέτης των σουίνγκ της ταινίας, με άλλη μια απίστευτη μανούς διασκευή του Μαύρα μάτια.

Αλλά και ο λάτρης της τζαζ Γούντι Άλεν χρησιμοποίησε σχεδόν αποκλειστικά σουίνγκ επιτυχίες στις σύγχρονες ερωτικές φαρσοκωμωδίες του. Στην ταινία του Συμφωνίες και Ασυμφωνίες (1999), φόρο τιμής στον Τζάνγκο Ρέινχαρντ, δανείζεται στοιχεία του μουσικού, για να συνθέσει άλλον έναν απολαυστικό αντί-ήρωα, με τον δεξιοτέχνη κιθαρίστα Χάουαρντ Άλντεν να ντουμπλάρει τον Σον Πεν, που ερμηνεύει έναν μυθοπλαστικό αλαζόνα τζαζ κιθαρίστα, εφάμιλλο του θρυλικού Ρέινχαρντ.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!