Πιστή στις… αρχές της αμερικανικής προπαγάνδας και η νέα ταινία του 84χρονου σκηνοθέτη

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Ο βραβευμένος με Όσκαρ Κλίντ Ίστγουντ, γνωστός για τις αντιδραστικές του πεποιθήσεις, συνεχίζει ακάθεκτος το προπαγανδιστικό του έργο. Μετά τα συγκινητικά -για πολλούς- δράματα που τον καθιέρωσαν ως αξιοσημείωτο σκηνοθέτη (Million Dollar Baby/2004, Gran Torino/2008), επιδόθηκε στην κατάκτηση μιας εθνικών φρονημάτων υστεροφημίας, επιχειρώντας να εγγράψει με τις ταινίες του στη συλλογική μνήμη την πρόσφατη αμερικανική ιστορία, απαλλαγμένη από κάθε πολιτικό στοχασμό (Οι σημαίες των προγόνων μας/2006, J. Edgar/2011).

Με τη νέα του ταινία Ελεύθερος Σκοπευτής, μεγάλη ήδη εισπρακτική επιτυχία και με 6 υποψηφιότητες για Όσκαρ, ο 84χρονος Κλιντ Ίστγουντ στρέφεται στον αραβικό κόσμο. Βασιζόμενος στο αυτοβιογραφικό βιβλίο ενός βετεράνου του Ιράκ, εμφανίζει έναν Τεξανό επαρχιώτη να μεταλλάσσεται σε δεινό ελεύθερο σκοπευτή και ήρωα πολέμου.

Ένα συστηματικά καλλιεργούμενο πατριωτικό κλίμα ανάγει τη συμμετοχή του Αμερικάνου πολίτη στις απανταχού συρράξεις σε ύψιστο καθήκον υπεράσπισης της πατρίδας. Εστιάζοντας στην ψυχολογική εμβάθυνση του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα, με τον Μπράντλεϊ Κούπερ στο ρόλο, ξεκινά με τον ήρωα στο πεδίο μάχης, με το δάκτυλο στη σκανδάλη, να ετοιμάζεται να πυροβολήσει τον πρώτο του ανθρώπινο στόχο και στη συνέχεια τον παρουσιάζει μέσα από μια αναδρομή στο παρελθόν του. Σκιαγραφώντας ένα αποδεκτό πρότυπο ήρωα, επιλέγει ένα προς ένα τα στάδια που τον σφυρηλατούν: αυστηρή πατρική διαπαιδαγώγηση, ανάληψη ευθύνης με τη φροντίδα του μικρότερου αδερφού, κατάταξη στο στρατό, σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση, επιλογή του σωστού κοριτσιού για μητέρα των παιδιών του και φυσικά άγριες μάχες, στην πρώτη γραμμή του πυρός. Η υποτιθέμενη προστατευτική συμπεριφορά, ουσιαστικά, συγκαλύπτει μια επιθετική στάση ζωής, μέσα από τη διαστρέβλωση εννοιών όπως υπευθυνότητα και αυτοθυσία.

Υπόδειγμα μέσου Αμερικανού επαρχιώτη, ο ξανθός γαλανομάτης Μπράντλεϊ Κούπερ αποδείχτηκε σωστή επιλογή, αφού απέκτησε και τον ανάλογο σωματότυπο, σαν υπεράνθρωπος από κόμικς.

Η τηλεοπτική εικόνα της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους αποτελεί το υπέρτατο κίνητρο για την τυφλή πίστη του ήρωα στην υπεράσπιση της πατρίδας, με την πλαστή πεποίθηση πως η χώρα βάλλεται αδίκως, δίχως την παραμικρή αμφιβολία περί του αντιθέτου. Το γεγονός πως ο ήρωας ανήκει σε στρατό μισθοφόρων αποσιωπάται σκόπιμα, ενώ δεν αναγνωρίζεται σε άλλους λαούς το δικαίωμα αντίστασης στον ξένο κατακτητή και υπεράσπισης της δικής τους πατρίδας. Παράλληλα, τονίζεται κυνικά ότι η ζωή ενός Αμερικανού στρατιώτη έχει προφανώς μεγαλύτερη αξία από αυτή των Ιρακινών. Έτσι, δικαιώνεται στο φαντασιακό του θεατή ο φόνος ενός μικρού παιδιού και της μητέρας του, με την αποκάλυψη πως ήθελαν να πετάξουν οβίδα, γεγονός που παραπέμπει στα αντίποινα των Ες-Ες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Συχνά ο φακός του σκηνοθέτη ταυτίζεται με τη διόπτρα του όπλου, ταυτίζοντας έτσι και την κάμερα με το βλέμμα του σκοπευτή-ήρωα, σε μια μόνιμα επιθετική στάση που πλασάρεται ως αμυντική. Μακριά από τον ντοκιμαντερίστικο ωμό ρεαλισμό σε πολεμική ταινία που καθιέρωσε σοκάροντας η Κάθριν Μπίγκελόου με το οσκαρικό Hurt locker (2007), η συμβατική σκηνοθεσία του Ίστγουντ προπαγανδίζει εξίσου αποτελεσματικά την αμερικάνικη στρατηγική, κατευθύνοντας υπογείως μια ομαλή ταύτιση του θεατή με τον ήρωα, ιδίως όταν αντιστοιχεί σε αληθινό πρόσωπο.

Τη μουσική του Ελεύθερου Σκοπευτή υπογράφει όπως και στις προηγούμενες ταινίες του, ο ίδιος ο Ίστγουντ. Στις σκηνές γενικευμένης πολεμικής έντασης τα αυτοσχεδιαστικά σόλο στη ντραμς δίνουν ρυθμό στις εικόνες μάχης.

Στις λεγόμενες «αντιπολεμικές» ταινίες του ’80 για το Βιετνάμ, 15 χρόνια μετά, με την εδραιωμένη αντίληψη της αίσθησης του πολέμου ως αναπόφευκτου κακού, στιγματίζονταν οι αλλεπάλληλοι σκοτωμοί. Αντιθέτως, στη μετά την 11η Σεπτεμβρίου εποχή, και αντίστοιχα σε απόσταση 15ετίας από τη σύρραξη στο Ιράκ, οι δολοφονίες πολιτών παρουσιάζονται πλήρως δικαιολογημένες, στο όνομα της πάταξης της τρομοκρατίας. Ταινίες όπως το Platoon (1986) και Γεννημένος την 4η Ιουλίου (1989) του αμετανόητου «δημοκράτη» Όλιβερ Στόουν, θεωρούνται σήμερα «χίπικες», μπρος στις ταινίες του Ίστγουντ, που ευθυγραμμίστηκε με το δόγμα Μπους, ενάντια στο «σατανικό» Ισλάμ, κατατάσσοντας σύσσωμο τον αραβικό κόσμο στους απολίτιστους και εν δυνάμει σατανικούς τρομοκράτες, ενώ δεν διστάζει να παρουσιάζει τους Ιρακινούς και ως φοβισμένους δωσίλογους, που συνεργάζονται με τον αμερικανικό στρατό, στο πλαίσιο ανάδειξης της αμερικανικής υπεροπλίας.

Προσβλητική είναι και η αντιμετώπιση των αραβικών, ως «ακαταλαβίστικη» γλώσσα των «κακών», συχνά χωρίς μετάφραση, ενώ θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό να παρουσιάζονται ισοπεδωμένες οι άλλοτε θρυλικές πόλεις των ανατολίτικων παραμυθιών, κοιτίδες αρχαιότατων πολιτισμών.

Διά χειρός Κλιντ Ίστγουντ αυτή η απαράδεκτη προπαγανδιστική ταινία ρίχνει λάδι στη φωτιά μιας άκρατης μισαλλοδοξίας, σε μια εποχή που απομακρύνονται ολοένα τα βασικά πολιτικά αίτια και επικρατεί η παράνοια των φονταμενταλιστών.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός/κριτικός κινηματογράφου

([email protected])

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!