Για την ταινία Ένας Δράκος έρχεται, που προβάλλεται αποκλειστικά στο ΑΣΤΥ

Της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Οι μετεξελίξεις της ιρανικής κοινωνίας εκφράστηκαν μέσα από διάφορες τάσεις στο ιρανικό σινεμά, μετασχηματίζοντας την εθνική κινηματογραφία, σε άμεση αντανάκλαση των φάσεων εξέλιξης του ευρωπαϊκού σινεμά. Η κοινωνική διάσταση μιας υπανάπτυκτης, βαθιά ισλαμικής κοινωνίας, εκφράστηκε με έναν ιταλότροπο νεορεαλισμό. Η δυναμική του σινεμά βεριτέ υπεισήλθε στη διαμόρφωση πιο απελευθερωμένης πολιτικής προβληματικής, με εκπροσώπους άξιους σκηνοθέτες όπως ο Παναχί, που επειδή τόλμησαν να μιλήσουν για ανελευθερία και λογοκρισία τέθηκαν σε δυσμένεια, με φυλακίσεις και απαγόρευση δημιουργίας ταινιών.

Την τελευταία δεκαετία, αναπτύχθηκε στα αστικά κέντρα το κίνημα μιας μαχητικής νεολαίας ενάντια στις θρησκευτικές αγκυλώσεις του θεοκρατικού παρελθόντος, παρά την άγρια καταστολή. Αυτό εκφράστηκε στο σινεμά από μια νέα τάση πειραματισμού, με ανανεωμένες πρωτοποριακές σκηνοθετικές φόρμες γκονταρικής επιρροής, ενώ αναδείχτηκε το σινεμά είδους, με θρίλερ και βαμπιρικές θεματολογίες.

Παράλληλα, αναπτύχθηκε και μια συντηρητική τάση ρεαλισμού, περιορισμένη στα προβλήματα του ζευγαριού και στην ηθική διάσταση του γάμου, του διαζυγίου και της οικογένειας (Φαραντί), που απασχολούσαν μια ανερχόμενη αστική τάξη στις μεγαλουπόλεις, τάση που επιβραβεύτηκε με διακρίσεις στα διεθνή φεστιβάλ της Δύσης.

Η περίπτωση του 47χρονου Ιρανού Μάνι Χαγκίγκι εκπροσωπεί μια λιγότερο διαδεδομένη τάση ενός σουρεαλιστικού, καλλιτεχνικού σινεμά, γεμάτου εικαστικές αναφορές, όπως η τελευταία του ταινία Ένας Δράκος έρχεται, που προβάλλεται αποκλειστικά στο ΑΣΤΥ.

Με την ανάκριση ενός ντετέκτιβ, σχετικά με μια υπόθεση που συνέβη 50 χρόνια πριν, η ταινία τοποθετείται στα 1965, όταν μετά τη δολοφονία του Ιρανού πρωθυπουργού Χασάν Αλί Μανσούρ, ένας πολιτικός κρατούμενος βρέθηκε κρεμασμένος μέσα σ’ ένα εγκαταλελειμμένο πλοίο, δίπλα σ’ ένα παλιό νεκροταφείο, καταμεσής στην έρημο. Λόγω του θρύλου πως κάθε φορά που κάποιος θαβόταν στο νεκροταφείο, άνοιγε η γη το στόμα της και γινόταν σεισμός, ο ντετέκτιβ συνεργάστηκε με έναν μηχανικό ήχου και έναν γεωλόγο. Η αφηγηματική ροή του παρελθόντος διακόπτεται με κάποιες υποτιθέμενες συνεντεύξεις στο σήμερα, εισάγοντας και την αισθητική του σινεμά-βεριτέ. Άνθρωποι που προσέγγισε η αστυνομία μιλάνε για τη μυστήρια αυτή υπόθεση, με πολιτικούς σχολιασμούς για το ρόλο των μυστικών υπηρεσιών, αλλά και αναφορές στους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες.

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης ομολογεί πως εμπνεύστηκε τον τίτλο από την ταινία Εισάγετε τον δράκο (1973), του Μπρους Λι, περικλείοντας όμως και τη διττή σημασία γύρω από την αναζήτηση της αλήθειας, καθώς εμπλέκονται δραματοποιημένες αφηγήσεις, φωτογραφίες, ηχητικό υλικό ανακρίσεων, χαμένα έγγραφα και κρυμμένα βιβλία κάτω από ένα παλιό πάτωμα. Οι γραμμένες σε αραμαϊκή γραφή σανίδες του πλοίου αφηγούνται μια ιστορία αποκρυπτογράφησης, στην υποτιθέμενη ανακατασκευή μιας σκοτεινής υπόθεσης που διερευνάται σε βάθος χρόνου.

Μέσα από μια κατεξοχήν παραμυθένια δομή, με διαφορετικά επίπεδα εγκιβωτισμού ιστορίας μέσα σε ιστορία, σύμφωνα με την παράδοση των περσικών παραμυθιών, ο σκηνοθέτης συνδυάζει εμπνευσμένα ιστορική αλήθεια, βιώματα και συλλογική μνήμη με την τέχνη του σινεμά, εφευρίσκοντας διαρκώς διαφορετικούς τρόπους κινηματογραφικής προσέγγισης.

Εγγονός του Εμπραχίμ Γκολεστάν, σημαντικού εκπροσώπου του Νέου Κύματος του ιρανικού κινηματογράφου, ο Χαγκίγκι χρησιμοποιεί ως φόρο τιμής και κάποια αποσπάσματα της ασπρόμαυρης ταινίας του The Brick and the Mirror (1965), ενώ μετουσιώνει στιγμιότυπα των παιδικών του αναμνήσεων και πολιτικές μνήμες, μαζί με προφορικές δεισιδαιμονίες και καλλιτεχνικές αναφορές σε συγγραφείς, ταινίες και σκηνοθέτες, σε μια ποιητική φιλμική ανακατασκευή της αλήθειας, μέσω της τέχνης. Μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από καρέ του γερμανικού κόμικς επιστημονικής φαντασίας Στόρμ, η εντυπωσιακή κινηματογραφική εικόνα στην κοιλάδα της ερήμου, με το νεκροταφείο και το καράβι, μια ξεκοιλιασμένη εγκαταλελειμμένη κιβωτό, σαν νεκρό κήτος που έχει εξοκείλει, ενώ στον ουρανό ξεπετάγονται πολύχρωμες πινελιές, από ένα μπουκέτο μπαλόνια, μαγικές εικόνες σουρεαλιστικής υφής, που ανακαλούν τη χαμένη αίγλη του αποκαλούμενου πανευρωπαϊκά «σινεμά του βλέμματος», από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.

Δίπλα στην επιμελημένη σκηνογραφία με το κατασκευασμένο νεκροταφείο και το τεράστιο πλοίο, έχουμε βραχώδη γλυπτά τοπία που είχε χρησιμοποιήσει ως φόντο και ο Κιαροστάμι στις δικές του ταινίες. Με έντονες σινεφιλικές επιρροές από τους Βέντερς, Χέρτζογκ, Γκίλιαμ και τους φιλολογικούς συμβολισμούς των αδερφών Ταβιάνι, ο Χαγκίγκι μετουσιώνει παραμυθένια το θρύλο ενός ζωντανού υπεδάφους, που σείεται σαν να κρύβει από κάτω κάποιον δράκο. Ο ηχολήπτης που ηχογραφεί ανάμεσα στα βράχια φυσικούς ήχους, παραπέμπει στο Lisbon Story (1994), του Βέντερς. Αναφορά στο γοητευτικό σύμπαν του Βέντερς αποτελεί και όλη η μυστήρια διάθεση περιπλάνησης σε αχανή τοπία, με μια ακαταμάχητη παλιά Σεβρολέ χρώματος έντονου πορτοκαλί, σε αντίθεση με τις σβησμένες αμμουδερές ερημικές εκτάσεις, ανακτώντας τη λησμονημένη αίσθηση ενός κινηματογραφικού βλέμματος, που ατενίζει τον μακρινό ορίζοντα. Αναφορά υπάρχει και στον Γουές Άντερσον, όχι μόνο στην εγκιβωτισμένη αφήγηση (Ξενοδοχείο Grand Budapest /2014) αλλά και στον λεπτομερή φετιχισμό της δόμησης των χαρακτήρων, με τα ιδιαίτερα προσωπικά αντικείμενα στις βαλίτσες των τριών πρωταγωνιστών, που αντιστοιχούν όχι μόνο στον ειδικό εξοπλισμό καθενός, αλλά περιγράφουν και το χαρακτήρα τους. Η ιδιότητα του ντετέκτιβ, μαζί με την εκτός κάδρου αφήγηση, παραπέμπει στο φιλμ νουαρ, σε μια ταινία που παίζει με μια νεο-νουάρ αισθητική, μέσα από τις ενδυματολογικές επιλογές, με παντελόνια με τιράντες, καπέλα και καμπαρντίνες. Αναφορά σε χίπικες αμφιέσεις γίνεται κυρίως με τα λουλουδάτα πουκάμισα του μουσάτου μακρυμάλλη ηχολήπτη, που ταΐζει ένα μωρό με μπιμπερό, τυλιγμένος με μεταξωτά μαντήλια σε αντιθετικούς χρωματισμούς, σε μια θηλυκής ευαισθησίας κοκεταρία.

Η πρωτότυπη μουσική του Κριστόφ Ρεζάι δίνει ρυθμό στην αφήγηση, με μια έθνικ μίξη ζουρνά με ηλεκτρομπίτ και έντονα ρυθμικά κρουστά, ενώ σε μια σκηνή με μαυροντυμένες μοιρολογίστρες ακούγονται νυκτά ιδιόφωνα όργανα, καθώς όλες μαζί παίζουν στοματική άρπα.

Δεν θα καταλάβει κάποιος μια τέτοια «φευγάτη» ταινία, αν δεν την δει, θα λέγαμε, παραφράζοντας τη ρήση του ήρωα «δεν θα με καταλάβεις αν δεν το καπνίσεις»…

 

* H Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!