Πώς έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και συναντήθηκαν μια αδέξια και ντροπαλή κοκκινομάλλα Καναδέζα τουρίστρια, η λιπόσαρκη Φιόνα (Φιόνα Γκόρντον) και ένας κοκκαλιάρης χαμογελαστός άστεγος, ο Γάλλος Ντομ (Ντομινίκ Αμπέλ), που ζει σε σκηνούλα δίπλα στον Σηκουάνα, μας περιγράφει η απολαυστικά τρελή και συνάμα τρυφερή γαλλοβελγική κωμωδία Ξυπόλυτοι στο Παρίσι, του αχτύπητου ντουέτου, εδώ και μια εικοσαετία, σκηνοθετών και ηθοποιών, Ντομινίκ Αμπέλ και Φιόνα Γκόρντον. Εξηντάρηδες ήδη, με έδρα τις Βρυξέλλες, ο Βέλγος Αμπέλ και η Καναδικής καταγωγής Αυστραλέζα Γκόρντον, αληθινό ζευγάρι και στη ζωή, ξεδιπλώνουν το χορευτικό και ερμηνευτικό ταλέντο τους στις μικρού και μεγάλου μήκους κωμικές ταινίες τους. Εδώ, επέλεξαν να συμπληρώσουν τη θεαματική χοροθεατρική τους εμφάνιση με δύο εξαιρετικούς ηλικιωμένους Γάλλους ηθοποιούς, τον 83χρονο κωμικό Πιερ Ρισάρ και την θρυλική Εμανουέλ Ριβά (Χιροσίμα αγάπη μου, Αλέν Ρενέ / 1959), στην τελευταία κινηματογραφική της εμφάνιση, λίγο πριν σβήσει το 2017, στα 89 της χρόνια.
Η βιβλιοθηκάριος Φιόνα αφήνει το χιονισμένο χωριό της, στο βορά του Καναδά, για να συντρέξει την υπέργηρη θεία της Μαρτά στο Παρίσι, μετά από επιστολή-έκκληση της ίδιας. Φορώντας ένα καταπράσινο πουλόβερ και ένα ψηλό κατακόκκινο σακίδιο εκστρατείας στις πλάτες, φτάνει στο Παρίσι. Εκεί, όλο το σύμπαν συνωμοτεί μέσα από απίστευτες συμπτώσεις και κωμικά ευτράπελα, για να συναντηθούν δύο μοναδικά ταιριαστοί άνθρωποι, ενώ η θεία, άφαντη, προσπαθεί να αποφύγει τον εγκλεισμό της σε οίκο ευγηρίας.
***
Συμπαθητικά άχαρη φιγούρα, μεταξύ Όλιβ του Ποπάι και Πίπης Φακιδομύτη σε ώριμη εκδοχή, η Φιόνα, με σωληνωτή φούστα, κοτσίδες τυλιγμένες στο κεφάλι και γυαλιά μυωπίας με χοντρό σκελετό, διαρκώς σκοντάφτει παρασέρνοντας πράγματα, ενώ η πτώση της στο ποτάμι δρομολογεί σωρεία αλλοπρόσαλλων συμβάντων. Ο κοκκαλιάρης Ντομ, με φουντωτά σαν φρικιό μαλλιά και φαρδύ παντελόνι, κυκλοφορεί σφυρίζοντας, ενώ αναζητά τροφή στους κάδους των καθωσπρέπει εστιατορίων.
Επαναφέροντας το σινεμά στην πρωταρχική του ψυχαγωγική διάσταση, ο κινηματογράφος των Αμπέλ και Γκόρντον εδράζει στην παράδοση της παντομίμας και των κλόουν του τσίρκου, απ’ όπου ξεπετάχτηκαν και οι πρώτοι κωμικοί του βωβού κινηματογράφου, διαμορφώνοντας το μπουρλέσκ, που ακολούθησαν αργότερα και στον ομιλούντα κινηματογράφο, οι Ζακ Τατί, Άκι Καουρισμάκι και τελευταία ο Γουές Άντερσον, με εμπνευσμένη χρήση ήχου και μουσικής.
Οι τρεις βασικοί χαρακτήρες, Φιόνα, Ντομ και Μαρτά, αναπτύσσονται σε τρία ξεχωριστά κεφάλαια, με τίτλο το όνομά τους. Η μη γραμμική αφήγηση δημιουργεί αρχικά παρερμηνείες, που αποκαθίστανται όταν η πλοκή επιστρέφει στις αντίστοιχες χρονικές στιγμές, σε άλλο κεφάλαιο, υπό το πρίσμα κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά. Με τη χρονική ασυνέχεια, αντιλαμβανόμαστε σταδιακά την ανταλλάξιμη χρήση μερικών φετιχιστικών αντικειμένων, που εξελίσσουν τη φιλμική πλοκή, χτίζοντας αλληλεπίδραση μεταξύ των τριών χαρακτήρων.
Οι Αμπέλ και Γκόρντον αναπτύσσουν ένα σκηνοθετικό στυλ με συχνά σταθερά και μετωπικά πλάνα, σύμφωνα με τη θεατρική μετωπικότητα και το δισδιάστατο ζωγραφικό κάδρο. Η διαμόρφωση των μυθοπλαστικών χαρακτήρων εδράζει σε στερεοτυπικά δοσμένα χαρακτηριστικά, όπως στα κόμικς, που αναδεικνύουν ξεχωριστά γνωρίσματα, κουσούρια και διαθέσεις.
***
Μακριά από τις σύγχρονες κωμωδίες που παρερμηνεύοντας τη σουρεαλιστική παράδοση του παράλογου περιορίζονται σε μια ολοένα αυξανόμενη βία και επιθετικότητα, μέσα από κακιασμένες ατάκες και ρατσιστικούς σχολιασμούς, οι Αμπέλ και Γκόρντον προάγουν μια ευγενική προσέγγιση του τι θεωρείται αστείο. Με επίκεντρο τη σωματική διάσταση του κωμικού στοιχείου, όπως στους κλόουν, σε μια επεξεργασμένη χορογραφημένη κινησιολογία παντομίμας, βγάζουν αβίαστα γέλιο από μη ρεαλιστικές καταστάσεις, όπως στα καρτούν.
Ως άλλοι αμήχανοι αντιήρωες, βγαλμένοι απ’ το σύμπαν του Γούντι Άλλεν, οι χαρακτήρες των Αμπέλ και Γκόρντον αγγίζουν τον ιδιόρρυθμο ερωτισμό ενός φιλήδονου Ρομπέρτο Μπενίνι, ενώ υιοθετούν πόζες, πτώσεις, βουτιές και γκαγκς του μπουρλέσκ με κλεφτές ματιές στον ρομαντισμό του Τσάπλιν. Άλλοτε, μπλέκονται σε απίστευτες συμπτώσεις γεμάτοι διάχυτη γλυκύτητα όπως οι ήρωες στο σινεμά του Ζακ Τατί, ενώ παραμένουν αισιόδοξοι και ευγενικοί ανάμεσα σε σκηνικά με έντονα αντιθετικά χρώματα, όπως στο καλοπροαίρετο σινεμά του Άκι Καουρισμάκι, αναπτύσσοντας παράλληλα κοινωνική ευαισθησία για το περιθώριο. Πότε εμπνέονται από την καρικατουρίστικη και κλοουνίστικη νοσταλγία του σουρεαλιστή γελοιογράφου Φελίνι και πότε συναντούν χορογραφία σουρεαλιστικού παραλόγου της Πίνα Μπάους, ως επίκριση του μπουρζουάδικου καθωσπρεπισμού.
***
Η άκρατη εμμονή στο στυλ, συνδυάζεται με τη χρήση έντονων, αντιθετικών και ταυτόχρονα συμπληρωματικών χρωμάτων, σύμφωνα με την παράδοση των κόμικς. Το παπαγαλί πουλόβερ της Φιόνα είναι σε ασορτί απόχρωση με τον κάδο απορριμμάτων που μέσα του κρύβεται ο Ντομ, αλλά και με τις πράσινες κολώνες του γειτονικού πλυντηρίου, όπου κοιμάται ένα βράδυ, αόρατη από τους πελάτες του επόμενου πρωινού, σε μια από τις πιο ωραίες σκηνές της ταινίας. Το πράσινο αυτό δημιουργεί έντονη αντίθεση με το κατακόκκινο σακίδιο, με τη σημαιούλα του Καναδά στην κορυφή του, δείγμα φετιχισμού τουριστικών αντικειμένων. Χρωματικό γνώρισμα του Ντομ αποτελεί το κατακίτρινο ξεχειλωμένο πουλόβερ που φοράει, βγαίνοντας από τη λαχανί σκηνούλα του.
Όπως στο σινεμά του Γουές Άντερσον, όπου επίσης παρατηρείται αντίστοιχη χρήση σταθερού, μετωπικού και συμμετρικού πλάνου, κάθε χαρακτήρας προσδιορίζεται από συγκεκριμένο μουσικό κομμάτι που λειτουργεί ως θέμα, ενώ η ταινία βρίθει από τους παθιασμένους ρυθμούς του αργεντίνικου ταγκό, με αυθεντικούς ήχους τού ’30, μέχρι τις πιο σύγχρονες εκδοχές των Γκάτο Μπαρμπιέρι και Γκόταν Πρότζεκτ, σε μια απολαυστική κωμική ταγκό χορογραφία όπου πρωτογνωρίζεται το ζευγάρι. Το ταγκό El Esquinazo (1938), του Χουάν ντ’ Αριέντζο, ακολουθεί την κωμική καταδίωξη της πιπεριάς του Ντομ, που μπλέχτηκε στο αγκίστρι ενός ψαρά. Η χαρούμενη μελωδία με μπάντζο, που ακολουθεί τη Φιόνα, είναι το Swimming song του Λούντον Γουέινράιτ από φωνητικό ντουέτο. Ο Ντομ χαρακτηρίζεται από την αναγνωρίσιμη μελωδία του Γκάτο Μπαρμπίερι, από Το τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι (Μπερνάρντο Μπερτολούτσι /1972), θέμα που διαρκώς σφυρίζει, ενώ η Μαρτά από το Βαλς της Τζαζ Σουίτας νο1, του Σοστακόβιτς. Το επεισοδιακό σκαρφάλωμα σε ένα δέντρο που καταλήγει μαγικά στην κορυφή του Πύργου του Άιφελ, όπου οι πρωταγωνιστές απολαμβάνουν τα ρόδινα χρώματα της αυγής, υπογραμμίζεται από την 1η Γυμνοπαιδεία του Ερίκ Σατί, σε μια σκηνή αναφορά και στην πασίγνωστη αμερικάνικη φωτογραφία Lunch atop a skyscraper (1932), όπου μια ντουζίνα εργατών τρώει αμέριμνα κολατσιό πάνω στη σιδηροδοκό ενός υπό ανέγερση ουρανοξύστη.
Η σκηνή όπου το άλλοτε χορευτικό ντουέτο των ηλικιωμένων Μαρτά και Νορμάν, με τους Ριβά και Ρισάρ αντίστοιχα στους ρόλους, χορεύει καθισμένο σε παγκάκι, με την κάμερα να ακολουθεί τα παράλληλα συγχρονισμένα βήματα των ποδιών τους, αντανακλά αντίστοιχη νοσταλγία για το αμερικάνικο μιούζικαλ που συναντάμε και στη φελινική ταινία Τζίντζερ και Φρεντ (1986).
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com
ΙNFO
– Στον θερινό κιν/φο Λαΐς της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, διοργανώνεται τριήμερο (1-3/6) Πανόραμα Ιρανικών Μικρού Μήκους Ταινιών με ελεύθερη είσοδο, ενώ περιλαμβάνεται και αφιέρωμα στην ισότητα των δύο φύλων. Τις προβολές παρουσιάζουν γνωστοί Έλληνες μικρομηκάδες.
– Στα πλαίσια του κινηματογραφικού αφιερώματος «50 χρόνια από τον Μάη του ’68», του Φιλοπρόοδου Ομίλου Υμηττού, τη Δευτέρα 4/6/2018 στις 20:30 θα προβληθεί με ελεύθερη είσοδο η ταινία Μετά το Μάη (2012) του Ολιβιέ Ασαγιάς, που θα προλογίσει η Ιφιγένεια Καλαντζή και θα ακολουθήσει συζήτηση.