Αρχική πολιτισμός Ροβήρος Μανθούλης: “Την ιστορία της εξορίας, δεν την έχει γράψει κανείς, ακόμη…”

Ροβήρος Μανθούλης: “Την ιστορία της εξορίας, δεν την έχει γράψει κανείς, ακόμη…”

Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή*

Στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, στο πλαίσιο του αφιερώματος για τους Έλληνες σκηνοθέτες της διασποράς, προβλήθηκε στην Ταινιοθήκη και η ταινία Lilly’s Story (2002), του αυτοεξόριστου, από το 1967, στη Γαλλία, 83χρονου σήμερα Ροβήρου Μανθούλη.

Αυτός ο κατ’ εξοχήν πολιτικοποιημένος κινηματογραφιστής και πρωτοπόρος ντοκιμαντερίστας ανταποκρίθηκε με προθυμία στο αίτημα να μας μιλήσει για το έργο και τη ζωή του. Τόπος συνάντησης, το ωραίο νεοκλασικό που στεγάζει τα γραφεία του Φεστιβάλ Ολυμπίας και το «Νεανικό Πλάνο», την εταιρία που επιμελείται το πολυποίκιλο και αξιόλογο έργο του. Κομμάτι της μεταπολεμικής Ιστορίας του τόπου μας, ο Μανθούλης, ανέσυρε με ενθουσιασμό, απ’ το σεντούκι της μνήμης του, απίστευτα γεγονότα, εξιστορώντας τα με έναν συναρπαστικό, χειμαρρώδη λόγο. Η 2ωρη, σχεδόν, συνάντηση ήταν ένα πολύτιμο μάθημα Ιστορίας και τέχνης. Η συλλογική ιστορική μνήμη φιλτράρεται μέσα από προσωπικές περιπέτειες, σ’ ένα απίστευτο σεργιάνι που περιέχει ιστορικές ποιητικές και λογοτεχνικές αναφορές, που φτάνουν ώς τους αρχαίους τραγωδούς.

Δεν μπορεί παρά να νιώσεις δέος, μπροστά στον άνθρωπο που, από αμούστακο αγόρι μέλος του ΕΑΜ, ήταν το «χωνί» των Εξαρχείων και της Νεάπολης, που διέδιδε τα βράδια τα αντιστασιακά μηνύματα, από κάποια ταράτσα, στον Λόφο του Στρέφη.

Δεν μπορεί παρά να νιώσεις συγκίνηση, μπροστά στον άνθρωπο που σκηνοθέτησε πτυχές της πονεμένης ιστορίας του λαού μας, αλλά και μερικά από τα πιο συγκλονιστικά μουσικά και εθνολογικά ντοκιμαντέρ, από τις πέντε ηπείρους, διασώζοντας μοναδικές εικόνες και αυθεντικές εκτελέσεις απ’ τις λαϊκές παραδόσεις, που σήμερα έχουν πολτοποιηθεί, στο χωνευτήρι της παγκοσμιοποίησης. Ας απολαύσουμε όμως τη δική του, μοναδική αφήγηση.

Στο αφιέρωμα του Πανοράματος, το όνομά σας αναφερόταν δίπλα σ’ αυτά του Καζάν, του Κασσαβέτη και του Παπατάκη. Νιώθετε, πράγματι, κομμάτι της ελληνικής διασποράς;
Θα έλεγα όχι. Ο Παπατάκης, ελληνο-αιθιοπικής καταγωγής, ήταν πιο πολύ Γάλλος. Η συμμετοχή του στα κινήματα λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, στη μεταπολεμική Γαλλία, επηρέασε και τις ταινίες του, αλλά δεν υπήρχε σχέση με ελληνικότητα. Είναι ένας Έλληνας της διασποράς. Αλλά και τους Κασσαβέτη και Καζάν, κανείς δεν τους αποκαλεί Έλληνες, θεωρούνται και οι δυο σημαντικοί Αμερικανοί σκηνοθέτες, αφού γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εκεί. Εγώ ήμουν άλλη περίπτωση. Όταν έφτασα στη Γαλλία, κόντευα τα 40, και είχα ήδη διαμορφωμένη παιδεία. Από την Αμερική, όπου έμεινα σχεδόν 4 χρόνια για τις σπουδές μου, έφυγα θυμωμένος, γιατί ένα αντιμακαρθικό άρθρο μου έγινε αφορμή να τεθώ υπό διωγμόν. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μετά το στρατιωτικό μου, βρήκα δουλειά στο ραδιόφωνο, με τη βοήθεια του Μιχάλη Κατσαρού, που δούλευε εκεί. Ανέλαβα το περίφημο Θέατρο της Τετάρτης, όπου έφτιαχνα μια μουσική γέφυρα και έκανα θεατρικές διασκευές, για το ραδιόφωνο. Μετέπειτα, συμμετείχα για ένα διάστημα στις κινηματογραφικές Σχολές Σταυράκου και Ιωαννίδη, όπου δίδασκα αυτά που είχα μάθει στην Αμερική. Ο Νικολαΐδης, ο Βούλγαρης, ο Ραφαηλίδης υπήρξαν μαθητές μου, ενώ με τον Γιάννη Μπακογιανόπουλο ήμασταν φίλοι. Πριν πάω στην Αμερική, είχα εκδώσει και την πρώτη ποιητική μου συλλογή, σε ηλικία 17 ετών, με καλές κριτικές. Γύρω στο ’49, λοιπόν, άνηκα στην περίφημη λογοτεχνική παρέα, που συναντιόταν στο πατάρι του Λουμίδη, μαζί με τους Τσαρούχη, Χατζιδάκι, Κατσαρό, Γκάτσο και άλλους. Αυτή ήταν η νέα γενιά, στη μεταπολεμική περίοδο, κι εγώ ήμουν τότε ο πιο νέος. Οπότε, είμαι πάρα πολύ Έλληνας, όπως και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου.

Η ταινία Lilly’s story αναφέρεται στη ζωή μια ομάδας πολιτικών εξόριστων στο Παρίσι, όπως εσείς. Μπορείτε να μας περιγράψετε το κλίμα;
Την ιστορία της εξορίας δεν την έχει γράψει κανείς, ακόμα. Στην ταινία μ’ ενδιέφερε να δείξω την κατάσταση που επικρατούσε. Εγώ, για παράδειγμα, ταξίδευα με διαβατήριο που ανέγραφε «άπατρις». Απάτριδες: αυτό ήμασταν οι εξόριστοι. Εκεί αναφέρονται οι περιπέτειες του Δημήτρη Χατζή, που έμεινε 30 χρόνια εξορία στις ανατολικές χώρες και του Γιώργου Σεβαστίκογλου, δύο φορές εξόριστου. Πρώτα στην Τασκένδη, μετά τον Εμφύλιο και στο Παρίσι με τη χούντα, όπου μέναμε κοντά, μαζί με τον Πλωρίτη, τη Μελίνα και τον Ντασέν. Ήμασταν όλοι μαζί, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, βρεθήκαμε να παρακολουθούμε εξ αποστάσεως την εξέλιξη μέσα απ’ τα απανωτά τηλεφωνήματα φίλων. Δεν ήταν, όμως, όλοι έτσι. Εμάς μας απασχολούσαν πολιτικά, αντιστασιακά και επαγγελματικά θέματα. Εγώ βρέθηκα στη Γαλλία, για την ταινία μου Πρόσωπο με πρόσωπο, που μίλαγε για τα Ιουλιανά και τον κίνδυνο πραξικοπήματος κι είχε βραβευτεί το ’66 στη Θεσσαλονίκη. Κατά περίεργη σύμπτωση, η προβολή της στο Φεστιβάλ της Υέρ, είχε προγραμματιστεί για τις 21 Απρίλη, τη μέρα που έγινε, τελικά, το πραξικόπημα! Καταλαβαίνετε τι έγινε. Όταν ξένοι δημοσιογράφοι μου ζήτησαν να μιλήσω σχετικά, αυθόρμητα δήλωσα ότι είναι φασιστικό το πραξικόπημα. Αυτά που είπα αναμεταδόθηκαν σ’ όλο τον κόσμο και το θέμα πήρε διαστάσεις. Οι Αρχές στην Ελλάδα με φακέλωσαν, μου στέρησαν το διαβατήριο και απαγόρευσαν την ταινία. Οι Γάλλοι είχαν δώσει τεράστια δημοσιότητα στο Πρόσωπο με πρόσωπο, με αποτέλεσμα να μου αναθέσει η γαλλική τηλεόραση την οργάνωση μιας μηνιαίας σειράς ντοκιμαντέρ, με τίτλο l’ affiche du monde, για όλη αυτή τη γενικευμένη εκρηκτική ατμόσφαιρα της εποχής, με τις διαμαρτυρίες για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τους Μπιτλς κ.λπ.

Γιατί δεν γυρίστηκε τελικά η ταινία Lilly’s story στις αρχές του ’70 και πώς, 30 χρόνια μετά, αποφασίσατε να γυρίσετε την ιστορία της ταινίας που δεν έγινε τότε; Ήταν για σας ένα ανεκπλήρωτο χρέος;
Η ταινία που σχεδιάζαμε τότε, ήταν μία φιξιόν, βασισμένη στην ιστορία μιας κοπέλας, που θα την ενσάρκωνε η Μελίνα. Ο Ντασέν την ονόμασε Λίλι, για να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά της. Δεν γυρίστηκε όμως, γιατί η εταιρία που θα έκανε τη χρηματοδότηση έκλεισε. Αλλά και όταν κανονίσαμε να γίνει με ρουμάνικη συμπαραγωγή, ο Τσαουσέσκου δεν επέτρεψε τα γυρίσματα, φοβούμενος τη ματαίωση μιας εμπορικής συμφωνίας με τη χούντα. Τριάντα χρόνια μετά, ήθελα να κάνω μια ταινία, με διάφορα επεισόδια, αντιπροσωπευτικά της εξορίας. Ένα απ’ αυτά ήταν και η ματαίωση του γυρίσματος τότε, οπότε, αποφάσισα να κάνω ταινία γι’ αυτό, συμπεριλαμβάνοντας και άλλα που έγιναν στο μεταξύ. Σ’ αυτό το πλαίσιο δείχνουμε και τη συνάντηση στο Πιράνο, στα σύνορα της Ιταλίας, όπου κάναμε διάφορες συναντήσεις με τους πολιτικούς εξόριστους, τόσο του εμφυλίου, όσο και της χούντας, για να δούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα.

Το εξαιρετικό χιούμορ της ταινίας παρακάμπτει τη συνήθη μίζερη περιγραφή μιας αντικειμενικά δύσκολης κατάστασης. Έχει παίξει ρόλο η χρονική απόσταση από τα γεγονότα ή πρόκειται για μια εξαρχής επιλογή σας;
Οπωσδήποτε ήταν και η χρονική απόσταση που δημιουργεί το χιούμορ, αλλά όλες μου οι ταινίες είναι έτσι. Η κυρία Δήμαρχος, η πρώτη μου ταινία, με την Γεωργία Βασιλειάδου και τον Βασίλη Αυλωνίτη, το ραδιοφωνικό σίριαλ Οικογένεια Παπαδοπούλου, το Ψηλά τα χέρια Χίτλερ, με τον Βέγγο και τις φοβερές ιστορίες από την Κατοχή, αλλά ακόμα και το Πρόσωπο με πρόσωπο, είναι όλες ταινίες με χιούμορ, σε μια συνεχή ανατροπή. Ακόμα και τα ντοκιμαντέρ μου έχουν αυτό το στυλ, επηρεασμένο από το σατιρικό δράμα, ένα τύπο αρχαίου έργου, ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία. Εμένα, αυτό το ύφος με εκφράζει, ακόμα και στο Lilly’s story.

Η ταινία βασίζεται μεν σε πραγματικές ιστορίες υπαρκτών προσώπων, δεν παύει, όμως, να είναι μυθοπλασία, αποδίδοντας αναπαραστατικά την τότε κατάσταση, ενώ χρησιμοποιεί την τεχνική «ταινία μέσα στην ταινία». Πού σταματάει η αλήθεια, που δίνει τη θέση της στη μυθοπλασία; Και γενικά, ποια είναι η διαφορά μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ;
Η ταινία αυτή είναι κατά ενενήντα τα εκατό, πραγματικότητα, για να επιτευχθεί η δραματική συνοχή του έργου. Το σενάριο χρειάστηκε να γραφτεί 11 φορές, ενώ εμπλουτίστηκε και με ερωτικές ιστορίες που αντλούσα από τον περίγυρο, δημιουργώντας ανάλαφρα ανοίγματα. Όσο για τη διαφορά, ανάμεσα σε μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ, θεωρώ πως δεν υπάρχει. Όλα είναι μυθοπλασία. Μόνο με μυστική κάμερα, χωρίς να ξέρουν αυτοί που παρακολουθούνται ότι τους τραβάνε, το ντοκιμαντέρ θα ήταν η αληθινή ζωή. Με φανερή κάμερα, ο ίδιος άνθρωπος γίνεται ένα είδος ηθοποιού, με ήρωα τον ίδιο τον εαυτό του. Άρα και το ντοκιμαντέρ είναι μυθοπλασία. Η ταινία μου Μπλουζ με σφιγμένα δόντια είναι ανάμεσα στο μύθο και στο ντοκουμέντο, καθώς αναθέτω τους ρόλους σε πραγματικούς ανθρώπους, οι οποίοι παίζουν την ιστορία τους, τον εαυτό τους, αυτά που έχουν ζήσει, μέσα στο πραγματικό τους σπίτι! Πρόκειται για μια βουτιά στην ψυχή των μαύρων. Αντίστοιχα, και με τα δικά μας ρεμπέτικα, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τη μουσική, αν δεν μάθουμε για τη ζωή του περιθωρίου και των παράνομων.

Αυτό δεν είναι και το σινεμά βεριτέ του Ζαν Ρους;
Βέβαια! Αυτό ακριβώς διαπραγματεύεται και το σινεμά βεριτέ. Γιατί, η μυθοπλασία είναι μεν ιστορία που την έχεις γράψει εσύ, αλλά είναι εμπνευσμένη από τη δική μας ζωή και αυτό αποτελεί ντοκουμέντο. Εξάλλου, το μοντάζ και μόνο καθιστά τον κινηματογράφο μια κατασκευή. Αλλιώς, υπάρχει και το ζουρνάλ, που ό,τι τραβάς το δείχνεις στις ειδήσεις. Αυτό όμως δεν ανταποκρίνεται στην έννοια του ντοκιμαντέρ, που αναπτύχθηκε ως είδος και ως φιλοσοφία στην Αγγλία, κατά τη δεκαετία του ’30, μετά τον ρώσικο κινηματογράφο. Άλλωστε, το ντοκιμαντέρ ορίζεται ως η ερμηνευτική αντανάκλαση της πραγματικότητας και όχι η ίδια η πραγματικότητα.

Σας χαρακτηρίζουν πολιτικοποιημένο κινηματογραφιστή. Γιατί;
Συχνά με ρωτάνε: εσύ, γιατί έγινες αριστερός; Ε, λοιπόν, απέκτησα πολιτική συνείδηση διαβάζοντας, από μικρός. Πολιτικοποιήθηκα από τους Άθλιους του Βίκτωρα Ουγκό και στη συνέχεια από τον Μαγιακόβσκι και τους υπόλοιπους ποιητές, και φυσικά από τη συμμετοχή μου στην Αντίσταση, από 12½ χρονών! Οι ταινίες μου δεν είναι κομματικές, με τη στενή έννοια, είναι πολιτικές. Περισσότερο εμπνέει η πολιτική εμένα, παρά εγώ εμπνέω την πολιτική με τις ταινίες μου. Δεν είμαι υπέρ της προπαγανδιστικής ταινίας, εκτός αν είναι αναγκαίο, γιατί δεν είναι προσωπική, αλλά μια στρατευμένη ταινία, χωρίς αισθητική. Πολιτικοποιημένη, θα είναι η ταινία μου, διότι, δεν υπάρχει τίποτα μη πολιτικό. Και τα πιο δήθεν α-πολιτικά πράγματα, είναι πολιτικά.

Στο τεράστιο έργο σας περιλαμβάνεται και η σειρά Μια χώρα μια μουσική, για τη γαλλική τηλεόραση, με πολύ αξιόλογα μουσικά ντοκιμαντέρ (ταγκό στην Αργεντινή, γαλλικά τραγούδια του μεσοπολέμου, κάντρι μουσική, μπλουζ του Μισισιπή, τσιγγάνοι της Ανδαλουσίας και πολλά άλλα). Πρόκειται για τα είδη μουσικής που αγαπάτε ή ίσως έχετε και κάποια σχέση με τη μουσική;
Δεν ήμουνα ποτέ μουσικός, τη μουσική μου αρέσει να την ακούω. Πάντως, για να γίνει μια μουσική ταινία, πρέπει κυρίως να είσαι κινηματογραφιστής. Έχω κάνει 122 ταινίες πάνω σε διάφορα θέματα, που δεν τα ξεπετάω, κάθομαι και μελετάω πολύ και σε βάθος, ανατρέχοντας διαρκώς σε βιβλιοθήκες και φυσικά, χρησιμοποιώ και ειδικούς, ικανούς να βοηθήσουν. Τελικά, ένας κινηματογραφιστής που ασχολείται με χιλιάδες θέματα, καταλήγει σαν εγκυκλοπαίδεια. Η μουσική ελκύει ένα κοινό που θα δει την ταινία. Γιατί ξέρετε, οι άνθρωποι δεν βλέπουν εύκολα ντοκιμαντέρ, προτιμούν τα σίριαλ και όχι μόνο στην Ελλάδα. Παράλληλα, η μουσική έχει μια πολιτικότητα. Δεν υπάρχει πιο πολιτικοποιημένο πράγμα από τη μουσική, με ρίζες στις παραδόσεις ενός λαού, που είναι πάντοτε μια διαμαρτυρία. Όλη η τέχνη είναι μια διαμαρτυρία. Ακόμα και οι τραγωδίες και όλη η ποίηση. Η Έρημη χώρα του Έλιοτ, ένα από τα σημαντικότερα έργα στον κόσμο, αποτελεί μια τεράστια διαμαρτυρία, για τον 20ό αιώνα. Ο Νόελ Κάουαρντ έχει γράψει το ποίημα 20th century blues, που μεταφράζεται 20ός αιώνας, ένας αιώνας αίσχους, τίτλος που δανείστηκα κι εγώ σε μια σειρά από ταινίες.
Φαίνεται ότι ο φασισμός, ο ναζισμός, παίξανε ρόλο σ’ αυτό τον αρνητικό χαρακτηρισμό. Εν πάση περιπτώσει, η μουσική είναι μια πρόφαση, γιατί από πίσω υπάρχει ένας λαός και ένας ολόκληρος πολιτισμός που βγαίνει στην επιφάνεια, και κυρίως ένας αγώνας από το πιο προοδευτικό μέρος του λαού, για να διατηρήσει αυτή την κληρονομιά. Αυτά που κάνω, δεν σχετίζονται με κτίρια και αγάλματα, αλλά με τον προφορικό λόγο, ο οποίος χάνεται. Όλα αυτά που έχω γυρίσει, σήμερα αποτελούν ντοκουμέντα, για τη νέα γενιά.

Εκτός από τις πανέμορφες μουσικές, στην αυθεντική τους εκτέλεση, καταγράψατε και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που τις γέννησε, που σήμερα έχει ισοπεδώσει η παγκοσμιοποίηση.
Πράγματι, πάντα είχα πάθος και έγνοια να διασώσω πράγματα που χάνονται. Όταν έμαθα ότι πρόκειται να γκρεμιστεί ο Ελευθερουδάκης στο Σύνταγμα, τρέχω και τραβάω μια ταινία. Για μένα, αντιπροσώπευε τις παιδικές μου μνήμες. Ξημεροβραδιαζόμουνα στο υπόγειο του καταστήματος, που ήταν από τα πρώτα που είχε δανειστική βιβλιοθήκη. Σε ηλικία 12 ετ ών διάβαζα ένα βιβλίο την ημέρα, ώσπου να τα εξαντλήσω όλα. Στα γραφεία της Διάπλασης των Παίδων, στην οδό Ευριπίδου, ο Τίτος Πατρίκιος είχε εγκαταστήσει μια δανειστική βιβλιοθήκη από βιβλία του πατέρα του. Τη διάβασα κι αυτήν ολόκληρη, με τη βοήθεια του Ξενόπουλου, που μου έλεγε τι να πρωτοδιαβάσω. Μετά, ξεκοκάλισα και τη δανειστική βιβλιοθήκη του ποιητή Γιώργου Τσουκαλά, που είχε ανοίξει και βιβλιοπωλείο.
Μαθαίνω ότι θα γκρεμιστεί το ουζερί του Απότσου, στην Πανεπιστημίου, τρέχω και προλαβαίνω να γυρίσω μια σκηνή, για την ταινία Πρόσωπο με πρόσωπο.
Έτσι έπραξα και όταν έμαθα ότι γκρεμίζουν τις Φυλακές Χατζηκώστα, στην Πειραιώς, για να χρησιμοποιήσω και πάλι το πλάνο στο Πρόσωπο με πρόσωπο, που είναι και μια ταινία διαμαρτυρία, για την καταστροφή της Αθήνας, τότε που γκρέμιζαν τα πάντα, για να κάνουν αυτές τις μίζερες πολυκατοικίες. Το ίδιο έκανα σε όλο τον κόσμο, από τη Βραζιλία και την Αργεντινή, μέχρι την Αίγυπτο και τη Γερμανία, γιατί όλοι διαμαρτύρονταν ότι η τηλεόραση έχει ισοπεδώσει τα πάντα. Ένα σίριαλ αμερικανικό που έβλεπα στην Κούβα, το ίδιο το έβλεπα στην Αυστραλία. Όλη η ανθρωπότητα, δηλαδή, είχε ένα μήνυμα. Αλλά και στην τηλεοπτική σειρά Ακυβέρνητες πολιτείες, πάλι ήθελα να περισωθεί στη μνήμη ολόκληρη η εποχή. Εν πάση περιπτώσει, όταν λέω ότι όλες οι πράξεις είναι πολιτικές, το εννοώ. Αυτό οι Γάλλοι το εκτίμησαν πολύ. Έχουν βραβεύσει τα ντοκιμαντέρ μου και έχουν γράψει ύμνους γι’ αυτά.

Το 1998 σκηνοθετήσατε το ντοκιμαντέρ Η δικτατορία των Ελλήνων συνταγματαρχών, ένα από τα πιο στοχευμένα και πολιτικοποιημένα ντοκιμαντέρ για τη χούντα, διασώζοντας τη συλλογική μνήμη, που σήμερα ξεθωριάζει, με την άνοδο του νεοναζισμού και την εκπροσώπησή του στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Θέλετε να τοποθετηθείτε;
Ήδη κάποιες ιδέες, ακόμα και ιδεολογίες, είχαν αρχίσει να φθίνουν και να χάνονται, μέσα στην ισοπέδωση, λόγω της έλλειψης παιδείας και της επιβολής των Μίντια: τηλεόραση, Ίντερνετ, Τύπος. Τα έντυπα που έχουν μια πολιτική ταυτότητα, διαβάζονται δυστυχώς από ελάχιστους. Οι περισσότεροι ασχολούνται με τα κανάλια, στα οποία κυριαρχεί μια επίθεση στην κουλτούρα, που εθίζει σ’ ένα τυποποιημένο τρόπο ζωής. Την πολιτική παιδεία την αποκτήσαμε κάποτε μέσα από το σχολείο της Αντίστασης, με το συναδελφισμό και την αλληλεγγύη. Με το να κρατάς στην ημιμάθεια ένα λαό και να μην του λες τι συμβαίνει, τον μεταβάλλεις σε υποχείριο των πιο σκοτεινών συμφερόντων. Σήμερα δεν υπάρχει καμιά πολιτική παιδεία. Και όταν λένε «Έληξε η μεταπολίτευση», τι σημαίνει, ότι πρέπει να επιστρέψουμε στη χούντα; Εξάλλου, από παλιά, ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού ήταν χουντικοί. Αυτό δεν μπορούμε να το παραγνωρίσουμε.

Έχετε αφιερώσει μια ζωή στον κινηματογράφο και ακόμα παραμένετε στις επάλξεις. Θα πάτε, όπως μου λέτε, στο Φεστιβάλ Ολυμπίας;
Είναι η τρίτη φορά που πηγαίνω στο Φεστιβάλ Ολυμπίας, που θα όφειλε να είναι το υπ’ αριθμόν 1 φεστιβάλ της χώρας, γιατί απευθύνεται στους νέους. Για να βλέπεις σωστά σινεμά ακόμα και τηλεόραση, χρειάζεται μια παιδεία της εικόνας, ώστε να αποκτήσεις κριτική στάση απέναντι σε αυτό που βλέπεις. Φέτος, θα είμαι Πρόεδρος της Κριτικής επιτροπής για τα ντοκιμαντέρ, θα οργανώσουμε και κάποιες ενδιαφέρουσες συζητήσεις εκεί, και ό,τι μπορούμε θα κάνουμε.

Σχόλια

Exit mobile version