Ο Ρόμπερτ Φισκ ανήκε στους δημοσιογράφους που μπορείς να εμπιστεύεσαι. Επί 40 χρόνια, εγκαταστημένος στη Μέση Ανατολή, κάλυπτε, μέσα από τις σελίδες της βρετανικής εφημερίδας The Independent, όλα τα θέματα από τη Βόρεια Αφρική μέχρι το Πακιστάν, ρίχνοντας φως και στις πιο δύσβατες υποθέσεις μιας περιοχής μόνιμα εύφλεκτης και συχνά φλεγόμενης. Αποδεκτός για την ακεραιότητα, τη διεισδυτικότητα και την αντικειμενικότητά του, είχε πρόσβαση ακόμα και σε πολλούς από τους παράγοντες που συχνά επικρίνονταν μέσα από τα γραπτά του. Ο Φισκ πήρε τρεις φορές συνέντευξη από τον Μπιν Λάντεν, το 1993 και το 1996, στηλίτευσε τη στυγερή δολοφονία του Κασότζι στην Κωνσταντινούπολη από τους πράκτορες του σαουδαραβικού καθεστώτος, έγραφε επικριτικά για τη βία που ασκούν οι Ισραηλινοί και τους εποικισμούς σε βάρος των Παλαιστινίων, έκανε αναλύσεις που δεν ήταν στερεότυπες όπως είναι ο κανόνας μεταξύ των δυτικών δημοσιογράφων, για το πολιτικό ισλάμ, παρακολουθούσε από κοντά τις αραβικές επαναστάσεις και ενημέρωνε ακατάπαυστα για τις εξελίξεις στο Λίβανο, τη Συρία, το Ιράκ κ.λπ., αποκάλυπτε τη δικτατορική φύση του στρατιωτικού καθεστώτος Σίσι που αναγνωρίζεται μετά βαΐων από τη Δύση και έφερνε στο φως τις διώξεις εναντίον καλλιτεχνών και διανοουμένων που θεωρούνται αντιφρονούντες στην Αίγυπτο, κατήγγειλε τα βασανιστήρια κρατουμένων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν από τις αμερικανικές δυνάμεις κατοχής… Εν ολίγοις, διαβάζοντας τα άρθρα του Φισκ είχες μια πλήρη, διαφανή και αξιόπιστη εικόνα της κατάστασης στη Μεσόγειο και την Ανατολή που κανένας άλλος δεν μπορούσε να σου προσφέρει. Κι όταν, μάλιστα, η απόκρυψη, η στρέβλωση και η παραπληροφόρηση για τα γεγονότα σ’ αυτή την περιοχή του κόσμου από τις κυβερνήσεις της περιοχής και τις διεθνείς δυνάμεις που εμπλέκονται, είναι τόσο καθολική και επιβεβλημένη που κάθε γραπτός αντίλογος είναι όχι μόνο δύσκολος, αλλά και επικίνδυνος για τον συντάκτη του.

Το ό,τι ο Φισκ επέζησε κι έφτασε μέχρι τα 74 του χρόνια καλύπτοντας με ειλικρίνεια και συνέπεια όλα αυτά τα συμβάντα, αποτελεί μια εξαίρεση. Να σκεφτούμε ότι ο Κασότζι ζούσε στις ΗΠΑ και έγραφε στην Washington Post, που σημαίνει κάποιο σοβαρό βαθμό προστασίας, όταν τον κατακρεούργησαν οι Σαουδάραβες εκτελεστές μέσα στο προξενείο τους στην Κωνσταντινούπολη και εξαφάνισαν το διαμελισμένο πτώμα του.

Από τα βιβλία του Φισκ, μεγαλύτερη αίσθηση προκάλεσε «Ο μεγάλος πόλεμος για τον πολιτισμό: Η κατάκτηση της Μέσης Ανατολής» με 1.286 πυκνογραμμένες σελίδες.

Ο θάνατος του Ρόμπερτ Φισκ δεν θα αφήσει ανεπηρέαστους τους επικεντρωμένους στην αναζήτηση της σωστής ενημέρωσης και έγκυρης πληροφόρησης πολίτες. Σπάνιος ήταν και σπάνιος θα μείνει. Αν άνθρωποι σαν τον Φισκ δεν μπορούν να αλλάξουν τις ιδέες και τον τρόπο που σκέφτεται ένας δημοσιογράφος, σίγουρα αλλάζουν ή ασκούν σημαντική επιρροή στα κριτήρια με τα οποία αξιολογείται το δημοσιογραφικό έργο.

Ο καλύτερος!

Συνοψίζοντας η εφημερίδα τη δουλειά του, προλογίζει τα άρθρα του ως εξής: Ο Ρόμπερτ Φισκ ήταν ο πολυβραβευμένος ανταποκριτής στη Μέση Ανατολή της εφημερίδας The Independent (από το 1989). Έζησε στον αραβικό κόσμο για περισσότερα από 40 χρόνια, καλύπτοντας τον πόλεμο στη Συρία και το Λίβανο, πέντε ισραηλινές εισβολές, τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, τον εμφύλιο πόλεμο της Αλγερίας, την εισβολή του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ, τους πολέμους στη Βοσνία και το Κοσσυφοπέδιο, την αμερικανική εισβολή και κατοχή στο Ιράκ και τις αραβικές επαναστάσεις του 2011. Πέθανε τον Οκτώβριο του 2020 σε ηλικία 74 ετών.

Ο Christian Broughton, διευθυντής του The Independent δήλωσε: «Ατρόμητος, χωρίς συμβιβασμούς, αποφασισμένος και απόλυτα δεσμευμένος να αποκαλύψει την αλήθεια και την πραγματικότητα με κάθε κόστος, ο Robert Fisk ήταν ο μεγαλύτερος δημοσιογράφος της γενιάς του. Η φωτιά που άναψε στην εφημερίδα μας θα συνεχίσει να καίει ».Ο συγγραφέας, συνάδελφος και καλός του φίλος Patrick Cockburn, έγραψε: «Όταν ήμουν ανταποκριτής στην Ιερουσαλήμ τη δεκαετία του 1990, υπήρχε ένας θανάσιμα σοβαρός λόγος για τον οποίο [ο Ρόμπερτ] επισκεπτόταν κάποια χωριά. Ήταν τα χωριά που αποτελούσαν επαναλαμβανόμενο στόχο για ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές, τις οποίες ο ισραηλινός στρατός έλεγε ότι στρέφονται αποκλειστικά ενάντια σε «τρομοκράτες» και, αν υπήρχαν νεκροί και τραυματίες, χαρακτηρίζονταν πάντα ως ένοπλοι που άξιζαν τη μοίρα τους. Σχεδόν κανείς δεν έλεγξε αν αυτό ήταν αλήθεια – εκτός από τον Ρόμπερτ, ο οποίος πήγαινε με το αυτοκίνητο σ’ αυτά τα γκρεμισμένα χωριά και ανέφερε λεπτομερώς για τα νεκρά σώματα αντρών, γυναικών και παιδιών και έπαιρνε συνεντεύξεις από τους επιζώντες. […] Σίγουρα, ήταν ο καλύτερος δημοσιογράφος που έχω γνωρίσει»! Ο Sean O’Grady έγραψε: «Όταν ο Φισκ κάρφωσε το ΝΑΤΟ για τη δολοφονία αμάχων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, μπήκε στον κόπο να πάει να βρει τα κομμάτια των πυραύλων και ανακάλυψε απανθρακωμένα εξαρτήματα που οδηγούσαν στους Αμερικανούς κατασκευαστές. Η Independent του έδωσε έναν υπέροχο τίτλο και για το θέμα: “Η φρικαλεότητα εξακολουθεί να είναι ένα μυστήριο για το ΝΑΤΟ. Ίσως μπορώ να βοηθήσω …” Αυτό ήταν κοφτερή δημοσιογραφία και του πρόσφερε ένα βραβείο, ένα από τα πολλά.» Οι συνάδελφοί του στην εφημερίδα, αναφέρθηκαν σε διάφορα περιστατικά από τον περιπετειώδη δημοσιογραφικό του βίο: «Έκανε τρεις συνεντεύξεις με τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και την επακόλουθη εισβολή των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου στο Ιράκ, ταξίδεψε στα σύνορα Πακιστάν-Αφγανιστάν, όπου δέχθηκε επίθεση από μια ομάδα Αφγανών προσφύγων, εξοργισμένων για τη δολοφονία των συμπατριωτών τους από τις δυτικές δυνάμεις. Είναι εντυπωσιακό πώς μετέτρεψε το περιστατικό σε πρωτοσέλιδο θέμα μαζί με μια φωτογραφία του κακοποιημένου προσώπου του.Έγραψε: Συνειδητοποίησα –όλοι ήταν Αφγανοί άντρες και αγόρια που μου είχαν επιτεθεί ενώ δεν θα έπρεπε ποτέ να το κάνουν, αλλά των οποίων η βαρβαρότητα ήταν εξ ολοκλήρου προϊόν άλλων, των δικών μας- εμείς ήμασταν που οπλίζαμε τον αγώνα τους εναντίον των Ρώσων και αγνοούσαμε τον πόνο τους και περιγελούσαμε τον εμφύλιο πόλεμο τους. Κατόπιν τους οπλίσαμε και τους πληρώσαμε ξανά για ένα “Πόλεμο για τον πολιτισμό” μόλις λίγα μίλια μακρύτερα και στη συνέχεια βομβαρδίσαμε τα σπίτια τους και ρημάξαμε τις οικογένειές τους αποκαλώντας το “παράπλευρη ζημιά”.»

Η δολοφονία του Sir Alexander Burnes στην Καμπούλ, όπου οι Βρετανοί προσπαθούσαν να τοποθετήσουν μια μαριονέτα στο θρόνο

Για το Αφγανιστάν

Παραθέτω ένα μικρό δείγμα από τη γραφή του Ρόμπερτ Φισκ από άρθρο με τίτλο «14 Σεπτεμβρίου 2001: Το μάθημα της ιστορίας – το Αφγανιστάν πάντοτε νικάει τους εισβολείς του». Εξαιρετικά επίκαιρο μετά την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου για περαιτέρω μείωση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν και παρά τις διαμαρτυρίες εκείνων που αρνούνται να παραδεχτούν την αποτυχία τους.

(Σημ. σύνταξης: Πριν από την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, ο Ρόμπερτ Φισκ είχε γράψει ότι ο Τζορτζ Μπους και το ΝΑΤΟ έπρεπε να δώσουν προσοχή στην προειδοποίησή του.)

Στα ύψη του φαραγγιού της Καμπούλ, εξακολουθούν να βρίσκουν αρχαίες πόρπες ζώνης και σκουριασμένα σπαθιά. Δεν μπορείτε πλέον να διαβάσετε τα διακριτικά των βρετανικών συνταγμάτων της παλιάς Εταιρίας της Ανατολικής Ινδίας, αλλά τα κόκαλά τους – και των 16.000 – εξακολουθούν να κείτονται κάπου μέσα στη σκοτεινή γη και στη σάρα των πιο απρόσιτων βουνών του Αφγανιστάν. Όπως των Βρετανών που ήρθαν αργότερα, και των Ρώσων που επρόκειτο να φτάσουν περισσότερο από έναν αιώνα μετά, η εκστρατεία του στρατηγού William Elphinstone περιβαλλόταν από ρητορικές και υψηλές αρχές, αλλά κατέληξε σε καταστροφή. Γεώργιε Μπους νεότερε και ΝΑΤΟ, παρακαλώ σημειώστε.

Πράγματι, εάν υπάρχει μια χώρα – να την αποκαλείς έθνος θα ήταν εσφαλμένη ονομασία – που η Δύση πρέπει να αποφύγει στρατιωτικά, είναι η γη των φυλών στην οποία ο Οσάμα Μπιν Λάντεν διατηρεί το σκοτεινό καταφύγιο του. Μόλις κάτι παραπάνω από δύο δεκαετίες πριν, ανακάλυψα πώς ήταν να είσαι σε ένα στρατό εισβολής σ’ αυτό το πανέμορφο, άγριο, περήφανο οροπέδιο που σου κόβει την ανάσα. Όταν με συνέλαβαν άντρες από το ρωσικό σύνταγμα αλεξιπτωτιστών κοντά στη σήραγγα Σαλάνγκ, με έστειλαν με σοβιετική συνοδεία πίσω στην Καμπούλ. Πέσαμε σε ενέδρα, και μέσα από τις χιονοστιβάδες βγήκαν οι Αφγανοί, με μαχαίρια. Μια αεροπορική επίθεση και η άφιξη των σοβιετικών Τατζίκων στρατιωτών μάς έσωσαν. Αλλά ο ισχυρός Κόκκινος Στρατός είχε ταπεινωθεί από άντρες που δεν μπορούσαν να γράψουν τα ονόματά τους και των οποίων η πολιτική ήταν τόσο απόμακρη που ένας μαχητής μουτζαχεντίν αργότερα επέμενε σε μένα ότι το Λονδίνο ήταν κατειλημμένο από ρωσικά στρατεύματα.

Το 1839, εμείς οι Βρετανοί επίσης ανησυχούσαμε για τους Ρώσους. Ο στρατηγός Έλφινστοουν ηγήθηκε σε ένα στρατό της Εταιρίας της Ανατολικής Ινδίας 16.500 αντρών – μαζί με 38.000 συνοδοιπόρους – στο Αφγανιστάν∙ ανυπόμονος να τερματίσει το φλερτ του Ντοστ Μοχάμεντ με τον Τσάρο, κατέλαβε το Κανταχάρ και μπήκε στην Καμπούλ στις 30 Ιουνίου με την πρώτη ξένη δύναμη που καταλάμβανε την πόλη στη σύγχρονη εποχή. Ο Ντοστ Μοχάμεντ – η Βρετανική Υπερδύναμη της εποχής ήξερε πώς να αντιμετωπίζει ανυπότακτους ιθαγενείς – εξορίστηκε στην Ινδία, αλλά οι Αφγανοί δεν ήταν διατεθειμένοι να τεθούν υπό βρετανική κηδεμονία. Να εγκαταστήσεις ως φρουρά ένα ξένο στρατό στην Καμπούλ ήταν τρέλα, όπως θα συνειδητοποιούσε ο Έλφινστοουν όταν, την 1η Νοεμβρίου 1840, ένας Βρετανός αξιωματούχος, ο Αλέξανδρος Μπερνς, κόπηκε σε κομμάτια από έναν όχλο στο παζάρι και το κεφάλι του καρφώθηκε σε ένα παλούκι. Μια βρετανική μονάδα 300 αντρών που βρισκόταν εκεί το έσκασε για να γλιτώσει γυρίζοντας πίσω στην Καμπούλ. Και όταν εμφανίστηκε ο γιος του Ντοστ Μοχάμεντ, επικεφαλής σε έναν αφγανικό στρατό 30.000 αντρών, ο Έλφινστοουν ήταν καταδικασμένος να ηττηθεί.Διαπραγματεύτηκε την ελευθερία του για ένα ασφαλές πέρασμα στο βρετανικό φρούριο στη Τζαλαλαμπάντ, κοντά στα σύνορα της Ινδίας. Ήταν ένας από τους πιο κρύους χειμώνες που είχαν καταγραφεί και με λίγες προμήθειες, σχεδόν καθόλου φαγητό και ψεύτικες υποσχέσεις ασφάλειας, οδήγησε το στρατό του – τις φάλαγγες μήκους 10 μιλίων – μέσα από την παγωμένη ερημιά του φαραγγιού της Καμπούλ. Όσοι τους ακολουθούσαν έμειναν στο δρόμο. Σύγχρονα αρχεία περιγράφουν πώς οι Ινδές που ήταν ενσωματωμένες στην αποικιακή δύναμη του βρετανικού στρατού, ξεγυμνωμένες, πεινασμένες, βιασμένες και μαχαιρωμένες από μέλη αφγανικών φυλών, έμειναν νεκρές στο χιόνι.

Ο Έλφινστοουν είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια να τις προστατεύσει. Και κάθε προώθηση μέσα από το χάσμα του φαραγγιού της Καμπούλ – είδα τα λείψανα μιας ρωσικής μονάδας να είναι διασκορπισμένα στην ίδια διαδρομή σχεδόν 140 χρόνια αργότερα – οδηγούσε και σε άλλες ενέδρες και σφαγές.Ο Έλφινστοουν εξασφάλισε την ασφάλεια του εαυτού του, μερικών αξιωματικών και μερικών Αγγλίδων κυριών. Οι τελευταίοι Βρετανοί φρουροί κατακρεουργήθηκαν στα υψίπεδα, περιτριγυρισμένοι από χιλιάδες Αφγανούς∙ πυροβολώντας μέχρι τον τελευταίο γύρο, ο διοικητής της εταιρίας πέθανε με τη σημαία του Ενωμένου Βασιλείου τυλιγμένη γύρω από τη μέση του. Μέρες αργότερα, ο τελευταίος επιζών από τις σφαγές, καλπάζοντας με το εξαντλημένο άλογό του στο Τζαλαλαμπάντ, δέχτηκε επίθεση από δύο Αφγανούς ιππείς. Προσπαθώντας να τους κρατήσει σε απόσταση, έσπασε το σπαθί του, σε στυλ Χόλιγουντ, πάνω σ’ έναν από τους άντρες και, με το άλογό του να πεθαίνει κάτω από το σώμα του, έφτασε στο βρετανικό φρούριο. Ήταν μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη ήττα των βρετανικών όπλων στην ιστορία.

Για την Παλαιστίνη

Ο Ρόμπερτ Φισκ, έγραφε συχνά για την πολιτική του Ισραήλ σε βάρος των Παλαιστινίων χωρίς να μασάει τα λόγια του όπως συνήθως κάνει η τεράστια πλειονότητα των δημοσιογράφων στα διεθνή ΜΜΕ, όταν δεν αποφεύγουν εντελώς να αναφερθούν στο θέμα από φόβο για τις πιθανές συνέπειες που θα έχει αυτό στην καριέρα τους, με το Ισραήλ και τα λόμπι του να καραδοκούν και να τιμωρούν τους επικριτές του σιωνισμού.

Ένα απόσπασμα από τα τελευταία λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του άρθρα ( 2 Ιουλίου 2020), που ξεμπροστιάζει την κυβέρνηση του Ισραήλ, αλλά και τους Εγγλέζους εμπνευστές, από το 1917, ενός κράτους για τους Εβραίους χωρίς τους Παλαιστίνιους!

«Ας επιστρέψουμε στον Balfour. Δεν πρόκειται για το αν το Ισραήλ θα προσαρτήσει τη Δυτική Όχθη αργότερα αυτό το μήνα ή πόσο απ’ αυτήν ή πόσο περισσότερο. Πρόκειται για την αυθεντική βρετανική υπόσχεση του 1917 – ή για την αυθεντική αμαρτία, αν ήσασταν Άραβας – και για το τι έλεγε με λέξεις.

Διότι μετά από την αντιπαράθεση σχετικά με τη βρετανική “συμπάθεια” και τις σιωνιστικές “φιλοδοξίες”, η μοναδική πρόταση της Διακήρυξης Balfour είχε τη δήλωση ότι το υπουργικό συμβούλιο στο Λονδίνο έβλεπε “ευνοϊκά την ίδρυση στην Παλαιστίνη ενός εθνικού σπιτιού για τον Εβραϊκό λαό”.Και οι πολύ σημαντικές λέξεις σ’ αυτήν την πρόταση ήταν “εθνικό” και “στην Παλαιστίνη”. Μπορούμε, λοιπόν, να ξεχάσουμε τις ανοησίες για την προστασία των δικαιωμάτων “των υφιστάμενων μη Εβραϊκών κοινοτήτων στην Παλαιστίνη”, επειδή δεν είχαμε την παραμικρή πρόθεση να κάνουμε κάτι τέτοιο. Αυτός είναι ο λόγος – και οι αναγνώστες καλό θα έκαναν να ρίξουν μια άλλη ματιά σε αυτό το άθλιο έγγραφο – που ο Arthur Balfour προτίμησε να αποφύγει να αναγνωρίσει αυτές τις μυστηριώδεις “μη εβραϊκές κοινότητες” ως Άραβες ή Μουσουλμάνους ή Χριστιανούς.Οι “μη Εβραϊκές κοινότητες” (οι Μουσουλμάνοι και οι Χριστιανοί Άραβες) στην Παλαιστίνη – στους οποίους ο Balfour δεν προσέφερε ένα «εθνικό σπίτι» – ζούσαν σε όλη αυτή τη γη. Αλλά – και εδώ ήταν η τρομακτική έκφραση στη διακήρυξη – αυτοί οι άνθρωποι δεν αναφέρεται στο έγγραφο ότι ζούσαν στη γη. Απλώς “υπήρχαν” εκεί […]. Ήταν η πλειοψηφία των λαών στην Παλαιστίνη – αλλά δεν ορίστηκαν από τη δική τους ταυτότητα, αλλά από την ταυτότητα εκείνων που θα δημιουργούσαν εκεί την “πατρίδα” τους. Αυτοί ήταν “μη Εβραίοι”.»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!