Για την ταινία Φραντς του Φρανσουά Οζόν
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Σινεφίλ από νωρίς, ο 48χρονος Γάλλος Φρανσουά Οζόν, ξεχώρισε από εφηβική ηλικία με τις μικρού μήκους ταινίες του, για να χαρακτηριστεί αργότερα ως σκηνοθέτης που κινείται με άνεση από το θρίλερ στο σπαρακτικό δράμα και από το μελόδραμα στην τηλεοπτικής κοπής κωμική σάτιρα. Παραμένοντας παραγωγικός και ανήσυχος, άγγιξε τολμηρές θεματικές-ταμπού, επηρεάζοντας κυρίως τον νεαρό γαλλόφωνο Καναδό Ξαβιέ Ντολάν, σκηνοθετική ρέπλικα του Οζόν. Στη νέα γερμανόφωνη αντιπολεμική ταινία εποχής Φραντς, ο Οζόν διασκευάζει το μελόδραμα Broken Lullaby /1932, του Γερμανού Έρνστ Λιούμπιτς.
Σε μια γερμανική επαρχιακή κωμόπολη, στον απόηχο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Άννα ταράζεται, όταν συναντά στον τάφο του Φραντς, του αρραβωνιαστικού της που σκοτώθηκε στη Γαλλία, έναν λεπτεπίλεπτο νεαρό, τον Αντριάν, που συστήθηκε ως παλιός συμφοιτητής και φίλος του Φραντς, από το Παρίσι. Ως Γάλλος, ο Αντριάν αντιμετωπίζεται εχθρικά από τον περίγυρο, η Άννα όμως και οι γονείς του Φραντς κρέμονται καταγοητευμένοι από τα χείλη του, όταν τους αφηγείται την ξένοιαστη φοιτητική ζωή, στο προπολεμικό Παρίσι, με τον ίδιο να συνοδεύει στο πιάνο τον Φραντς, που έπαιζε βιολί, αλλά και τις ατέλειωτες επισκέψεις τους στο Λούβρο. Οι γονείς του Φραντς, αγνοώντας την πικρή αλήθεια που ο Αντριάν εκμυστηρεύτηκε στην Άννα, λίγο πριν φύγει για Παρίσι, την ενθαρρύνουν να πάει να τον αναζητήσει. Η ζωή συνεχίζεται στους δικούς της ρυθμούς, με ή χωρίς έρωτα, παρά τις εικόνες μιας ισοπεδωμένης ακόμα Γαλλίας, όπως καθρεφτίζεται στο τζάμι του τρένου, που φέρνει την Άννα στο Παρίσι.
Διατηρώντας την ασπρόμαυρη φόρμα του Λιούμπιτς, ο Οζόν ανιχνεύει τη δυνατότητα συγχώρεσης, μέσα από τον έρωτα. Στην καθηλωτική φωτογραφία, η συμμετρική και διαυγής τοποθέτηση των μορφών στο κάδρο, στις μετωπικές λήψεις των γευμάτων γύρω από ένα τραπέζι, επαναφέρει τις απέριττες εικόνες ενός Ντράγιερ, ενώ ταυτόχρονα περιέχει τη σύγχρονη αίσθηση ενός εκλεκτικού μυθοπλαστικού ρεαλισμού, που τυποποίησε ο Χάνεκε στην τοποθετημένη πριν τον Α΄ Π.Π. αριστουργηματική ταινία του Λευκή Κορδέλα/2009. Μόλις όμως ο Αντριάν ξεκινά τις αφηγήσεις, όπως και η Σεχραζάτ τις Χίλιες και Μία νύχτες, τρυπώνουν χρώματα στην οθόνη, δίνοντας έγχρωμη παραμυθένια διάσταση στην προπολεμική ζωή, σε αντιδιαστολή με την πεζή ασπρόμαυρη πραγματικότητα, με νωπό ακόμη το πένθος από τις τραγικές απώλειες του πολέμου. Οι αναπολήσεις δημιουργούν το νοητό τόπο όπου συνδέονται οι δύο νέοι που ερωτεύονται, σε μια ταινία που εστιάζει στην ανταλλαγή.
Αποσπώντας εξαιρετικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές Πιερ Νινέ και Πόλα Μπέερ, ο Οζόν αναδεικνύει μια σπάνια αίσθηση ισοτιμίας στους χαρακτήρες, αψηφώντας ρόλους κλισέ, με καθέναν να διεκδικεί και να ρισκάρει για τον άλλον, σε ένα αμφίδρομο ερωτικό παιχνίδι, με επίκαιρες ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις στις σχέσεις των δύο φύλων. Η σύγχρονη έννοια της διάδρασης, σε μια ταινία εποχής, υποδηλώνεται με την αμφίδρομη κίνηση ανάμεσα σε Γερμανία και Γαλλία, όπως αντίστοιχα στην ταινία του Φατίχ Ακίν Η άκρη του Ουρανού/ 2007, οι δυο διαφορετικής εθνότητας πρωταγωνίστριες που ερωτεύονται, κόντρα στη μισαλλοδοξία, κινούνται ανάμεσα σε Γερμανία και Τουρκία.
Μακριά από το σπαρακτικό ρεαλισμό του Έριχ Μαρία Ρέμαρκ στο Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο (1929), που διαμόρφωσε μια συλλογική αντίληψη για τη φρίκη των χαρακωμάτων του Α΄ Π.Π., ο Οζόν στρέφεται στον παρακμιακό ρομαντισμό του 19ου αιώνα, που διαπερνώντας το θάνατο, αναζήτησε το χαμένο νόημα της ζωής στον έρωτα. Έτσι, η κλασική φόρμα του μελοδράματος αποκτά μακάβρια μεταπολεμική ατμόσφαιρα, ευφυώς εμπλουτισμένη από το ρομαντισμό. Αμφότερες οι πολιτισμικές αναφορές στον Αυστριακό λυρικό ποιητή Ράινερ-Μαρία Ρίλκε και στον Γάλλο συμβολιστή Πολ Βερλέν, μαζί με τις επιλογές των μουσικών κομματιών μεταφέρουν το αντιπολεμικό σημαινόμενο της ταινίας, υποστηρίζοντας την αλληλεπίδραση των δύο χωρών. Το Νυχτερινό Νο 20 σε Ντο Δίεση Ελάσσονα για πιάνο, του Σοπέν, με την πένθιμη εισαγωγή, που χρησιμοποιήθηκε καθόλου τυχαία και στην αντιπολεμική ταινία Ο Πιανίστας, του Πολάνσκι, εδώ ακούγεται σε διασκευή για βιολί και πιάνο, συνοδεύοντας στη Γερμανία τις αναπολήσεις του Αντριάν για τον Φραντς, ενώ η εισαγωγή με σόλο βιολί της συμφωνικής σουίτας Σεχραζάτ του Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ ακολουθεί τα συναισθήματα της Άννας για τον Αντριάν στο Παρίσι, ανακαλώντας την αφηγηματική διάσταση.
Εννοιολογικό κλειδί της ταινίας, η αναφορά στο λιγότερο γνωστό πίνακα του κορυφαίου Γάλλου Ιμπρεσιονιστή Εντουάρ Μανέ Η αυτοκτονία (1881), όψιμο έργο του με ασυνήθιστο για την εποχή θέμα, που φιλοτέχνησε μετά την επιστροφή του από το μέτωπο του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου, δύο χρόνια πριν από τον οδυνηρό θάνατό του από σύφιλη, σε ηλικία 51 ετών. Απαλλαγμένη από το ρεαλιστικό φινίρισμα, η αισθητική του πίνακα παρουσιάζει απαράμιλλη εκφραστικότητα, με βίαιη ζωγραφική χειρονομία που διαφαίνεται επίμονα στην ταινία, λες και η αρχική σύλληψή της αποτελεί ελεύθερη σπουδή γύρω από τον συγκεκριμένο πίνακα, νοηματοδοτώντας μια συγκινησιακή φόρτιση περί ματαιότητας και έρωτα.
* H Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
ifigenia.kalantzi@gmail.com