Του Μύρωνα Ξυδάκη
Μια από τις πιο έντονες παιδικές μου μνήμες είναι αυτή της γιαγιάς μου να αφηγείται την ημέρα που οι Γερμανοί μάζεψαν όλους τους κατοίκους του χωριού της στην πλατεία, απέναντι από τα πολυβόλα, και τους κράτησαν εκεί όλη μέρα όρθιους περιμένοντας την εντολή για την εκτέλεση. Τελικά, η εντολή δεν ήρθε ποτέ και κάπως έτσι γλίτωσε ένα ολόκληρο χωριό.
Πρόσφατα ανακάλυψα ότι γι’ αυτό το περιστατικό, όπως και για πολλά άλλα αντίστοιχα ή και χειρότερα (Βιάννος, Καλάβρυτα κ.λπ.) ευθυνόταν η γιαγιά μου και η κάθε γιαγιά. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται ο μέχρι πρότινος (αφού τα στερνά τιμούν τα πρώτα) φιλέλληνας ιστορικός Χ. Ρίχτερ στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Η Μάχη της Κρήτης. Πιο συγκεκριμένα, εξισώνοντας την αντίδραση των κατοίκων της Κρήτης με τη δράση των δυνάμεων εισβολής τόσο τις μέρες που διήρκεσε η μάχη, όσο και αργότερα κατά την αντίσταση (την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει «βρόμικο και κτηνώδη πόλεμο») καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «τα δύο εγκλήματα είναι αλληλένδετα».
Μάλιστα, προχωρά τη σκέψη του παρακάτω λέγοντας ότι αυτός ο ανορθόδοξος τρόπος πολέμου (πάνδημος λαϊκός πόλεμος αρχικά και ανταρτοπόλεμος στην συνέχεια), επειδή παραβίαζε την Συνθήκη της Χάγης, οδήγησε τους Γερμανούς στην πολιτική των αντιποίνων εξαιτίας των οποίων, μάλιστα, αδικούνται οι ναζί αλεξιπτωτιστές αφού συσκοτίζεται ο αγνός ιδεαλισμό τους.
Με λίγα λόγια, αμφισβητείται το δικαίωμα ενός λαού να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο το δίκιο και την ελευθερία του.
Και πάλι, όμως, το πρόβλημα δεν είναι τι γράφει ο κ. Ρίχτερ στο βιβλίο του. Ιστορικός είναι και έχει το δικαίωμα της γνώμης του. Το μείζον ζήτημα προκύπτει από την απόφαση του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης να τον αναγορεύσει σε επίτιμο διδάκτορα και μάλιστα εν κρυπτώ, παράτυπα και παρά τις από καιρό γνωστές αντιδράσεις που εγείρει το εν λόγω βιβλίο στην τοπική κοινωνία.
Η αναγόρευση αυτή δεν είναι προβληματική μόνο με ακαδημαϊκά αλλά και με πολιτικά κριτήρια. Όχι μόνο γιατί αποθεώνει μια λογική ιστορικού αναθεωρητισμού, που θυσιάζει εξόφθαλμα την αντικειμενικότατα στο βωμό της «πολιτικής ορθότητας» εξισώνοντας θήτες και θύματα. Αλλά και γιατί, πολύ απλά, μέσα από αυτή τη διαδικασία ένας επίσημος φορέας του ελληνικού Δημοσίου επιβραβεύει μια άποψη σχεδόν ταυτόσημη με αυτή του γερμανικού κράτους σχετικά με το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων.
Τέλος, αυτό που είναι ακόμα πιο στενόχωρο είναι το ότι υπάρχει μια μερίδα προοδευτικών ανθρώπων που υπερασπίζεται τη συγκεκριμένη κίνηση, χαρακτηρίζοντας όσους αντέδρασαν περίπου ως συνωμοσιολόγους, εθνικιστές και σκοταδιστές! Η στάση αυτή υποκρύπτει ένα στερεότυπο αρκετά διαδεδομένο στους κόλπους της Αριστεράς, αυτό που ταυτίζει οποιαδήποτε αναφορά στην πατρίδα με τον εθνικισμό. Ταυτόχρονα, αδυνατεί να συλλάβει ότι πίσω από αυτήν την αντίδραση δεν κρύβεται ο εθνικισμός αλλά η ανάγκη ενός λαού να περιφρουρήσει τη συλλογική του μνήμη και αξιοπρέπεια που μάλιστα συνδέεται με την αντίσταση στο φασισμό και το ναζισμό