Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αφού στήριξε επί ένα εξάμηνο την κερδοσκοπία και τα υπερκέρδη των παρόχων ηλεκτρικού ρεύματος, υποχρεώθηκε τελικά, κάτω από το φόβο του ξεσπάσματος της λαϊκής αγανάκτησης και γνωρίζοντας τον ορίζοντα των εκλογών, να λάβει κάποια μέτρα που μερικώς και προσωρινά αμβλύνουν το πρόβλημα, δεν το λύνουν. Τα βασικά σημεία των μέτρων που ανακοίνωσε την Πέμπτη 5/5/2022 ο πρωθυπουργός συνοψίζονται στα ακόλουθα:
α) Επιστρέφεται το 60% της πρόσθετης επιβάρυνσης στο ρεύμα για την περίοδο Δεκεμβρίου 2021-Μαΐου 2022 για λογαριασμούς που αφορούν κύρια κατοικία και με την προϋπόθεση το ετήσιο εισόδημα να είναι έως 45.000 ευρώ. Το μέγιστο όριο επιστροφής είναι τα 600 ευρώ δηλαδή επιστροφή ένα μέσο ποσό 200 ευρώ ανά λογαριασμό, καθώς είναι δίμηνοι.
β) Για τον Μάιο και τον Ιούνιο θα καλύπτεται κατά 50% η αύξηση στην κατανάλωση και πέρα από τις 300 κιλοβατώρες. Το μέτρο αφορά και μη κύριες κατοικίες.
γ) Το συγκυριακά έσοδα των επιχειρήσεων παραγωγής ρεύματος θα φορολογηθούν με ειδικό τέλος ύψους 90%.
δ) Από τον Ιούλιο και για ένα χρόνο θα εφαρμοστεί ένα νέο σύστημα τιμολόγησης που θα αποσυνδέει τις διεθνείς αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αερίου από την τιμολόγηση των λογαριασμών ρεύματος.
ε) Θα ξεκινήσει πρόγραμμα «Ανακυκλώνω – Αλλάζω συσκευή» το οποίο θα προβλέπει κίνητρα για να αντικατασταθούν παλαιότερες ενεργοβόρες συσκευές με νεότερης τεχνολογίας, μικρότερης κατανάλωσης. Επίσης θα εφαρμοστεί πρόγραμμα «Εξοικονομώ για Επιχειρήσεις» με κύριο αντικείμενο την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών μονάδων στις στέγες των κτιρίων τους.
Τα εξαγόμενα
Με βάση τις εξαγγελίες αυτές και τη χρονική στιγμή που έγιναν προκύπτουν ορισμένα πρώτα συμπεράσματα.
1) Η κυβέρνηση, με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, αφού εξάντλησε όλα τα περιθώρια «κάνοντας πλάτες» στην κερδοσκοπία στο ρεύμα σε βάρος των πολιτών, υποχρεώθηκε να λάβει μέτρα. Επισημαίνουμε ότι το πρόβλημα είναι γνωστό και έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις ήδη από τον παρελθόντα Οκτώβριο-Νοέμβριο, όταν άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτοι τότε εκκαθαριστικοί λογαριασμοί ρεύματος με την τεράστια «ρήτρα αναπροσαρμογής». Χρειάστηκε να περάσουν 6 μήνες για να πάρει η κυβέρνηση μέτρα ουσίας, αφού προηγούμενα τα μέτρα επιδότησης των λογαριασμών που εφάρμοσε αποδείχθηκαν όχι απλά αναποτελεσματικά, όσον αφορά την ανακούφιση των νοικοκυριών, αλλά τελείως άχρηστα. Ο φόβος ενός ξεσπάσματος της λαϊκής οργής «ευαισθητοποίησε» μια χοντρόπετση κυβέρνηση να κάνει κάτι έστω και μετά από 6 μήνες. Όπως έχουμε σημειώσει σε προηγούμενα άρθρα μας, το ύψος των λογαριασμών ρεύματος είναι δυσανάλογο των εισοδημάτων και συνεπώς δεν μπορούν ούτε να εξοφληθούν ούτε και να ρυθμιστούν σε δόσεις, αφού το φαινόμενο δεν είναι συγκυριακό για ένα λογαριασμό αλλά θα έχει μέλλον. Ήδη τα μέτρα που ανακοινώθηκαν καλύπτουν περίοδο 19 μηνών.
Τα μέτρα ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό αφού προηγούμενα η κυβέρνηση με τα φιλικά της μέσα «ενημέρωσης» εξάντλησαν όλη την «επιχειρηματολογία» τους για να μας πείσουν ότι πρέπει να πληρώσουμε στο ακέραιο τους παράλογους λογαριασμούς ρεύματος. Στο πλαίσιο αυτό επιστρατεύτηκαν οι απειλές για διακοπές ρεύματος και η ρητορική του κυβερνητικού σήμερα, γυρολόγου – συμφεροντολόγου βουλευτή Βασίλη Οικονόμου ότι το «τζάμπα πέθανε» και ότι όλοι πρέπει να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Η αναποτελεσματικότητα της κυβερνητικής προπαγάνδας την οδήγησε σε στροφή 180 μοιρών όσον αφορά τους λογαριασμούς ρεύματος.
2) Η κυβέρνηση τελικά αναγνώρισε αυτό που αρνιόταν επί ένα εξάμηνο. Ότι η κερδοσκοπία στην αγορά ρεύματος παράγει υπερκέρδη για τους παραγωγούς και τους διανομείς. Έτσι, στα μέτρα που ανακοινώθηκαν, περιλαμβάνεται και η φορολόγηση των «συγκυριακών» όπως ονομάστηκαν εσόδων με τέλος 90%. Μόνο που αυτά τα «συγκυριακά» έσοδα δεν εμφανίστηκαν την περασμένη βδομάδα. Είναι γνωστά εδώ και ένα εξάμηνο αλλά η κυβέρνηση τα «αγνοούσε» και μιλούσε μόνο για το διεθνές φαινόμενο αύξησης της τιμής του ρεύματος.
3) Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν δίνουν μια ανακούφιση αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα. Η ίδια η κυβέρνηση ομολογεί, με τις αναλύσεις της που ακολούθησαν τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, ότι τα μέτρα καλύπτουν το 70-80% της αύξησης του κόστους του ρεύματος. Δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση οι καταναλωτές και κυρίως τα χαμηλότερα λαϊκά εισοδήματα καλύπτουν το υπόλοιπο 20-30%. Συνεπώς το πραγματικό τους διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται κατ’ αυτό το ποσοστό, σε σχέση με τις δαπάνες ρεύματος που αποτελούν μια από τις πλέον βασικές μηνιαίες (διμηνιαίες) δαπάνες για κάθε νοικοκυριό.
4) Η μορφή με την οποία λαμβάνονται τα μέτρα -εφαρμογή επιδότησης και όχι πλαφόν στις τιμές ή αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού της τιμής ρεύματος- έχει δημοσιονομικές συνέπειες καθώς αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες μεγαλώνοντας το έλλειμμα και φυσικά το χρέος. Δηλαδή για μία ακόμα φορά θα πάρουμε πίσω κάποια χρήματα ή θα έχουμε προσωρινά χαμηλότερο τελικό κόστος αλλά όλα αυτά θα κληθούμε να τα πληρώσουμε στο μέλλον προσαυξημένα με τους αναλογούντες τόκους μέσω του δημοσίου χρέους. Άρα επί της ουσίας τα μέτρα αποτελούν μια συγκυριακή πρακτική παροχής έμμεσα ρευστότητας στα νοικοκυριά που θα κληθούν να πληρώσουν αργότερα το λογαριασμό με άλλο τρόπο. Αρκεί να θυμηθούμε πως φτάσαμε στα μνημόνια για να δούμε μια εικόνα από το μέλλον…
Για τις συνέπειες της πανδημίας δόθηκαν επιδοτήσεις. Για την αντιμετώπιση της ακρίβειας δόθηκαν ειδικά βοηθήματα. Για το ρεύμα δόθηκε η αρχική ανεπαρκέστατη επιδότηση που τώρα γίνεται πιο «γενναία». Όλα αυτά με ένα δημοσιονομικό σύστημα που καλύπτει τα ελλείμματά του μέσω δανεισμού από τις αγορές. Το δημόσιο χρέος είναι πάνω από 200% του ΑΕΠ και το επιτόκιο για το 10ετές ομόλογο από μικρότερο του 1% πριν από μερικούς μήνες έχει φτάσει σήμερα στο 3,5%.
5) Η Ελλάδα με όλα αυτά συνεχίζει να έχει το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη παρά την συνεχή ένταξη νέων συστημάτων «ανανεώσιμων» πηγών παραγωγής ρεύματος (ΑΠΕ) στο σύστημα για τα οποία επαίρεται η κυβέρνηση. Ο λόγος της υψηλής τιμολόγησης, παρά το μείγμα παραγωγής που σε σημαντικό βαθμό εξαρτάται από φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες, οφείλεται στον τρόπο κοστολόγησης που έχει επιβληθεί από την γερμανική Ευρώπη. Ενώ το ενεργειακό μείγμα παραγωγής ρεύματος στην Ελλάδα το 2020 ήταν 40,4% φυσικό αέριο, 7,3% πετρέλαιο, 10,9% λιγνίτης, 28,8% ΑΠΕ κ.λπ., τώρα που είναι ακόμα πιο βελτιωμένο υπέρ των ΑΠΕ πληρώνουμε το ρεύμα με βάση την προσφορά του ακριβού (οριακού) προμηθευτή στο Χρηματιστήριο Ενέργειας!
Ευρωπαϊκή έγκριση
Η κυβέρνηση, αντί να αλλάξει άμεσα τον τρόπο υπολογισμού έστω και τώρα, αφήνει το θέμα να «ωριμάσει» και θα μας ενημερώσει αργότερα για τα νέα μέτρα που θα ισχύσουν από τον Ιούλιο όσον αφορά τον τρόπο-μεθοδολογία κατάργησης της ρήτρας αναπροσαρμογής. Μέχρι στιγμής αρνείται την επιβολή πλαφόν (ανώτατης τιμής) στο ρεύμα. Και όμως με αυτό τον τρόπο καθώς και με την άμεση κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής και την προσαρμογή των τιμολογίων στο πραγματικό κόστος παραγωγής ρεύματος, αλλά και σε συνδυασμό με την χρήση του φθηνού και αποδοτικού ελληνικού λιγνίτη, η κατάσταση θα ήταν τελείως διαφορετική.
Ο λόγος που η κυβέρνηση καταφεύγει για μία ακόμα φορά σε επιδότηση και όχι στη λήψη μέτρων παρέμβασης στην αγορά όσον αφορά τη διαμόρφωση της τιμής οφείλεται εκτός των άλλων και στις δεσμεύσεις στο επίπεδο της Ε.Ε. Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, που ασχολήθηκε με τα ενεργειακά θέματα, η κυβέρνηση αντί να ακολουθήσει την πρακτική Ισπανίας και Πορτογαλίας που εξαιρέθηκαν από τους κανόνες της Ε.Ε. («Ιβηρική Εξαίρεση») σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού κόστους και τιμολόγησης ρεύματος, προτίμησε για μία ακόμα φορά το ρόλο του υπάκουου μαθητή. Ισπανία και Πορτογαλία εξαιρέθηκαν, επέβαλαν ανώτατο όριο τιμής στα 50 ευρώ ανά μεγαβατώρα μειώνοντας στο μισό τους λογαριασμούς.