Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, σχεδόν ενάμιση μήνα μετά τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, το ρεπουμπλικανικό αντάρτικο με στόχο την αποδόμηση της νίκης του Μπάιντεν συνεχίζεται. Το πιο πρόσφατο επεισόδιο αυτού του ιδιόμορφου πολέμου έλαβε χώρα την Τρίτη, και είχε αρκετά… θεσμικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, οι Ρεπουμπλικανοί που συμμετέχουν στην Κοινή Επιτροπή του Κογκρέσου για τις Ορκωμοσίες καταψήφισαν την πρόταση της Νάνσι Πελόζι, προέδρου της Βουλής, και του Στένι Χόιερ, επικεφαλής της Δημοκρατικής πλειοψηφίας στη Βουλή, να δηλωθεί ότι η εν λόγω επιτροπή προετοιμάζεται για την ορκωμοσία του Μπάιντεν και της Χάρις ως προέδρου και αντιπροέδρου, αντίστοιχα, των ΗΠΑ. Οι καταψηφίσαντες την πρόταση δεν ήταν κάποιοι ασήμαντοι φαν του Τραμπ, αλλά «βαριά» ονόματα των Ρεπουμπλικανών: ο Μιτς ΜακΚόνελ, επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία, και ο Κέβιν ΜακΚάρθι, επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής μειοψηφίας στη Βουλή.

Έτσι η σχετική πρόταση, αυτονόητη υπό κανονικές συνθήκες, δεν εγκρίθηκε λόγω ισοψηφίας! Φυσικά εδώ και χρόνια οι συνθήκες κάθε άλλο παρά κανονικές είναι: η συνήθης κομματική αντιπαράθεση έχει δώσει τη θέση της σε μια βαθιά συστημική ενδόρρηξη, και ο εμφύλιος στους κόλπους των ελίτ αλλά και της κοινωνίας έχει προ πολλού ανατινάξει κάθε κανόνα. Ο Χόιερ έσπευσε να τονίσει ότι «η συνεχιζόμενη υποταγή των Ρεπουμπλικανών στις μετεκλογικές νευρικές κρίσεις του Τραμπ απειλεί τη δημοκρατία μας και υπονομεύει την πίστη στο εκλογικό μας σύστημα». Κάποιος θα έπρεπε να του ψιθυρίσει ότι η εμπιστοσύνη εκατομμυρίων πολιτών στη λειτουργία συνολικά του πολιτικού συστήματος έχει ήδη εξαϋλωθεί. Και αιτία δεν είναι (μόνο) ο Τραμπ, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα απρόθυμο να επιχειρήσει έστω να απαντήσει στις αγωνίες τους και να δείξει ότι σέβεται τις επιλογές τους.

Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ μεθαύριο Δευτέρα πρέπει να συνεδριάσουν οι περίφημοι εκλέκτορες για να αναδείξουν το επόμενο προεδρικό δίδυμο, και ενώ την ίδια στιγμή συνεχίζεται η εκδίκαση των ρεπουμπλικανικών προσφυγών σε έξι πολιτείες. Επιπλέον, την Τρίτη ο Κεν Πάξτον, πολιτειακός υπουργός Δικαιοσύνης του Τέξας (πολιτείας υπό ρεπουμπλικανικό έλεγχο) υπέβαλε στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αίτημα ακύρωσης των αποτελεσμάτων στην Τζόρτζια, το Μίσιγκαν, την Πενσιλβάνια και το Ουισκόνσιν. Την επόμενη μέρα 17 ακόμη πολιτείες το συνυπέγραψαν, υποστηρίζοντας ότι οι αξιωματούχοι οι επιφορτισμένοι με την εκλογική διαδικασία «πείραξαν» τους κανόνες ψηφοφορίας (βασικά ότι καταμέτρησαν επιστολικές ψήφους που παραλήφθηκαν εκπρόθεσμα), κι άρα το αποτέλεσμα είναι άκυρο. Οι Δημοκρατικοί αντιτείνουν ότι το ίδιο έκαναν και δύο πολιτείες που συνυπογράφουν το αίτημα ακύρωσης (Κάνσας και Μισισίπι), και το γαϊτανάκι συνεχίζεται…

Ποιος θα ελέγχει τους στρατιωτικούς;

Αυτός δεν είναι βέβαια ο μοναδικός πονοκέφαλος του Μπάιντεν, που κατά τα άλλα εξακολουθεί να προετοιμάζεται για την ανάληψη της προεδρίας. Έτσι, μετά τις οργισμένες επικρίσεις της προοδευτικής πτέρυγας των Δημοκρατικών στις πρώτες επιλογές του για τη μελλοντική κυβέρνηση, τώρα έχει να αντιμετωπίσει πολύ ευρύτερες αντιδράσεις. Αιτία, η επιλογή που ανακοίνωσε αυτήν την εβδομάδα για τη θέση του υπουργού Άμυνας: στο ευαίσθητο αυτό πόστο σκοπεύει να τοποθετήσει τον πρόσφατα αποστρατευθέντα στρατηγό Λόιντ Όστιν. Ο συγκεκριμένος μπορεί να είναι μαύρος (με αυτή του την ιδιότητα διαφημίζεται από τους απολογητές του Μπάιντεν, λες και το χρώμα του δέρματος καθιστά κάποιον αυτομάτως προοδευτικό και υπεράνω κριτικής…), αλλά εξακολουθεί να έχει το κώλυμα με βάση το Σύνταγμα των ΗΠΑ – το οποίο δεν επιτρέπει την τοποθέτηση πρώην στρατιωτικών ως υπουργών και υφυπουργών Άμυνας, εάν δεν περάσουν τουλάχιστον 7 χρόνια από την αποστράτευσή τους.

Η αιτιολόγηση της συγκεκριμένης πρόβλεψης είναι ότι το πόστο αποσκοπεί ακριβώς στη διασφάλιση του πολιτικού ελέγχου επί των Ενόπλων Δυνάμεων, πράγμα αμφίβολο αν υπεύθυνος γι’ αυτήν είναι κάποιος έως πρόσφατα συνάδελφος των εν ενεργεία στρατιωτικών. Υπάρχει βέβαια το προηγούμενο του (έπειτα απολυθέντα) υπουργού Άμυνας του Τραμπ, Τζέιμς Μάτις, η υπουργοποίηση του οποίου εγκρίθηκε «διακομματικά» από το Κογκρέσο (αυτή είναι η μοναδική δυνατότητα εξαίρεσης). Αλλά πολλοί Δημοκρατικοί αντιδρούν έντονα στην υπουργοποίηση του Όστιν, λέγοντας ότι δύο εξαιρέσεις σε μια τετραετία είναι πολλές, κι ότι δεν σκοπεύουν να στηρίξουν την επιλογή αυτή.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!