Το Νοέμβρη, τελικά, θα διεξαχθεί το δημοψήφισμα στην Ιταλία
Το επικείμενο δημοψήφισμα στην Ιταλία, που τελικά θα διεξαχθεί το Νοέμβριο (άγνωστη ακόμη η ακριβής ημερομηνία) με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού της χώρας Ματέο Ρέντσι, αποσκοπεί στη «μεταρρύθμιση» του Συντάγματος και του εκλογικού νόμου. Δηλαδή στην οριστική απαλλαγή της ιταλικής άρχουσας τάξης από τα τελευταία «θεσμικά» βαρίδια ενός παρελθόντος που έφερε τη σφραγίδα της αντιφασιστικής Αντίστασης και των λαϊκών κατακτήσεων μετά το 1945. Αυτό το δημοψήφισμα είναι ταυτόχρονα και το ύστατο, ίσως, προσωπικό στοίχημα του «κεντροαριστερού» πρωθυπουργού ο οποίος αποτελεί το άτακτο αλλά χαϊδεμένο παιδί της ευρωκρατίας και του διεφθαρμένου συστήματος – που όμως, παρά την υποστήριξή τους, υπέστη ταπεινωτική ήττα στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση (βλ. φύλλα 315 και 317, σελ. 16-17 και 14 αντίστοιχα). Ακριβώς αυτή η ήττα τον υποχρέωσε να αναπροσαρμόσει τα αρχικά σχέδιά του για δημοψήφισμα τον Οκτώβριο και να το μεταθέσει για αργότερα, καθώς φοβάται πλέον ότι η διεξαγωγή του δεν θα είναι ο περίπατος που νόμιζε – ελπίζοντας ότι ένας μήνας παραπάνω θα του επιτρέψει να καλύψει το χαμένο έδαφος. Και, μια που μιλάμε για περιπάτους οι οποίοι μπορεί να καταλήξουν σε ταπείνωση, ας θυμίσουμε το διόλου κολακευτικό επίθετο «Ντουτσέτο», δηλαδή «μικρός Ντούτσε», που έχει… επάξια κερδίσει ο Ρέντσι εξαιτίας της αλαζονικής επιδίωξής του να καταργήσει και τα τελευταία απομεινάρια λαϊκής κυριαρχίας ώστε να καταστεί απόλυτος άρχοντας της πολιτικής ζωής της Ιταλίας.
Ο Ρέντσι φοβάται, το ίδιο κι όσοι τον στηρίζουν
Τυχόν νίκη του Ρέντσι θα οδηγήσει στην έγκριση της τροποποίησης 47 από τα 89, συνολικά, άρθρα του Συντάγματος – δηλαδή στην ανατροπή, ουσιαστικά, του συνόλου του μεταπολεμικού πολιτικού και κοινωνικού συμβολαίου. Ενδεικτικό των μεθοδεύσεων του Ντουτσέτο είναι ότι, παρόλο που πρόκειται για τεράστιας διάστασης συνταγματική «μεταρρύθμιση», δεν απαιτείται κανένα ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής στο δημοψήφισμα ώστε το αποτέλεσμά του να θεωρηθεί έγκυρο. Δηλαδή αυτή τη φορά ο Ιταλός πρωθυπουργός και τα δυναμικά κέντρα που τον στηρίζουν ποντάρουν ακριβώς στη διευρυνόμενη λαϊκή απέχθεια για εκλογικές διαδικασίες, και στη διαρκώς αυξανόμενη αποχή που αυτή προκαλεί…
Πάντως ο φόβος του Ρέντσι ότι μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να μην καταφέρει να ολοκληρώσει τον περίπατο του, αντανακλάται και στην αλλαγή της στάσης του σχετικά με το δικό του πολιτικό μέλλον: ενώ μέχρι πρόσφατα «απειλούσε» ότι σε περίπτωση ήττας του θα αποσυρθεί από την πολιτική, τώρα… διευκρινίζει ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν αφορά τον ίδιο αλλά «μια σπουδαία μεταρρύθμιση που έχει ανάγκη η χώρα». Με μια έννοια, έχει δίκιο: το διακύβευμα του δημοψηφίσματος αφορά πράγματι πολύ περισσότερα από την πολιτική επιβίωση του δήθεν κεντροαριστερού πρωθυπουργού. Γι’ αυτό και το «Ναι» υποστηρίζεται με νύχια και με δόντια από όλο το επιχειρηματικό και μιντιακό κατεστημένο. Επιπλέον, οι κατά τα άλλα άτεγκτες Βρυξέλλες αφήνουν να εννοηθεί ότι η έγκριση της «αναγκαίας μεταρρύθμισης» θα οδηγήσει σε συνέχιση της επιείκειας η οποία παρέχεται επιλεκτικά προς την Ιταλία, αν και η κυβέρνηση Ρέντσι ήδη έχει καταπατήσει όλους τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε.
Τα βασικά στοιχεία της… αντιμεταρρύθμισης
Το πρώτο μέρος του Συντάγματος, που αφορά τις «βασικές αρχές» της Ιταλικής Δημοκρατίας και ορίζει ότι «η κυριαρχία ανήκει στο λαό, που την ασκεί με τις μορφές και εντός των ορίων που προβλέπει το Σύνταγμα», δεν θα τροποποιηθεί. Αυτό είναι και ένα από τα λιγοστά επιχειρήματα των υποστηρικτών του «Ναι»… Επιχείρημα κενό περιεχομένου, αφού σε περίπτωση επικράτησης του «Ναι» θα τροποποιηθούν όλα τα άρθρα που ορίζουν «τις μορφές και τα όρια» άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία θα καταλήξει να είναι προνόμιο μιας μικρής μειοψηφίας. Υπερβολές; Ας δούμε μερικές από τις επιδιωκόμενες «μεταρρυθμίσεις»:
– Το σημερινό Σύνταγμα επιτρέπει την προώθηση νομοσχεδίων με λαϊκή πρωτοβουλία, αφού συγκεντρωθούν 50.000 υπογραφές πολιτών σε σχετικό αίτημα. Με τη «μεταρρύθμιση» τριπλασιάζεται ο αριθμός των απαιτούμενων υπογραφών (150.000).
– Ανατρέπεται ο συσχετισμός μεταξύ Βουλής και Γερουσίας, που ως τώρα μοιράζονταν ισορροπημένα τις ίδιες εξουσίες. Με τη «μεταρρύθμιση» μόνο η Βουλή θα αρκεί για τη χορήγηση ψήφου εμπιστοσύνης και τον έλεγχο της εκάστοτε κυβέρνησης. Ο ρόλος της Γερουσίας είναι ασαφής, ενώ ασαφής είναι ακόμη και… η σύνθεσή της: το πιθανότερο είναι ότι τα μέλη της δεν θα εκλέγονται πλέον, αλλά θα διορίζονται από εκπροσώπους της κρατικής και περιφερειακής εξουσίας!
– Η «μεταρρύθμιση» αφορά και τον εκλογικό νόμο. Μεταξύ άλλων προβλέπει ότι ένα κόμμα που παίρνει τουλάχιστον 40% θα αποκτά άνετη εκλογική πλειοψηφία, αποσπώντας το 55% των εδρών! Ακόμη χειρότερα, εάν κανένα κόμμα δεν παίρνει 40% (δηλαδή αυτό ακριβώς που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια), θα διεξάγονται επαναληπτικές εκλογές μόνο μεταξύ των 2 πρώτων κομμάτων, και ο νικητής θα παίρνει πάλι το 55% των εδρών! Δηλαδή ακόμη κι αν ένα κόμμα έχει λάβει μόλις 20% στις «κανονικές» εκλογές, θα κυριαρχεί στη Βουλή…
– Επιπλέον, η «μεταρρύθμιση» προβλέπει την επιβολή από την κυβέρνηση στη Βουλή διαδικασιών fast track για την αιφνιδιαστική εισαγωγή και ψήφιση «κρίσιμων νομοσχεδίων», χωρίς τις «καθυστερήσεις» που ενίοτε προκαλεί η κοινοβουλευτική συζήτηση… και βέβαια χωρίς τον κίνδυνο παρατεταμένων λαϊκών κινητοποιήσεων.
Η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων
Το στρατόπεδο του «Ναι» αυτοπαρουσιάζεται ως μοντέρνο, και κατηγορεί το «Όχι» ως αναχρονιστικό. Για τον Ρέντσι και τα δυναμικά συστημικά κέντρα που τον στηρίζουν, μοντέρνο είναι ό,τι καταργεί στοιχειώδεις αρχές της αστικής δημοκρατίας και περιορίζει τη δυνητική άσκηση πολιτικής σε μια χούφτα ανθρώπων, αγνοώντας το ενοχλητικό «πόπολο». Παραγνωρίζουν οι δήθεν εκσυγχρονιστές, που θέλουν να γυρίσουν την Ιταλία πίσω, σε μια μορφή συνταγματικά επικυρωμένης πολιτικής φεουδαρχίας, ότι πολλοί από τους υποστηρικτές του «Όχι» επιθυμούν μια πραγματική πολιτική μεταρρύθμιση, στον αντίποδα αυτής που επιχειρεί ο Ρέντσι. Μια μεταρρύθμιση που θα προωθεί με συγκεκριμένες ρυθμίσεις τη λαϊκή συμμετοχή και την αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας από το λαό, χρησιμοποιώντας τόσο «παραδοσιακές» μορφές (όπως οι αμεσοδημοκρατικές λαϊκές συνελεύσεις) όσο και σύγχρονες, που διευκολύνονται από τις νέες τεχνολογίες.
Όσον αφορά τις δυνάμεις υπέρ του «Όχι», η σύνθεσή τους είναι ετερόκλητη. Το «Όχι» υποστηρίζεται καταρχήν από λαϊκές και νεολαιίστικες συλλογικότητες και κοινωνικά κινήματα, που αποτελούν το πιο δραστήριο τμήμα της καμπάνιας. Επίσης, σε επίπεδο «επίσημου» πολιτικού κόσμου, υποστηρίζεται από το Κίνημα 5 Αστέρων και, πιο… χλιαρά, από την Ιταλική Αριστερά και από τη δεξιά αντιπολίτευση (τη Λέγκα του Βορρά και τη Φόρτσα Ιτάλια), η οποία προσπαθεί έτσι να ανακτήσει τμήμα των παραδοσιακών ψηφοφόρων της που είχε «υποκλέψει» ο Ρέντσι. Τέλος, έστω και καθυστερημένα έχουν μπει στη μάχη οι διάσπαρτες δυνάμεις της «εξωκοινοβουλευτικής» ιταλικής Αριστεράς που δείχνουν να καταλαβαίνουν πλέον την κρισιμότητα της επικείμενης αναμέτρησης και εγκαταλείπουν την παραδοσιακή περιφρόνησή τους προς τους «θεσμικούς αγώνες».
* Το κείμενο αυτό γράφτηκε με τη συνδρομή συντρόφων της νεολαιίστικης συλλογικότητας Je so’ Pazzo και της ομάδας Clash City Workers από τη Νάπολι, τους οποίους και ευχαριστούμε. Σε μελλοντικό φύλλο θα υπάρξει ανταπόκριση από το ετήσιο φεστιβάλ τους, το οποίο αναμένεται να αναδειχθεί σε ένα από τα επίκεντρα του αγώνα για το «Όχι». Σε αυτό θα συμμετάσχει μεταξύ άλλων και ο Λουίτζι ντε Ματζίστρις, που ταπείνωσε την εκλεκτή του Ρέντσι στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές και τελικά εκλέχθηκε πανηγυρικά δήμαρχος με 67%. Ο Λουίτζι ντε Ματζίστρις έχει πλέον αναδειχθεί σε κεντρική φιγούρα της καμπάνιας του «Όχι» σε πανιταλικό επίπεδο.