Τα ομόλογα προεξοφλούν σύγκλιση – Κλειδί η δέσμευση σε πλεόνασμα 3,5% και μετά το 2018, αλλά με ετεροχρονισμό των μέτρων – Τα τρικ με το χρέος και η «αντίσταση» του ΔΝΤ

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Στην πραγματικότητα κανείς δεν ξέρει τι ατμόσφαιρα θα επικρατεί στις Βρυξέλλες  τη Δευτέρα, στην προγραμματισμένη συνεδρίαση του Eurogroup. Όλες οι πλευρές προετοιμάζονται τουλάχιστον για μια δήλωση προόδου της δεύτερης αξιολόγησης, αν όχι και μια τεχνική συμφωνία μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και κουαρτέτου. Αλλά πολλά εξαρτώνται από τι θα έχουν βγάλει οι κάλπες την προηγούμενη μέρα κυρίως στην Ιταλία και δευτερευόντως στην Αυστρία. Το αποτέλεσμα στις δυο αναμετρήσεις μπορεί να καταστήσει το κλείσιμο της αξιολόγησης λιγότερο ή περισσότερο επείγον. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί η στάση του Βερολίνου και ιδιαίτερα του Β. Σόιμπλε, εκπρόσωπος του οποίου αποσαφήνισε ότι σε κάθε περίπτωση το Eurogroup της Δευτέρας αποφασίζει τα ήδη συμφωνημένα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που θα εισηγηθεί ο ESM, ενώ δεν απέκλεισε τηλε-διαβούλευση παραγόντων του κουαρτέτου – κάτι σαν το ματαιωθέν Washington Group – για να προχωρήσει κι άλλο η σύγκλιση.

 

Οι αγορές τιμολογούν τα μέτρα

Είναι πάντως αξιοσημείωτη η δειλή αλλά σταθερή αποκλιμάκωση της απόδοσης των ελληνικών ομολόγων  προς το 6,5%, γεγονός που αντανακλά την πεποίθηση αυτής της αγοράς ότι θα υπάρξει συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση, έστω κι αν απαιτήσει έκτακτο Eurogroup εντός του Δεκεμβρίου ή το προγραμματισμένο στις αρχές του νέου έτους. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί αντίδραση και στις διαρροές του σχεδίου του ESM (σε αμερικανικές και γερμανικές εφημερίδες) για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Αν και στην πραγματικότητα από τις διαρροές αυτές δεν μάθαμε κάτι που δεν ξέραμε για τα μέτρα, οι λιγοστοί επενδυτές ομολόγων που παρακολουθούν τα ελληνικά αντέδρασαν στον υπολογισμό ότι τα μέτρα αυτά οδηγούν σε μείωση του χρέους κατά 21,5% του ΑΕΠ σε βάθος… 40ετίας.

Δεν εκτιμούμε ιδιαίτερα τον πρώην υπουργό Αλ. Παπαδόπουλο, αλλά ήταν εύστοχο το σχόλιό του ότι προκύπτει η παραδοξότητα- και για την Ελλάδα και για την Ευρωζώνη- να γιορτάζουν ως βιώσιμο ένα χρέος 154% τη στιγμή που η χώρα χρεοκόπησε το 2010 με 124%! Προς το παρόν, αυτή η παραδοξότητα είναι το μόνο δεδομένο και θα προκύψει από το γνωστό τρίπτυχο βραχυπρόθεσμων μέτρων: επιμήκυνση μέρους του δανείου του EFSF κατά περίπου 4 χρόνια, σταθεροποίηση επιτοκίου με ανταλλαγή ομολόγων ή swap επιτοκίων, ακύρωση της «ποινής» επιτοκίου για την επαναγορά χρέους ύψους 10 δισ. το 2012. Το μόνο που θα προσθέσει το Eurogroup της Δευτέρας είναι τι μείωση χρέους αποφέρουν τα μέτρα αυτά.

 

Τώρα το πλεόνασμα, μετά τα μέτρα

Κατά τον κυβερνητικό σχεδιασμό, αυτή η απόφαση, μαζί με την τεχνική συμφωνία για τα προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης, είναι το πρώτο βήμα. Το δεύτερο είναι να συζητηθεί το πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων μέτρων για το χρέος μαζί με το τελικό κλείσιμο της αξιολόγησης το αργότερο μέχρι το τέλος του χρόνου. Στη συνέχεια, πάντα κατά την κυβέρνηση, θα είναι εφικτό αφενός το ΔΝΤ να αποφασίσει αν και πώς θα συμμετάσχει στο τρίτο Μνημόνιο, αφετέρου η ΕΚΤ να αποφασίσει αν τα ελληνικά ομόλογα μπορούν να ενταχθούν στο πρόγραμμα αγορών (ποσοτική χαλάρωση) εντός του πρώτου τριμήνου του 2017.

Απ’ αυτό τον… χαλαρό κυβερνητικό βηματισμό παραλείπεται κάτι σημαντικό: βάση της επιδιωκόμενης συμφωνίας για κλείσιμο της αξιολόγησης, πέρα από τις υποχωρήσεις στα εργασιακά και στις άλλες εκκρεμότητες της διαπραγμάτευσης, είναι η δέσμευση σε πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2020, που θα αποτυπώνεται στο Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, που πρέπει να κατατεθεί. Οι κυβερνητικές θέσεις για μικρότερα πλεονάσματα μετά το 2018 που διατυπώθηκαν και δημόσια από τον υπουργό Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτο, εγκαταλείφθηκαν διακριτικά («δεν έχουμε αρκετούς συμμάχους σ’ αυτό», σχολίασε κυβερνητικό στέλεχος) και τώρα το παζάρι γίνεται για το αν η δέσμευση στα εξωφρενικά πλεονάσματα θα συνοδεύεται από συγκεκριμένα μέτρα, όπως απαιτεί το ΔΝΤ. Το κυβερνητικό «όχι σε νέα μέτρα», που είναι η επωδός των ημερών, πρακτικά σημαίνει ότι η κυβέρνηση απλώς αναβάλλει για το εγγύς μέλλον τη συγκεκριμενοποίησή τους, και συγκεκριμένα «μετά το τέλος του εκλογικού κύκλου στην Ευρώπη, το 2018», όπως είπε κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος. Αυτή θα είναι η δεύτερη παραδοξότητα αυτής της αξιολόγησης.

 

Νέο παζάρι Βερολίνου – ΔΝΤ;

Θα συμβιβαστεί το ΔΝΤ με κάτι τέτοιο; Επ’ ουδενί. Αντιθέτως, στις μέχρι στιγμής διαπραγματεύσεις έχει καταστήσει σαφές ότι, εφόσον οι Ευρωπαίοι δανειστές επιμένουν στα πλεονάσματα 3,5%, το ίδιο απαιτεί νομοθετημένα από τώρα μέτρα άνω των 4 δισ. για τα διετία 2019-2020. Το κυβερνητικό επιχείρημα ότι καμιά κυβέρνηση δεν θα άντεχε πολιτικά τη νομοθέτηση πρόσθετων μέτρων λιτότητας αντιμετωπίζεται μάλλον με κατανόηση από τους περισσότερους παράγοντες του Eurogroup και της Κομισιόν, που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο να κλείσουν οι διαφορές στα προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης. Έτσι, η τελική στάση του ΔΝΤ καταλήγει σε μια πολιτική διαπραγμάτευση κυρίως με τη γερμανική ηγεσία, με την «τεχνική βοήθεια» του ESM και με επίδικο τον τρόπο περιγραφής των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, ώστε να διευκολυνθεί μια απόφαση του Ταμείου να μπει στο τρίτο Μνημόνιο. Το αν το παζάρι Βερολίνου και ΔΝΤ για έναν ακόμη πολιτικό συμβιβασμό για την Ελλάδα θα κλείσει στο Eurogroup της Δευτέρας ή λίγο αργότερα παραμένει άγνωστο.

 

Τα εργασιακά κι η άδεια καρέκλα του προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου

Υπό την πίεση της γενικευμένης πολιτικής αβεβαιότητας στην Ε.Ε. που έχει διαρκώς νέα «θύματα», όπως τώρα ο Ολάντ και αύριο πολύ πιθανώς ο Ρέντσι, παρατηρείται μια αξιοσημείωτη κινητικότητα στον χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που με κάποιο τρόπο επηρεάζει και την ελληνική εκκρεμότητα. Η παραίτηση Σουλτς από την προεδρία του Ευρωκοινοβουλίου με προφανή στόχο τη διεκδίκηση υποψηφιότητας για την καγκελαρία στη Γερμανία έχει προκαλέσει ρήγματα στην παραδοσιακή συμμαχία Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και Σοσιαλδημοκρατών στο Ευρωκοινοβούλιο. Οι τελευταίοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να υποστηρίξουν την «παραδοσιακή» γερμανική υποψηφιότητα του χριστιανοδημοκράτη Μ. Βέμπερ και θα στηρίξουν τον Ιταλό σοσιαλιστή Τζιάνι Πιτέλα, αλλά γι’ αυτό χρειάζονται τη στήριξη της ομάδας της Αριστεράς και των Πρασίνων. Αυτό εξηγεί εν μέρει γιατί οι ευρω-σοσιαλιστές έσπευσαν, ενόψει Eurogroup της Δευτέρας, να εκφράσουν επίσημα την υποστήριξή τους στις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης για τα εργασιακά, ειδικά στο σκέλος των συλλογικών συμβάσεων, και μάλιστα με επιστολή προς Γιούνκερ, Ντράγκι και Ντάισελμπλουμ την οποία συνυπογράφει η αντιπρόεδρος της σοσιαλιστικής ομάδας Μ. Ροντρίγκες. Ανάλογες θερμές τοποθετήσεις έκανε ο ίδιος ο υποψήφιος Πιτέλα, αλλά και οι επικεφαλής των Πρασίνων κατά την επίσκεψη της υπουργού Εργασίας Ε. Αχτσιόγλου στο Ευρωκοινοβούλιο, στις Βρυξέλλες, ενώ σε αντίστοιχη κίνηση προχώρησε η σοσιαλδημοκρατικής κυρίως επιρροής Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ETUC). Το φλερτ μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Ομάδας της Αριστεράς (GUE/NGL) στο ευρωκοινοβούλιο έχει, ως γνωστόν, κινητήριο δύναμη τον ΣΥΡΙΖΑ και ως ένα βαθμό τη γερμανική Die Linke, που προσβλέπει σε τριμερή συνασπισμό στη Γερμανία, αλλά είναι αμφίβολο αν θα τύχει ομόθυμης υποστήριξης από τους ευρωβουλευτές της Αριστεράς.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!