Με το βλέμμα στην ΕΚΤ, κυβέρνηση και δανειστές διευρύνουν τα πεδία σύγκλισης
Ελέω ΔΝΤ, 2 σε 1 η διαπραγμάτευση για ενδιάμεση συμφωνία και χρέος
Ακροβασία πάνω στις «κόκκινες γραμμές»

Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου

 

Ποια απ’ όλες είναι η επόμενη κρίσιμη μέρα; Η Δευτέρα, που συνεδριάζει το Eurogroup; Η Τρίτη, οπότε θα πρέπει να καταβληθούν 763 εκατ. ευρώ στο ΔΝΤ; Η Τετάρτη, οπότε συνεδριάζει ξανά το Δ.Σ. της ΕΚΤ; Ή μήπως η Παρασκευή, οπότε θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα μιας ακόμη έκδοσης εντόκων γραμματίων, για αναχρηματοδότηση ύψους 1,4 δισ.;

Ίσως καμιά απ’ αυτές. Ίσως η ημέρα καμπής στις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους δανειστές, αποδειχθεί η περασμένη Τετάρτη, 6η Μαΐου. Δύο πράγματα συνέβησαν την Τετάρτη: το ένα ήταν η κοινή δήλωση των «θεσμών» ότι μοιράζονται τον κοινό στόχο να υπάρξει πρόοδος μέχρι την 11η Μαΐου. Και το δεύτερο ήταν η κοινή δήλωση Τσίπρα- Γιούνκερ στην οποία, πέραν της αναφοράς σε πρόοδο στις συνομιλίες, μπαίνουν στην ατζέντα το ασφαλιστικό και το εργασιακό. Το πρώτο συμβάν ήταν η αντίδραση της τρόικας στον μάλλον εύστοχο ελιγμό της κυβέρνησης να «καρφώσει» δημόσια τις διαφορές προσέγγισης μεταξύ ΔΝΤ, Ε.Ε. και ΕΚΤ σε πολλά θέματα, μεταξύ των οποίων και η βιωσιμότητα του χρέους. Το δεύτερο συμβάν, οι αναφορές σε εργασιακό και ασφαλιστικό στην κοινή δήλωση Τσίπρα- Γιούνκερ, μπορεί να αξιολογηθεί μόνο εκ του αποτελέσματος: αν, δηλαδή, στη επιδιωκόμενη συμφωνία κυβέρνησης-δανειστών καταγραφεί ουσιαστική κυβερνητική υποχώρηση σε δύο εμβληματικά πεδία.

 

Πεδία υποχωρήσεων

Από άλλα δεδομένα προκύπτει ότι αυτά τα δύο πεδία δεν είναι τα μόνα στα οποία οι δανειστές απαιτούν υποχωρήσεις και η κυβέρνηση τις συζητάει. Ο υπουργός Οικονομικών, Γ. Βαρουφάκης, διεύρυνε τη λίστα των πιθανών υποχωρήσεων, μιλώντας την περασμένη Πέμπτη στο European Business Summit. Προανήγγειλε αλλαγές στους συντελεστές του ΦΠΑ, με ασαφή επίπτωση στις τιμές βασικών αγαθών και στο λαϊκό εισόδημα. Ένας βασικός συντελεστής κοντά στο 18% θα έχει αναπόδραστα υφεσιακό αποτέλεσμα, όσο προσεκτικά κι αν σχεδιαστούν οι εξαιρέσεις του. Περιέλαβε τις ιδιωτικοποιήσεις στις πηγές εσόδων. Προανήγγειλε περαιτέρω «απελευθερώσεις» στις αγορές, ανάμεσά τους και στο φυσικό αέριο. Κοντά σ’ αυτά, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι οι δανειστές διαπραγματεύονται ένα υψηλότερο πλεόνασμα από το 1,2% -1,5% που αρχικά είχε συμφωνηθεί, προφανώς για να ικανοποιηθεί στοιχειωδώς η απαίτηση του ΔΝΤ για πηγές διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους.

Πάντως, από την όλη εξέλιξη έχει προκύψει μια παράδοξη ώσμωση ανάμεσα στις δυο πλευρές. Όπως έχουμε ξαναγράψει στις στήλες αυτές, η τακτική χρηματοδοτικού στραγγαλισμού που ακολουθούν οι δανειστές, κυρίως η ΕΚΤ, αποσκοπεί σε μια de facto γεφυροποίηση ανάμεσα στην ενδιάμεση συμφωνία και τη διαπραγμάτευση του Ιουνίου, με επίκεντρο το χρέος. Προφανής στόχος τους ήταν η παγίδευση της κυβέρνησης στην ανάγκη νέας χρηματοδότησης και τελικά σε μια νέα δανειακή συμφωνία. Τώρα, είναι η κυβέρνηση που εμφανίζεται να διεκδικεί τη συγχώνευση της μικρής με τη μεγάλη διαπραγμάτευση. Ποια από τις δυο πλευρές προσχωρεί στην τακτική της άλλης δεν είναι σαφές.

 

Ο «ρεαλισμός» Μέρκελ και η ΕΚΤ

Εκείνο που είναι αρκετά σαφές είναι ότι οι βασικοί εκπρόσωποι της σκληρής γραμμής των δανειστών έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να στρογγυλέψουν τις γωνίες. Οι δηλώσεις Σόιμπλε, Ντάισελμπλουμ και άλλων έγιναν απρόσμενα συμπαθητικές, με επαναλαμβανόμενες αναφορές σε πρόοδο, αν και κανείς τους δεν εγκατέλειψε τις «κόκκινες γραμμές» του. Σ’ αυτή την αλλαγή ύφους αποτυπώνεται, πιθανότατα, η επιρροή της Γερμανίδας καγκελαρίου, της οποίας ο προεκλογικά καταγγελλόμενος «μερκελισμός» έχει δώσει τη θέση του σε μια προσεκτική και πιο ρεαλιστική προσέγγιση των επιπτώσεων ενός Grexit. Στον αντίποδα της κατά Σόιμπλε ευκαιρίας «εξυγίανσης» της Ευρωζώνης μέσω ενός «διδακτικού» Grexit, η Μέρκελ έχει καταλήξει ότι δεν υπάρχει η πολυτέλεια ενός τέτοιου πειράματος. Πολύ περισσότερο που ο νικητής Κάμερον ανοίγει ένα ακόμη ρήγμα στην Ε.Ε., με την προαναγγελία δημοψηφίσματος για παραμονή της Βρετανίας ή όχι.

Συμμερίζονται, άραγε, τον επιφυλακτικό «ρεαλισμό» της Μέρκελ και οι άλλοι σημαντικοί «παίκτες» της εξελισσόμενης παρτίδας σκάκι; Ο Μάριο Ντράγκι, που κυριολεκτικά κρατάει τα κλειδιά της διαπραγμάτευσης, έχει καταστήσει σαφές με όλους τους δυνατούς τρόπους ότι μπορεί να οδηγήσει σε «ξαφνικό θάνατο» την ελληνική οικονομία, κλείνοντας και την τελευταία πηγή οξυγόνου, δηλαδή τον ELA. Στην τελευταία συνεδρίαση του Δ.Σ. της, η ΕΚΤ αύξησε μεν κατά 2 δισ. τη ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες, αλλά παρέπεμψε στη συνεδρίαση της προσεχούς Τετάρτης την οριστική απόφαση για το αν θα κοπεί κι αυτή η παροχή, με γενναίο κούρεμα των ομολόγων που δέχεται η ΕΚΤ ως ενέχυρο (σύμφωνα με διαρρεύσαν έγγραφο μέχρι και 90%!). Εκκρεμεί, επίσης, απόφαση επί του ελληνικού αιτήματος να επανέλθει στα προ της 22/1/2015 επίπεδα το όριο έκθεσης των ελληνικών τραπεζών στα έντοκα. Και, τέλος, εκκρεμεί η επιστροφή κερδών ύψους 1,9 δισ. από τα ελληνικά ομόλογα, από τα οποία 400 εκατ. βρίσκονται στην ίδια την ΕΚΤ και τα άλλα έχουν διανεμηθεί στις κεντρικές τράπεζες-μέλη της. Για όλα αυτά, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια πρώτη δόση χαλάρωσης του χρηματοδοτικού βρόχου, το μήνυμα της ΕΚΤ – που πιθανότατα μεταδόθηκε και στον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, Γ. Δραγασάκη, στην πρόσφατη συνάντηση με Ντράγκι- είναι σαφές: Καταλήξτε σε πολιτική συμφωνία και βλέπουμε.

 

Ο λογαριασμός του Ιουνίου και το ΔΝΤ

Η κυβέρνηση προσβλέπει σε μια δήλωση του Eurogroup, τη Δευτέρα, που θα επισημοποιεί τη διαπίστωση «προόδου» και θα δίνει στην ΕΚΤ (την Τετάρτη) πάτημα για ένα βήμα χαλάρωσης ή, τουλάχιστον, συντήρησης του ELA με τους σημερινούς όρους. Αισιοδοξεί, επίσης, ότι η κατάληξη στην ενδιάμεση συμφωνία θα γίνει εντός του Μαΐου, ώστε να αρχίσει μια έστω τμηματική εκταμίευση της δόσης των 7,2 δισ. που εκκρεμεί. Κι αυτό γιατί ο λογαριασμός του Ιουνίου είναι πιο βαρύς: 1,3 δισ. στο ΔΝΤ και 5,2 δισ. αναχρηματοδότηση εντόκων. Ακόμη βαρύτερος ο λογαριασμός του Ιουλίου, που περιλαμβάνει το ομόλογο 3,5 δισ. της ΕΚΤ. Ο λογαριασμός δεν βγαίνει χωρίς να «τσοντάρει» και το ΔΝΤ, που έχει καταστήσει σαφές ότι δεν ανοίγει το ταμείο του αν δεν πάρει «αίμα» από την κυβέρνηση και εγγυήσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από τους εταίρους του στην τρόικα.

Και εδώ είναι το επόμενο σημείο διαπλοκής της μικρής με τη μεγάλη διαπραγμάτευση που, αντικειμενικά πλέον, δεν τις χωρίζει σχεδόν τίποτα. Ακόμη κι αν οι δανειστές αποφασίσουν, μέχρι τέλη Μαΐου, να δώσουν κάτι (π.χ. τα κέρδη της ΕΚΤ, ή τα αχρεωστήτως επιστραφέντα στον EFSF μετρητά του ΤΧΣ, ύψους 1,2 δισ.), η αποκατάσταση μιας κάποιας χρηματοδοτικής κανονικότητας είναι αδύνατη χωρίς τα λεφτά του ΔΝΤ ή πόρων που θα τα αντικαταστήσουν. Οι εναλλακτικές, από τη σκοπιά του ΔΝΤ, είναι δύο: ή παίρνει την ελάφρυνση του χρέους που περιμένει από τον Νοέμβριο του 2012 (είναι η απόφαση του Eurogroup την οποία «έχει κάθε βράδυ κάτω από το μαξιλάρι του», όπως είπε χαρακτηριστικά ο Ντάισελμπλουμ) ή οι Ευρωπαίοι του δίνουν τα λεφτά και φεύγει. Και για τις δύο εναλλακτικές είναι βέβαιο ότι οι δανειστές θα απαιτήσουν βαριά ανταλλάγματα από την κυβέρνηση.

Αλλά, αυτές είναι οι εναλλακτικές των δανειστών. Τελείως διαφορετικές είναι οι εναλλακτικές της κυβέρνησης. Τις υποδεικνύουν ακόμη και οι εκβιαστικά αποσπασμένες απαντήσεις της κοινής γνώμης στις δημοσκοπήσεις. Εργασιακά και συνταξιοδοτικό είναι, μεταξύ άλλων, οι «κόκκινες γραμμές» που έχουν πλήρως υιοθετήσει 7 στους 10 πολίτες (έρευνα Palmos Analysis για το SBC). Η ακροβασία πάνω σ’ αυτές γίνεται πλέον επικίνδυνη υπόθεση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!