από τον Δημήτρη Ουλή
Η Ευρώπη πιέζει όπως ο πύθωνας το θύμα του. Η Ευρώπη δεν επιδιώκει τη συμφωνία, αλλά τον παραδειγματισμό. Η Ευρώπη εξωθεί τα πράγματα στα άκρα. Και η ελληνική πλευρά, μάνα κουράγιο, μάχεται υπέρ βωμών και εστιών. Η Ευρώπη είναι οι «κακοί». Η ελληνική πλευρά είναι «οι καλοί» (ή, έστω, οι «λιγότερο κακοί»). Και δώσε παρασκήνιο, ίντριγκα, φημολογίες.
Βρισκόμαστε ακόμα στο πεδίο των διαπραγματεύσεων, σύντροφοι. Δηλαδή στο πεδίο των μαχών. Και εφόσον βρισκόμαστε στο πεδίο των μαχών, υποτίθεται ότι χρησιμοποιούμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, συγκεντρώνουμε όλες μας τις δυνάμεις και αναθερμαίνουμε το ηθικό μας για να νικήσουμε τον αντίπαλο. Ο πόλεμος δεν τελειώνει ούτε «πυροσβεστικά», ούτε «χατζηαβάτικα»: Oύτε εξαργυρώνοντας την πανωλεθρία μας σε αξιοπρέπεια («εμείς τουλάχιστον προσπαθήσαμε!») ούτε τρέχοντας μονίμως πίσω από τον ισχυρό, εκλιπαρώντας την προστασία του. Ο πόλεμος τελειώνει, όταν έχουμε παίξει και το τελευταίο μας διαπραγματευτικό χαρτί -αυτό ακριβώς το χαρτί που η «καλή» ελληνική πλευρά φρόντισε να αποκλείσει εξαρχής: την ηρωική έξοδο. Όταν, όμως, αυτοακυρώνεσαι με τέτοιον επαίσχυντο τρόπο, όταν εσύ ο ίδιος «πουλάς» στον αντίπαλο το μοναδικό σου διαπραγματευτικό πλεονέκτημα, γιατί απορείς όταν αυτός σε συνθλίβει; Μετατρέπεις τον εαυτό σου σε σκουλήκι και μετά διαμαρτύρεσαι ότι ο άλλος σε καταπατά; Όχι σύντροφοι, η Ευρώπη δεν «πιέζει». Απλώς εκμεταλλεύεται στο έπακρο την διπλωματική μας ανικανότητα και την κούφια μας μπλόφα.
Αλλά φυσικά, δεν είναι μόνο το φόβητρο της εξόδου. Όλον αυτόν τον καιρό, η «καλή» ελληνική πλευρά δεν έχει παίξει επί της ουσίας κανένα διαπραγματευτικό χαρτί, δεν έχει αξιοποιήσει κανένα θεσμικό όπλο καταγγελίας των «πιέσεων» που της ασκούνται. Αν η κυβέρνηση θέλει, αλλά δεν μπορεί να αξιοποιήσει αυτά τα όπλα, τότε είναι δειλή και αδύναμη. Αν πάλι μπορεί, αλλά δεν θέλει να τα αξιοποιήσει, τότε είναι προδοτική – και μάλιστα σε δύο επίπεδα: το εθνικό και το ιδεολογικό. Όσον αφορά στο πρώτο, δεν θα ήθελα να επεκταθώ, για να μη θεωρηθεί ότι ρίχνω νερό στο μύλο της Δεξιάς και των χρυσαύγουλων. Όσον αφορά στο δεύτερο, όμως, είναι αδύνατον να συγκατανεύσω. Προσωπικά, δεν είχα ποτέ μεγάλες προσδοκίες από τον ΣΥΡΙΖΑ: ήξερα ότι είναι ένα ρεφορμιστικό, μη-επαναστατικό και οιονεί σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που το καλύτερο στο οποίο θα μπορούσε να προσβλέπει, είναι να συμμαζέψει στοιχειωδώς το μνημονιακό χάος. Τώρα, όμως, αντιλαμβάνομαι ότι τούτη η παρελκυστική πολιτική των υπαναχωρήσεων, του παρασκηνίου και των σιωπών, λειτουργεί επιπλέον και ως προπαγανδιστικό μασάζ της κοινής γνώμης για την προϊούσα μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς το Κέντρο. Πάει να πει: για μια ακόμα ιδεολογική «σύγκλιση» υπέρ του αντιπάλου, για μια ακόμα συντριβή των αιτημάτων και τον ονείρων της «παράδοσης των καταπιεσμένων», όπως έλεγε ο Walter Benjamin.
Κι αυτό πονάει. Πονάει πολύ.