Η πολιτική αλλαγή απαιτεί και πρόσωπο με αντίστοιχους συμβολισμούς και χαρακτηριστικά
Τους τελευταίους μήνες, η πολιτική συζήτηση για την εκλογή ή όχι Προέδρου της Δημοκρατίας έχει αντιμετωπιστεί αποκλειστικά και μόνο ως πεδίο είτε για την πρόκληση εκλογών είτε για τη συνέχιση της κυβερνητικής πολιτικής. Κι ενώ είναι προφανές πόσο κρίσιμο είναι να φύγει αυτή η κυβέρνηση, ωστόσο, τα ερωτηματικά παραμένουν για το αν θα μπορούσε η ανατροπή της να προέλθει από μια άλλη στρατηγική, η οποία θα εξασφάλιζε πιο στέρεες προϋποθέσεις.
Το σίγουρο, όμως, είναι ότι η ποιότητα της σημερινής δημόσιας συζήτησης οδηγεί σε ακόμα μια παραδοχή. Αυτή που τείνει να εντυπώσει στην κοινή γνώμη την αντίληψη ότι το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι αδιάφορο για τις μελλοντικές εξελίξεις στη χώρα. Είναι, όμως, έτσι;
Τα πέντε τελευταία χρόνια (2010-2014) έδειξαν ότι ήταν καθοριστικός ο ρόλος του Προέδρου για την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της τρόικας. Ο Κ. Παπούλιας όχι μόνο δεν έβαλε, ενώ θα μπορούσε, κανένα εμπόδιο στην επιβολή των Μνημονίων, αλλά νομιμοποίησε το ειδικό καθεστώς και την αντιδημοκρατική εκτροπή, επικύρωσε τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου με τις οποίες κυβερνήθηκε η χώρα, συνέβαλλε με τις δηλώσεις, τους συμβολισμούς, τις πράξεις και τις «παραλείψεις» του στην ισορρόπηση του πολιτικού συστήματος σε συγκεκριμένα σημεία.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι συγκέντρωσε κι αυτός τη λαϊκή οργή στις πιο αναβαθμισμένες στιγμές έκφρασής της, με αποκορύφωμα όσα έγιναν τον Οκτώβριο του 2011 κατά τη διάρκεια της σύντομης παρουσίας του στη στρατιωτική παρέλαση της Θεσσαλονίκης, γεγονός μεγάλου συμβολισμού που δεν άφησε ανεπηρέαστες τις πολιτικές εξελίξεις.
Ας επικαλεστούμε και ένα παλιότερο παράδειγμα. Η διακοπή της προεδρικής θητείας του Κ. Καραμανλή με την πρόταση Σαρτζετάκη που αιφνιδιαστικά κατέθεσε το 1985 ο Α. Παπανδρέου, δεν ήταν μικρής σημασίας γεγονός, αφού η αναμενόμενη, έως εκείνη τη στιγμή, υποστήριξη Καραμανλή συμβόλιζε συγκεκριμένους συμβιβασμούς με τα παλιά τζάκια. Και άσχετα με την ποιότητα και το βάθος της όποιας διαφοροποίησης, σηματοδότησε μια ορισμένη επιλογή.
Επιστρέφοντας στο σήμερα, μια ριζοσπαστική πολιτική συνολικότερης ρήξης με το μνημονιακό καθεστώς και το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης δεν θα ήταν αδιάφορη για το πρόσωπο του Προέδρου. Από αυτή την άποψη, δεν ωφελούν οι τοποθετήσεις που εύκολα ξεμπερδεύουν με το θέμα, θεωρώντας θετική μια συναίνεση με τον παλιό πολιτικό κόσμο στο πρόσωπο του Προέδρου, αρκεί να έχουν προηγηθεί εκλογές, σαν να πρόκειται για κάτι άσχετο με την πολιτική αντιπαράθεση για την πορεία της χώρας.
Επιδίωξη της Αριστεράς και των δημοκρατικών αντιμνημονιακών δυνάμεων θα πρέπει να είναι η πτώση της σημερινής κυβέρνησης αλλά και η ρήξη με το σημερινό πλαίσιο. Αυτό θα σήμαινε εκλογή, από την επόμενη Βουλή, Προέδρου που θα είναι συμβατός με μια νέα δημοκρατική πορεία μακριά από την εκτροπή των τελευταίων χρόνων. Απαιτείται ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας που θα αποδεικνύει το σεβασμό στη λαϊκή βούληση, θα συμβάλλει στο σταμάτημα της διαδικασίας αποικιοποίησης της χώρας και παραχώρησης της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας.
Η υποψηφιότητα Δήμα δεν είναι απλώς μια κατεξοχήν δεξιά κομματική επιλογή του Α. Σαμαρά αλλά και απόλυτα συμβατή με το σχέδιο συνέχισης των μνημονίων και παγίδευσης της χώρας από την τρόικα, ιδιαίτερα μάλιστα συμβατή με το πλαίσιο της ευρωκρατίας. Η καταψήφισή της έχει και αυτό το νόημα, δεν είναι μια ουδέτερη πολιτική και από αυτή την άποψη είναι αμφίβολης χρησιμότητας οι δηλώσεις «συμπάθειας» ή εκτίμησης στα πλαίσια του όποιου «πολιτικού πολιτισμού».
Η ρήξη, λοιπόν, με το πολιτικό σύστημα έχει πολιτικές προϋποθέσεις σε μια σειρά επίπεδα και δεν μπορεί να εξαντλείται αποκλειστικά και μόνο στην ανάγκη πρόκλησης εκλογών μέσα από συγκεκριμένες οδούς. Η αντιμετώπιση όλων των θεμάτων μόνο σαν πεδία για αυτή την επιδίωξη έχει παράπλευρες απώλειες που μπορεί να καθορίσουν το βάθος τής όποιας προσπάθειας αλλαγής.