Της Αλίκης Βεγίρη

Στις 14 του περασμένου Ιούνη, ο Τζορτζ Μόμπιοτ σε άρθρο του στον Guardian[1], με λόγο ξέχειλο από απελπισία και οργή, αγωνία και καημό, και πατώντας στα ίδια χνάρια με τον μακαρίτη Σαραμάνγκο, αναρωτιόταν, τι στο καλό κάνει η ριζοσπαστική Αριστερά.

Τι στείρα την ονομάζει, τι ανίκανη να ονοματίσει και να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις που καταπιέζουν την εργατική τάξη, τι εγκλωβισμένη σ’ έναν κτητικό ατομικισμό, τι ότι είναι αδύναμη να διατυπώσει κάποιες απλές οικονομικές αλήθειες, και να οργανώσει μαζικές κινητοποιήσεις, και άλλα πολλά τα οποία είναι και σε μας γνωστά.
Η αιτία που έκανε τον Μόμπιοτ να φουντώσει και να βγει από τα ρούχα του, ήταν η σύγκριση που έκανε με τα αναδυόμενα δυναμικά και ριζοσπαστικά ακροδεξιά μαζικά κινήματα του Tea Party στην Αμερική και του Freedom Party στην Ολλανδία, κυρίως όμως του πρώτου. Αν παρακολουθήσει κάποιος, έστω και στοιχειωδώς, τα τεκταινόμενα στην Αμερική τα τελευταία δυο χρόνια, θα διαπιστώσει την ολοένα αυξανόμενη μαζικότητα και πολιτική επιρροή της κίνησης Tea Party.
Χωρίς να συνιστά πολιτικό κόμμα και χωρίς να δηλώνει, προς το παρόν, διάθεση για κάτι τέτοιο, η κίνηση επεμβαίνει πλέον ανοιχτά στις πολιτικές διαδικασίες, σπρώχνει τους Ρεπουμπλικάνους σε όλο πιο δεξιές θέσεις, και καταφέρνει να αναδεικνύει σε διάφορες εκλογικές διαδικασίες υποψηφίους με τη δική του σφραγίδα, όπως πρόσφατα στο Ντελαγουέαρ. Είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι το Tea Party είναι ένα αυθόρμητο λαϊκό κίνημα από τα κάτω, το οποίο μέσα σ’ ένα σύντομο χρονικό διάστημα έχει καταφέρει ν’ αριθμεί (όπως διατείνονται) 15 εκατομμύρια μέλη, να έχει ιδρύσει τοπικές οργανώσεις σε όλες τις πολιτείες και να έχει οργανώσει πλήθος μαζικών διαδηλώσεων, με αποκορύφωμα αυτή των 100.000 διαδηλωτών πέρσι τον Σεπτέμβρη στην Ουάσιγκτον.
Δίκαια ζήλεψε ο Μόμπιοτ την ικμάδα και την οργανωτική του ικανότητα, αλλά γρήγορα θα έκανε πίσω, αν ήξερε ότι το Tea Party κάθε άλλο παρά κίνηση αυθόρμητη, από τα κάτω, είναι. Το πυκνό του δίκτυο με τις εκατοντάδες τοπικές οργανώσεις, τις ομοσπονδίες και τις συνομοσπονδίες σε παναμερικανικό επίπεδο, και τις ισάριθμες αυτοσχέδιες ιστοσελίδες δίνει πράγματι μια τέτοια εικόνα. Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική.
Το Tea Party είναι μια κίνηση καθαρά από τα πάνω, η οποία εκμεταλλευόμενη τις αρχικές σκόρπιες αντιδράσεις ήδη επί προεδρίας Μπους για το σχέδιο διάσωσης των τραπεζών, κατόρθωσε να τις οργανώσει, να τις ελέγξει και να συγκροτήσει έναν ετερόκλητο συνονθύλευμα στρατευμένο στην ατζέντα δυο τριών μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Το Tea Party είναι ενάντια στο πρόγραμμα δημόσιας περίθαλψης του Ομπάμα, είναι ενάντια στην κοινωνική ασφάλιση, στα επιδόματα ανεργίας, στα εργατικά συνδικάτα, στην ανάμειξη του κράτους στα σχολεία, είναι ενάντια στα περί ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής και στο πρόγραμμα μείωσης και εμπορίας εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, είναι ενάντια στην προοδευτική φορολογία και υπέρ της υιοθέτησης ενός οριζόντιου φόρου για όλα τα εισοδήματα, μικρά και μεγάλα, είναι ενάντια στη ρύθμιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων και μετά απ’ όλα αυτά στα οποία εναντιώνεται, αναρωτιέται κανείς αν συνειδητοποιεί ότι εναντιώνεται τελικά και στα ίδια τα συμφέροντα των οπαδών του, οι οποίοι δεν είναι παρά απλοί εργαζόμενοι.
Ποιοι βρίσκονται, λοιπόν, πίσω από το κίνημα αυτό; Τρία κυρίως πρόσωπα, ο Ρούπερτ Μέρντοχ και οι αδερφοί Ντέιβιντ και Τσαρλς Κοκ[2].
Ο μεν πρώτος ως ιδιοκτήτης του πανεθνικής εμβέλειας τηλεοπτικού δικτύου FOX το οποίο συστηματικά προβάλλει τις δραστηριότητες του Tea Party, συντονίζει τις διαδηλώσεις και ενθαρρύνει τη συμμετοχή, οι δε δεύτεροι ως οι κατ’ εξοχήν χρηματοδότες με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια, μέσα κυρίως από τη βιτρίνα των συντηρητικών μη κερδοσκοπικών οργανισμών Freedom Works και Americans for Prosperity. Πληροφοριακά, οι αδελφοί Κοκ κατέχουν την τρίτη θέση στον κατάλογο των πιο πλουσίων της Αμερικής μετά τον Μπιλ Γκέιτς και τον Γουόρεν Μπάφετ, ενώ ο όμιλος των επιχειρήσεών τους, κυρίως στα πετρέλαια, κατέχει τη δεύτερη θέση. Τα προαναφερθέντα ιδρύματα, με τον πακτωλό των χρημάτων που διαθέτουν, όχι μόνο παρέχουν την τεχνογνωσία και τις δημόσιες σχέσεις για την οργάνωση και την προβολή των διαδηλώσεων, αλλά επιπλέον εκπαιδεύουν και συγκεκριμένα άτομα για να ιδρύουν τοπικές οργανώσεις και να θέτουν το περιεχόμενο της εκάστοτε διαμαρτυρίας, προφανώς όχι με το αζημίωτο.

[1] https://www.guardian.co.uk/commentisfree/cifamerica/2010/jun/14/tea-party-has-lot-teach-left
[2] https://www.newyorker.com/ reporting/2010/08/30/100830fa_fact_mayer

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!