Ασθενεί η επιρροή τους, ενώ ακόμη και οι στενοί σύμμαχοι δυστροπούν. Του Bob Dreyfuss
Η ισχύς, το κύρος και η επιρροή των ΗΠΑ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, μαζί με τη δυνατότητα να διαμορφώνουν τις εκεί εξελίξεις είναι σε φθίνουσα πορεία. Δώδεκα χρόνια μετά την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν για την ανατροπή των Ταλιμπάν και μία δεκαετία μετά την εισβολή στο Ιράκ –αμφότερες με στόχο την εδραίωση και επέκταση της αμερικανικής περιφερειακής επιρροής μέσα από την εξόντωση των αντιπάλων– η πραγματική θέση της Ουάσιγκτον στη μία χώρα μετά την άλλη, συμπεριλαμβανομένων των βασικών της συμμάχων στην περιοχή, είναι ασθενέστερη από ποτέ.
Αν και ο πρόεδρος Ομπάμα μπορεί να δώσει εντολή για επιδρομές σχεδόν παντού, κάνοντας χρήση των δυνάμεων Ειδικών Αποστολών και παρ’ ότι έχει τη δυνατότητα να χτυπάει στην τύχη σε στοχευμένες δολοφονικές ενέργειες, αξιοποιώντας τα τηλεκατευθυνόμενα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Predator Reaper, έχει καταντήσει σαν τον Ρόντνεϊ Ντάγκερφιλντ (Αμερικανός κωμικός γνωστός για τη φράση του «Δεν με σέβεται κανείς») της Μέσης Ανατολής. Όχι μόνο κανείς στην περιοχή δεν σέβεται τις ΗΠΑ, αλλά κανείς δεν δείχνει να τις φοβάται, ενώ αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των χωρών που δεν τις υπολογίζουν καθόλου.
Ήταν κάποτε μια υπερδύναμη
Είναι πολλοί οι λόγοι που η κάποτε αδιαμφισβήτητη ηγεμονία των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή είναι σε ελεύθερη πτώση. Οι καταστροφικές εισβολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ πυροδότησαν αντι-αμερικανικό μένος στους δρόμους αλλά και στους κόλπους των τοπικών ελίτ. Παράλληλα, η αμερικανική οικονομική κρίση από το 2008 έχει πείσει πολλούς ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν πλέον το εκτόπισμα να διατηρήσουν μία αυτοκρατορική παρουσία.
Η Αραβική Άνοιξη, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της, έχει αμφισβητήσει το στάτους κβο σε όλο τον κόσμο, προκαλώντας τεράστια αβεβαιότητα, ενώ την ίδια στιγμή ενισχύονται πολιτικές δυνάμεις που είναι απρόθυμες να ακολουθούν κατά πόδα την Ουάσιγκτον. Επιπλέον, οι χώρες που καταναλώνουν πετρέλαιο όπως η Κίνα και η Ινδία, έχουν αποκτήσει στενότερους δεσμούς με τους προμηθευτές τους, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν και του Ιράκ. Το αποτέλεσμα είναι ότι σε ολόκληρη την περιοχή, η ισχυρή παρουσία των ΗΠΑ ξηλώνεται με ταχείς ρυθμούς.
Οι δύο στενότεροι σύμμαχοί τους, Ισραήλ και Σαουδική Αραβία, επιδεικνύουν μία υπόκωφη εχθρότητα, αγνοούν συστηματικά τις υποδείξεις Ομπάμα και αντιτίθενται ανοιχτά στην αμερικανική πολιτική. Στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, το ένα μέχρι πρότινος σε καθεστώς κατοχής και το άλλο σε διαδικασία εκκένωσης, ηγέτες είναι αντίστοιχα ο πρωθυπουργός Νούρι αλ-Μαλίκι, ένας αδιάλλακτος Σιίτης με στενές σχέσεις με το Ιράν και ο πρόεδρος Χαμίντ Καρζάι, ένας διεφθαρμένος και ασταθής ηγέτης που κατά καιρούς απειλεί ότι θα συνταχθεί με τους Ταλιμπάν. Στην Αίγυπτο τρία διαδοχικά καθεστώτα –εκείνα του προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ, του Μοχάμεντ Μόρσι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και των αρχηγών του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Ιουλίου 2013– αψήφησαν με χαρακτηριστική άνεση τις επιθυμίες των ΗΠΑ.
Η Τουρκία, τυπικά σύμμαχος στους κόλπους του ΝΑΤΟ υπό την ηγεσία όμως ενός ιδιόμορφου ισλαμιστή, δυσαρεστημένη από τα μπρος-πίσω της πολιτικής Ομπάμα στη Συρία, σόκαρε τις ΗΠΑ με την απόφασή της να αγοράσει από την Κίνα ένα αμυντικό πυραυλικό σύστημα μη συμβατό με εκείνα του ΝΑΤΟ. Λιβύη, Σομαλία και Υεμένη είτε υποκυβερνώνται ή δεν διαθέτουν καθόλου κυβέρνηση. Στην ουσία έχουν εξελιχθεί σε ένα μωσαϊκό ένοπλων συμμοριών, πολλές από τις οποίες είναι αδιαπραγμάτευτα αντίθετες στις ΗΠΑ.
«Έχουμε χάσει τον έλεγχο»
Η φθίνουσα αυτή πορεία δεν έχει περάσει απαρατήρητη. Σε πρόσφατη ομιλία του προς το Εθνικό Συμβούλιο με θέμα τις σχέσεις ΗΠΑ-αραβικού κόσμου, ο Τσας Φρίμαν, πρώην Αμερικανός πρέσβης στη Σαουδική Αραβία, την περιέγραψε με αρκετές λεπτομέρειες.
«Έχουμε χάσει την πνευματική καθοδήγηση και τον πρακτικό έλεγχο πολλών από τις καταστάσεις που είναι σε εξέλιξη εκεί», ανέφερε ο Φρίμαν, ο διορισμός του οποίου από τον Ομπάμα το 2009 στη θέση του επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Αντικατασκοπείας, ακυρώθηκε από το ισραηλινό λόμπι. «Πρέπει να παραδεχθούμε την πραγματικότητα, ότι δεν διαθέτουμε πλέον ούτε προβλέπεται να αποκτήσουμε στο μέλλον το κύρος που κάποτε είχαμε στην περιοχή».
Σε κύριο άρθρο τους στις 29 Οκτωβρίου, οι New York Times κατέληγαν με μία δόση θλίψης: «Δεν είναι κάτι καθημερινό οι ΗΠΑ να αντιμετωπίζουν την ανοιχτή εξέγερση των συμμάχων τους, όμως αυτό συμβαίνει στη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία και το Ισραήλ».
Σε πρωτοσέλιδο άρθρο για τις εσωτερικές διαβουλεύσεις της κυβέρνησης Ομπάμα, ο Μαρκ Λάντλερ των Times έγραφε ότι μέσα στο καλοκαίρι ο Λευκός Οίκος αποφάσισε να περιορίσει τον ρόλο του στη Μέση Ανατολή, δεδομένου ότι πολλοί από τους στόχους του «βρίσκονται εκτός των ορίων του» και άρα θα υιοθετήσει μία «πιο μετριοπαθή στρατηγική» στην περιοχή.
Ίσως η πιο μεγάλη ειρωνεία στη σημερινή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ, είναι η εξής: Το Ιράν, επί δεκαετίες το επίκεντρο του αντι-αμερικανισμού στην περιοχή, είναι η χώρα που ίσως προσφέρει την ύστατη ευκαιρία στις ΗΠΑ να διασώσουν το κύρος τους.
Αν Ουάσιγκτον και Τεχεράνη μπορέσουν να διαπραγματευθούν μία εκεχειρία –και πρόκειται για μεγάλο «αν», δεδομένης της πολιτικής δύναμης των «γερακιών» σε αμφότερες τις χώρες– μία τέτοια συμφωνία θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στη σταθεροποίηση της περιφερειακής αξιοπιστίας των ΗΠΑ.
Μεγάλη ήττα στη Συρία
Στη χώρα αυτή, όπου το κίνημα για την ανατροπή του Προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο, οι ΗΠΑ έδειξαν την πλήρη αδυναμία τους να καθορίσουν τις εξελίξεις. Το καλοκαίρι του 2011 –στην αρχή ακόμα της σύγκρουσης– ο Ομπάμα ζήτησε την παραίτηση του Άσαντ. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: εξαιρουμένης μίας τύπου-Ιράκ εισβολής στη Συρία, δεν διέθετε άλλα όπλα να την επιβάλει. Ο Άσαντ δεν άργησε να αποκαλύψει την αμερικανική μπλόφα, κλιμάκωσε τη σύγκρουση και επιστράτευσε τη στήριξη Ρωσίας και Ιράν. Το εγερτήριο σάλπισμα του Ομπάμα για την παραίτηση Άσαντ απλώς έκανε τα πράγματα χειρότερα, πείθοντας τους Σύρους αντάρτες ότι οι ΗΠΑ θα έσπευδαν προς ενίσχυσή τους.
Το αποκορύφωμα της καταστροφικής πολιτικής Ομπάμα στη Συρία προέκυψε όταν απείλησε με επιθέσεις τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του Άσαντ, με πυραύλους Tomahawk, μεταξύ άλλων. Αντί να βρεθεί, όμως, στην ηγεσία μιας τύπου Τζορτζ Μπους «συμμαχίας των προθύμων» με στήριξη από τα μέσα, ο Ομπάμα είδε τους συμμάχους του να σκορπίζουν, συμπεριλαμβανομένων των κατά κανόνα αξιόπιστων Βρετανών και του Αραβικού Συνδέσμου.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ η πολιτική στήριξη ήταν σχεδόν μηδενική, με τις δημοσκοπήσεις να καταγράφουν τη συντριπτική αντίθεση των Αμερικανών σε έναν πόλεμο ή μία επίθεση στη Συρία.
Όταν πλέον σε κατάσταση απελπισίας ο πρόεδρος απευθύνθηκε στο Κογκρέσο για το «πράσινο φως» στη χρήση στρατιωτικών μέσων κατά της Συρίας, ο Λευκός Οίκος διαπίστωσε (προς μεγάλη έκπληξή του) ότι το Κογκρέσο που συνήθως εγκρίνει τέτοιες προτάσεις, ένιψε πλήρως τας χείρας του. Σε κατάσταση παραλυσίας, μη θέλοντας να επιλέξει μεταξύ μίας υπαναχώρησης και μίας επίθεσης κατά της Συρίας με προεδρικό διάταγμα, ο Ομπάμα βρήκε σανίδα σωτηρίας στο βασικό σύμμαχο της Συρίας, τη Ρωσία, με την πρόταση για διάλυση και καταστροφή του χημικού οπλοστασίου της χώρας.
* Αναδημοσίευση από τον ιστότοπο TomDispatch
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη