Του Θοδωρή Μιχαηλίδη. Κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-’18) η ανθρωπότητα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: αυτό της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και εκείνο των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανία, Αυστρία).

Η Τουρκία διάλεξε το δεύτερο, το γερμανοαυστριακό. Είχε πολλούς λόγους για να το κάνει: α) Το τότε κυβερνών κόμμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Νεότουρκοι, είχαν βλέψεις σε βάρος της τσαρικής Ρωσίας που κατείχε την (τουρκόφωνη) Κ. Ασία. β) Από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις μόνο η Γερμανία δεν ευχόταν το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αντίθετα, ήθελε να τη χρησιμοποιήσει ως όχημα διείσδυσης στη Μέση Ανατολή. Έτσι, λοιπόν, όταν ξεκίνησαν οι πολεμικές επιχειρήσεις, οι Οθωμανοί βρέθηκαν αντιμέτωποι τόσο με τους Άγγλους στη Μ. Ανατολή, όσο κυρίως με τους Ρώσους στη Β.Α. Μικρά Ασία (Πόντος και Αρμενία). Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών οι Νεότουρκοι ιθύνοντες δεν ένιωσαν άνετα έχοντας στα μετόπισθεν του μετώπου συμπαγείς (αν και όχι πάντα πλειοψηφικούς) πληθυσμούς Ποντίων και Αρμενίων, που ήταν ούτως ή άλλως Ρωσόφιλοι και άρα εχθρικοί.
Γι’ αυτό αποφάσισαν να τους «αραιώσουν». Αυτό για τους Αρμένιους σήμαινε εκτοπισμό στην έρημο του Ζορ στη Συρία, για τους υπόλοιπους (Έλληνες Μ. Ασίας και Θράκης) στράτευση στα ειδικά τάγματα εργασίας. Σ’ αυτά οι Έλληνες, όπως και οι υπόλοιποι άρρενες μη μουσουλμάνοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ηλικίας 18-45 χρονών, υποχρεώνονταν σε άοπλη θητεία και καταναγκαστική εργασία, στο εσωτερικό της Μ. Ασίας.
Έτσι ξεκίνησε μια εφιαλτική πορεία από τα παράλια του Πόντου προς το εσωτερικό της Ανατολίας, χιλιάδων Ποντίων και γενικότερα Μικρασιατών. Πολλοί απ’ αυτούς πέθαναν από την πείνα, το κρύο, τις κακουχίες μα και τις δολοφονίες των Τούρκων στρατιωτικών και παραστρατιωτικών.

Οι στόχοι των Νεότουρκων
Ο σκοπός αυτού του μακελειού βέβαια, δεν ήταν μόνο στρατιωτικός, ούτε μόνο τουρκικός. Στόχοι του Νεοτουρκικού Κομιτάτου ήταν οι εξής: α) «αραίωση», δηλαδή εξόντωση του ελληνικού και του αρμένικου στοιχείου, έτσι ώστε να δημιουργηθεί συμπαγής μουσουλμανική (=τουρκική) πλειοψηφία στη Μ. Ασία. β) Να αφαιρεθεί ο έλεγχος της βιομηχανίας, του εμπορίου, της πίστης από τα χέρια της ελληνικής και αρμενικής αστικής τάξης και να δημιουργηθεί στη θέση της μια τουρκομουσουλμανική. Εδώ, βέβαια, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι ελληνικές και αρμενικές αστικές τάξεις δεν ήταν αυτόνομες, αλλά μεταπρατικές. Λειτουργούσαν δηλαδή ως (ήσσονες) εταίροι, προπομποί και συνεργάτες των γαλλικών και αγγλικών συμφερόντων μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό και την εξόντωσή τους επιθυμούσαν εξίσου και οι Γερμανοί, οι οποίοι ήθελαν να εδραιώσουν τη θέση τους στη Μ. Ασία και ευρύτερα στην αυτοκρατορία. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο ότι εισηγητές των εκτοπίσεων ήταν ανώτεροι Γερμανοί στρατιωτικοί οι οποίοι κατείχαν θέσεις-κλειδιά στον τουρκικό στρατό (Von der Golz, Liman von Sanders). Το ίδιο έπραξαν και οι γερμανικές εταιρίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εξάπτοντας μουσουλμανικό φανατισμό κατά των απίστων. Ο σκοπός τους ήταν σαφής: μια οθωμανική Μ. Ανατολή που θα κυβερνιόταν από το Νεοτουρκικό Κομιτάτο και θα ελεγχόταν οικονομικά και στρατιωτικά από τη Γερμανία.
Αιχμή του δόρατος γι’ αυτήν τη διείσδυση υπήρξε ο Πανισλαμισμός. Εδώ βέβαια ο προσεκτικός αναγνώστης σίγουρα θα απορήσει. Πώς γίνεται οι εκκοσμικευτές Νεότουρκοι να συμφώνησαν σε κάτι τέτοιο; Η απάντηση δεν είναι απλή: Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη μια σειρά παράγοντες: α) Η τότε Οθωμανική Μέση Ανατολή ήταν κατά πλειοψηφία μουσουλμανική, αλλά όχι αποκλειστικά τουρκική! Κατοικείτο επίσης από Άραβες, Κούρδους, Πέρσες. β) Οι ίδιοι οι Τούρκοι Σουνίτες της Μ. Ασίας δεν ήταν αποκλειστικά -ούτε κυρίως- Τούρκοι στην ψυχή. Ένιωθαν κυρίως μουσουλμάνοι και αυτό ήταν το στοιχείο που τους ένωνε, τους ταύτιζε, με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ως κράτος των πιστών. Η γέννηση του τουρκικού (πρωτο)εθνικισμού κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-’18) αλλά και του ελληνοτουρκικού (1919-’22) βασίστηκε σ’ αυτή τη σύζευξη. Η ρήξη κεμαλιστών/εκσυγχρονιστών–Ισλάμ ήρθε μετά το 1922. γ) Όχι μόνο στη Μ. Ανατολή αλλά και στην ίδια τη Μικρά Ασία ζούσαν μια σειρά πληθυσμών μουσουλμανικών μεν, όχι όμως υποχρεωτικά τουρκικών: Τσερκέζοι, Λαζοί, Κούρδοι και άλλοι. Όλοι αυτοί αδυνατούσαν να ταυτιστούν απευθείας με τον τουρκισμό, αλλά μπορούσαν να το κάνουν με το θεοφρούρητο κράτος του Αλλάχ, δηλαδή την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Σ’ αυτή τη βάση οργανώθηκαν και τα παρακρατικά σώματα που συνέδραμαν το Στρατό και τη Χωροφυλακή στην έξωση και σφαγή των Ποντίων κι Αρμενίων. Στην περίπτωση των δεύτερων ήταν το άτακτο ιππικό των Κούρδων, υπό την ηγεσία των κατά τόπους φυλάρχων-γαιοκτημόνων, που έκανε τη βρόμικη δουλειά, ενώ στην περίπτωση των Ποντίων βασικό ρόλο έπαιξε ο Topal Osman, ο οποίος δεν ήταν Τούρκος το γένος, αλλά Λαζός. Οι Λαζοί, ναυτικός λαός της Μαύρης Θάλασσας, δραστηριοποιούνταν στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου ως βαρκάρηδες αλλά και αχθοφόροι. Μοιράζονταν τα ίδια πόστα και τα ίδια βάσανα με τους Ρωμιούς ομοίους τους, αλλά και ανταγωνίζονταν μαζί τους για ένα φτωχικό μεροκάματο. Σ’ αυτή τη βάση πάτησε το Νεοτουρκικό Κομιτάτο για να στρατολογήσει τους πρώτους ενάντια στους δεύτερους. Το αιώνιο «διαίρει και βασίλευε» της εξουσίας. Συνέβαλε όμως σ’ αυτό και ο ιδιότυπος τρόπος της επαγγελματικής τους οργάνωσης: δεν επρόκειτο για συνδικάτα αλλά για συντεχνίες υπόλογες και ελεγχόμενες από το κράτος. Απ’ αυτές ακριβώς τις δυνάμεις στρατολογήθηκαν και οι περιβόητες συμμορίες των Τσετών (ατάκτων) τόσο κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-’22).
Όταν όμως εξαλείφθηκαν Έλληνες και Αρμένιοι από το μικρασιατικό χώρο, ήρθε η ώρα αυτοί οι πληθυσμοί να νιώσουν τη βία του (γλωσσικού και πολιτισμικού) εκτουρκισμού. Όλοι οι μουσουλμάνοι θεωρήθηκαν Τούρκοι και υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις ιδιαίτερες ταυτότητές τους. Σήμερα, βέβαια, γνωρίζουμε πια ότι αυτή η διαδικασία υπήρξε αδιέξοδη και ατελέσφορη. Η κουρδική εξέγερση, αλλά και πριν απ’ αυτήν, οι κοινωνικοί αγώνες της δεκαετίας του ’70, ανέδειξαν τις αντιφάσεις της και οδήγησαν τον Κεμαλισμό στα όριά του. Όρια που οφείλονταν στις εσωτερικές αντιφάσεις τού όλου εγχειρήματος. Γιατί ο Κεμαλισμός, παρά τις διακηρύξεις του, δεν ήρθε σε πλήρη ρήξη με το παρελθόν, αλλά μάλλον προσπάθησε να το εκσυγχρονίσει. Να μετεγγράψει την κυρίαρχη θρησκεία σε κυρίαρχο έθνος. Να μετονομάσει το πλήθος των μουσουλμανικών λαών σε Τούρκους. Και εδώ απέτυχε. Όχι μόνο γιατί δεν κατάφερε να αφομοιώσει την ποικιλομορφία τους, αλλά γιατί το αρχικό υπόβαθρο της όλης σύλληψης ήταν θρησκευτικό. Μια εκκοσμίκευση που βασιζόταν σε μια προηγούμενη θρησκευτική ταυτότητα.

Η Τουρκία ξανά αυτοκρατορική
Γι’ αυτό και σήμερα ο Κεμαλισμός βρίσκεται σε υποχώρηση. Επειδή ακριβώς δεν κατόρθωσε να ενώσει και να προσδώσει ταυτότητα. Το ρόλο αυτό έρχεται τώρα να παίξει ο Ισλαμισμός, μετατοπίζοντας το σημείο ταύτισης από τη γλώσσα στη θρησκεία: Τούρκοι, Κούρδοι -αλλά και γιατί όχι;- Ρωμιοί μουσουλμάνοι του Πόντου, μπορούν να στεγαστούν κάτω από αυτήν. Οι εορτασμοί του Δεκαπενταύγουστου στην Παναγία Σουμελά, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, σ’ αυτήν τη λογική εντάσσονται. Από τη μια αναγνωρίζουν σιωπηλά την ύπαρξη ενός ελληνόφωνου μουσουλμανικού πληθυσμού στον Πόντο (απομεινάρι των παλιών Κλωστών) που δεν έχει ενταχθεί πλήρως στον τουρκικό εθνικό κορμό, ενώ από την άλλη κάνουν άνοιγμα συναισθηματικό σ’ ένα κομμάτι του ελληνισμού, τους Ποντίους 3ης και 4ης γενιάς, που δεν είναι και οι πλέον ευνοϊκά διακείμενοι απέναντι στην Τουρκία. Παράλληλα, βέβαια, δίνουν στον ελληνικό λαό την ψευδαίσθηση ότι η τελευταία έχει αλλάξει την επιθετική της πολιτική, χωρίς η τελευταία να παραιτείται από τις γνωστές της διεκδικήσεις.
Έτσι η Τουρκία γίνεται βήμα-βήμα ξανά οθωμανική, δηλαδή αυτοκρατορική. Συνεπικουρείται σ’ αυτό από τις Μεγάλες Δυνάμεις των καιρών μας, κυρίως τις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Οι πρώτες προωθούν την Τουρκία σε ρόλο επιτηρητή της περιοχής με όχημα το λεγόμενο μετριοπαθές Ισλάμ. Η δεύτερη πάντα στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές της στιγμές χρησιμοποιούσε τον Πανισλαμισμό ως μέσο διείσδυσης στη Μ. Ανατολή. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η Τουρκία αναδεικνύεται σε χώρα-κλειδί σ’ ολόκληρο το χώρο της Ανατ. Μεσογείου και των Βαλκανίων. Αρκεί κανείς να δει μόνο τις σύγχρονες εξελίξεις: στη Συρία παίζει βασικό ρόλο στον εκεί εμφύλιο, ενισχύοντας τους Σουνίτες αντάρτες. Σε χώρες όπως η Αίγυπτος και η Τυνησία αποτελεί πρότυπο αλλά και αρωγό για τα ισλαμικά κόμματα, καθώς οι Αμερικανοί προωθούν μιαν ισλαμική μεταπολίτευση ως απάντηση στην Αραβική Άνοιξη. Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό, οι Κούρδοι διώκονται. Το καθ’ όλα νόμιμο και (κοινοβουλευτικό) κόμμα τους θεωρείται τρομοκρατικό, το δικαίωμα στην έκτρωση γίνεται προσπάθεια να περιοριστεί και η Αριστερά (φυσικά) καταστέλλεται… Κανείς όμως δεν μιλά γι’ αυτά. Η συνήθης αντιμουσουλμανική υστερία των δυτικών ΜΜΕ δεν αφορά την Τουρκία του Ερντογάν. Κάθε άλλο μάλιστα. Υπάρχει και στήριξη. Η Γερμανία, που αρνείται να δεχθεί την Τουρκία ως πλήρες μέλος της Ε.Ε., θεωρεί το Ισλαμικό Κόμμα Ισλαμοδημοκρατικό, κατά το Χριστιανοδημοκρατικό, δηλαδή ήπιο και μετριοπαθές.
Στην Ελλάδα βέβαια τίποτα απ’ αυτά δεν μοιάζει να γίνεται αντιληπτό. Ο μνημονιακός χώρος έχει εναποθέσει (και) την εξωτερική πολιτική στα χέρια των «προστατών» (Ε.Ε. και ΗΠΑ). Τα κυρίαρχα ΜΜΕ σιωπούν: η εξωτερική πολιτική είναι εκτός συζήτησης, δεν μπορεί ν’ αφορά το λαό. Η εθνικιστική Χρυσή Αυγή δεν λέει τίποτα γι’ αυτά – ο «πατριωτισμός» την εποχή του Μνημονίου αφορά μόνο το κυνήγι των μεταναστών. Και η Αριστερά;

*Ο Θοδωρής Μιχαηλίδης
είναι Πόντιος 3ης γενιάς και
μέλος της ΚΟΕ Θεσσαλονίκης

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!