του Ηρόστρατου
Το κράτος της τηλεόρασης
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές «τρέχει» ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες κι έτσι δεν μπορώ να προδικάσω την τυπική κατάληξή του. Αυτό που γνωρίζουμε όλοι είναι πως θα περιέλθουν στα χέρια κάποιων επιχειρηματιών, γνωστών για τον τρόπο που ασκούν τη δραστηριότητά τους και για τον τρόπο με τον οποίο έγιναν ρυθμιστές της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Ελλάδας.
Θα θεωρήσω θετικό βήμα το γεγονός ότι γίνεται προσπάθεια να υπάρξει μια στοιχειώδης νομιμότητα και τήρηση κανόνων (αν και το μέλλον θα δείξει). Ωστόσο, δεν μπορώ να πω ότι αυτό είναι που θα περίμενα από μια κυβέρνηση στοιχειωδώς αριστερή.
Από μια τέτοια κυβέρνηση θα περίμενα να μην αντιμετωπίζει τον τηλεοπτικό αέρα ως ένα ακόμη προϊόν προς πώληση, αλλά πλάι στα «επιχειρηματικά συμφέροντα» να αφήνει χώρο και πεδίο για άλλες εναλλακτικές προσπάθειες στον χώρο της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. Ζώνες χωρίς διαφήμιση, παραχώρηση συχνοτήτων για ελεύθερη πολιτιστική και πολιτική έκφραση, αυτοδιαχειριζόμενα κανάλια και ραδιόφωνα…
Ο «κακός» Αλαφούζος θα αντικατασταθεί, άραγε, από τον «καλό» Μαρινάκη; Αυτό είναι το επίδικο αντικείμενο; Και γιατί πολλοί από τους ήδη υπάρχοντες παίκτες θα παραμείνουν στο παιχνίδι τη στιγμή που καταπάτησαν κάθε δεοντολογία και νόμο στο παρελθόν;
Αλγεινή, όμως, εντύπωση μου προκαλούν και κάθε είδους συνάδελφοι/ συνήγοροι των καναλαρχών. Τόσα χρόνια δεν ήξεραν πού εργάζονται; Δεν γνώριζαν τι εξυπηρετούν; Δεν είδαν τίποτα από διαπλοκή και υπόγειες διαδρομές;
Γράφω ως άνθρωπος που εργάστηκε κοντά δυο δεκαετίες στην τηλεόραση και νιώθει σήμερα αρκετές ενοχές για τη στάση του εκείνη την περίοδο. Χρειάστηκε να φύγω από το δηλητηριώδες περιβάλλον εδώ και μια επταετία, να μπορέσω να δω απ’ έξω τα πράγματα και να αναγνωρίσω τον τρόπο που θρέφαμε το τέρας.
Πέραν όμως του ποιος έχει το «πάνω χέρι», θα ήθελα μεγαλύτερη επιμονή στην τήρηση των κανόνων που αφορούν την ουσία του τηλεοπτικού προγράμματος. Και η ουσία δεν είναι οι ειδήσεις και οι πολιτικές εκπομπές που πλέον ελάχιστοι παρακολουθούν και σχεδόν κανείς δεν εμπιστεύεται.
Είναι η πολιτιστική διάσταση. Τα σίριαλ, οι ατέλειωτες αμερικανικές ταινίες και σειρές, οι κουτσομπολίστικες και ψυχαγωγικές εκπομπές, τα καταστροφικά «παιδικά» σκουπιδο-προγράμματα.
Η υποχρέωση στην παραγωγή πολιτιστικών και επιμορφωτικών εκπομπών, παιδικών προγραμμάτων που να σέβονται το παιδί και τόσα άλλα είναι μια τελευταία γραμμή άμυνας στο αδηφάγο κεφάλαιο που μέσα από την τηλεόραση δεν κάνει απλώς πολιτική παρέμβαση αλλά ωθεί στη μαζική αποβλάκωση από την πολύ τρυφερή ηλικία.
Έχοντας εξαφανίσει τη συσκευή από το σπίτι μου εδώ και λίγα χρόνια, βλέπω σημαντικές αλλαγές στην οπτική των παιδιών, αλλά και τη δική μας – των ενηλίκων. Δεν ασχολούμαι με τριτεύοντα θέματα, δεν ξέρω ονόματα τηλε-σταρ, δεν γνωρίζω αν ζει ή πέθανε ο Σάκης Ρουβάς. Και χαίρομαι που δεν κατακλύζουν σκουπίδια τον εγκέφαλό μου.
Το «κράτος της τηλεόρασης» είναι δυστυχώς μια λερναία ύδρα. Και δεν αρκούν οι όποιες -έστω και καλές- προθέσεις για να το αλλάξουν ριζικά. Διαβάστε προσεκτικά το παλιό βιβλίο του Ροβήρου Μανθούλη Το Κράτος της τηλεόρασης, όπου περιγράφει και τη διετή εμπειρία του ως αναπληρωτή γενικού διευθυντή της ΕΡΤ στα κρίσιμα χρόνια 1975-77.
Πολλά πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται…
Αφήνω την τηλεόραση, πιάνω το βιβλίο!
Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Μαρή, ένα εξαιρετικό βιβλίο από τις Εκδόσεις Πατάκη με 18 κείμενα για τον Γιάννη Μαρή με ώθησε όχι μόνο να επανεκτιμήσω το έργο του, αλλά και να αρχίσω να διαβάζω και πάλι τα βιβλία του, ανακαλύπτοντας σημαντικά στοιχεία για έναν δημοσιογράφο που με όχημα την αστυνομική περιπέτεια ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή. Αν είχε γράψει σε καθεστώς μεγαλύτερης ελευθερίας δεν ξέρω τι θα είχε συμβεί. Διότι ασφαλώς ξενίζει η σχεδόν απουσία της πολιτικής από τα βιβλία ενός ανθρώπου ο οποίος υπήρξε από αυτούς που πρώτοι αποκάλυψαν τι συνέβαινε στη Μακρόνησο, ενώ είχε και αντιστασιακό παρελθόν…
Πέρα από όλα αυτά, όμως, ξεχωρίζει για τους δυνατούς χαρακτήρες που πλάθει με εμβληματικούς καλούς και κακούς και βεβαίως -σε μια Ελλάδα που οι δωσίλογοι κυβερνούσαν- είναι από τους λίγους συγγραφείς με έντονες αναφορές σε αυτή την πραγματικότητα που οι περισσότεροι απλώς… κουκούλωναν.