του Κώστα Λιβιεράτου
Η σχέση πολιτισμού και κοινωνίας, τα σύνορα πολιτισμού και πολιτικής, παραμένουν αινιγματικά στις μέρες μας, παρά τα τόσα μανιφέστα λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών πρωτοποριών ή τις εξαγγελίες πολιτιστικής πολιτικής που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα. Το αίνιγμα δεν απαντιέται παρά μόνο στην πράξη και κάθε φορά από την αρχή. Είναι εκεί για να προκαλεί αλλεπάλληλες γενιές στοχαστών και δημιουργών που βάζουν μπρος πνευματικά ή καλλιτεχνικά εγχειρήματα, αλλά και καθημερινών ανθρώπων που, από τη δουλειά στο σπίτι ή στο δρόμο, από τη μοναξιά στη συναναστροφή, από το σινεμά στην ταβέρνα κι από την κουζίνα στην τηλεόραση, περνούν κάθε τόσο, με δική τους ευθύνη, τα σύνορα. Τι είναι όμως αυτά τα σύνορα; Και ποιος τα φυλάει; Ίσως το πρώτο κείμενο που τα ανιχνεύει με αξιώσεις να είναι ο Επιτάφιος του Περικλή, ο επίσημος λόγος που, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (Ιστορία, Βιβλίο Β, 35-44), απηύθυνε ο Αθηναίος ηγέτης στην ταφή των πεσόντων κατά τον πρώτο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ως γνωστόν, αυτή η δημηγορία είναι ένα εγκώμιο της αθηναϊκής δημοκρατίας. Είναι όμως μόνο αυτό;
Το φάσμα του πολέμου έρχεται από την πρώτη στιγμή να πλαισιώσει την παρουσίαση της πόλης. Η ικανότητα γι’ αυτόν εμφανίζεται ως όρος ύπαρξής της και η αρετή της ανδρείας, προϋπόθεση της ελευθερίας της. Το γεγονός ότι ο Περικλής επιλέγει να μη μιλήσει ευθέως για τα πολεμικά κατορθώματα των νεκρών, παρά μόνο για τις συνέπειές τους, τα επιτεύγματα που γίνονται δυνατά σε καιρούς ειρήνης, δεν διώχνει καθόλου, ίσα-ίσα τονίζει ακόμη περισσότερο τις σκιές που ρίχνει ο πόλεμος σ’ αυτούς. Το ζήτημα επανέρχεται πιο κάτω, για να διευκρινιστεί παραδόξως ότι η ξακουστή πολιτικοστρατιωτική δύναμη της πόλης πηγάζει από μια ιδιάζουσα, μη στρατοκρατική, οργάνωση της ζωής της. Αυτή η οργάνωση, που αντιδιαστέλλεται σιωπηρά αλλά συστηματικά προς εκείνη της Σπάρτης, επιστρατεύεται έτσι ως πλεονέκτημα στην υπηρεσία μιας προπαγάνδας που δεν παύει να υποδηλώνει –την ίδια στιγμή που συσκοτίζει και αθωώνει– την ιμπεριαλιστική πολιτική της αθηναϊκής συμμαχίας.
* * * * * *
Όμως, πίσω απ’ αυτή τη μιλιταριστική σκοπιμότητα, το διάβημα του Περικλή ή του Θουκυδίδη, η ανάδειξη μιας ξεχωριστής πόλης, δεν παύει να είναι ολότελα πρωτοποριακό. Μέσα στο περιχαρακωμένο πεδίο που ορίζουν οι ηγεμονικές βλέψεις και η πολεμική συγκυρία, αναδύεται ένας μοναδικός και ανεπανάληπτος τρόπος ζωής, διαμορφωμένος από ιδιαίτερους θεσμούς, νοοτροπίες και ήθη. Είναι, από τη μια, το πολίτευμα της δημοκρατίας που λειτουργώντας προς το συμφέρον των πολλών, αντιμετωπίζει τις ιδιωτικές διαφορές στη βάση της ισότητας, επιτρέπει την πρόσβαση όλων, ακόμη και των φτωχών, στα αξιώματα, με κριτήριο την αρετή και όχι την κοινωνική καταγωγή, κι επιβάλλει νόμους που προστατεύουν τους αδικούμενους. Είναι επίσης νοοτροπίες συναφείς μ’ αυτό το πολίτευμα, που αντιτίθενται στην απαξίωση των φτωχών και το γόητρο των πλουσίων, παρότι εκτιμούν την εργασία και τον πλούτο ως ευκαιρίες για δράση· και που αξιώνουν όχι την ιδιώτευση αλλά τη συμμετοχή στα κοινά: το μέλημα δηλαδή των ανθρώπων, πέρα από τη φροντίδα των προσωπικών τους υποθέσεων, να συζητούν για τα πολιτικά πράγματα, αποκτώντας έτσι επίγνωση των ενδεχόμενων δεινών προκειμένου να αναλάβουν με ακόμη πιο αξιοσημείωτο θάρρος το ρίσκο. Είναι τέλος τα ανεκτικά ήθη που περιορίζουν την καχυποψία και τις προστριβές μεταξύ των πολιτών· που υποθάλπουν τις απολαύσεις της καθημερινής οικιακής ζωής, αλλά και των αγώνων, των τελετών και των θεαμάτων· που αποδέχονται τα εισαγόμενα ξένα αγαθά εξίσου με τα ντόπια, όπως ενθαρρύνουν και την παρουσία ξένων στην πόλη· που, χωρίς να υπονομεύουν την ευψυχία μπροστά στους κινδύνους, συστήνουν λιγότερη σκληραγωγία και περισσότερη ανεμελιά και χαλαρότητα απ’ ό,τι συνηθίζεται αλλού. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μ’ αυτό τον τρόπο, διαμορφώνονται άνθρωποι ικανοί να ανταποκρίνονται με ευστροφία και χάρη στις πιο διαφορετικές συνθήκες, να αγαπούν το ωραίο χωρίς εκζήτηση και τη σοφία χωρίς μαλθακότητα, ή καλύτερα (για να υπογραμμίσουμε, όπως ο Καστοριάδης, τη σημασία των ρημάτων), άνθρωποι που ζουν με και μέσα από την ομορφιά (φιλοκαλούμεν) και τη σοφία (φιλοσοφούμεν), ενσωματώνοντας αυτές τις εμπειρίες στην καθημερινότητά τους.
Να λοιπόν από τι απαρτίζεται και σε τι συντίθεται αυτή η μοναδική δημιουργία του αρχαίου κόσμου, η αθηναϊκή πόλις. Και να πώς αναδύεται ήδη τότε στη συνείδηση των πολιτών της, ασύγκριτη και υποδειγματική ταυτόχρονα μέσα στη μοναδικότητά της – ένα σχολείο για την Ελλάδα (της Ελλάδος παίδευσις), όπου λανθάνει επίσης η παρακαταθήκη των φιλοσοφικών και καλλιτεχνικών σχολών της. Στην Αθήνα τίθεται έτσι για πρώτη φορά με τέτοια έμφαση το ζήτημα της σχέσης κοινωνίας, πολιτικής και πολιτισμού (κι αν ο όρος «πολιτισμός» δεν υπήρχε τότε, παρά μόνο η συγγενής έννοια της παιδείας, αυτά που περιγράφονται στο κείμενο ανταποκρίνονται στη σημερινή αντίληψη για τον πολιτισμό την εμπνευσμένη από την ανθρωπολογία: όχι απλώς τα μεγάλα επιτεύγματα των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά ολόκληρος ο τρόπος ζωής). Η απάντηση του κειμένου προβάλλει καταρχήν σαφής και πειστική: ο πολιτισμός, οι ιδιαίτεροι τρόποι που κάνουν το μεγαλείο της Αθήνας (παράδειγμα η τραγωδία) διατρέχουν το σώμα της κοινωνίας, συμπεριλαμβάνοντας ολοένα και περισσότερο, με τη μεσολάβηση των πολιτικών μεταρρυθμίσεων, τα λαϊκά της στρώματα, το δήμο. Και η πόλις ως γενική οργάνωση και διεύθυνση της κοινωνίας εμπεριέχει και προστατεύει τούτο τον πολιτισμό, την ίδια στιγμή που βρίσκει σ’ αυτόν την έκφρασή της, το νόημα της ζωής της και την πηγή της ακτινοβολίας της στην Ελλάδα και τον ευρύτερο κόσμο. Για μια στιγμή όλα μοιάζουν εναρμονισμένα με τον πιο ιδεώδη τρόπο.
* * * * * *
…Όσο κρατάει μια λάμψη. Διότι η καθαρή ματιά του Περικλή δεν διαλύει όλα τα σκοτάδια. Η σκιά του πολέμου και του θανάτου πέφτει βαριά πάνω στην πόλη. Ο Θουκυδίδης το ξέρει – ο πόλεμος είναι άλλωστε το θέμα της συγγραφής του. Η Αθήνα είναι μια εύθραυστη ανθρώπινη δημιουργία. Η πολεμική ετοιμότητα είναι το μέτρο της ασφάλειας και της βιωσιμότητάς της. Ο πολιτισμός, η καλή ζωή, τα έργα της ειρήνης προϋποθέτουν τα όπλα και το αίμα του πολέμου. Κι όχι μόνο. Πολλά από τα αγαθά του πολιτισμού είναι προϊόντα του πολέμου, «λάφυρα» (κυριολεκτικά ή μεταφορικά, όπως οι φόροι υποτέλειας) της επεκτατικής ροπής της πόλης, της βίας και του καταναγκασμού που ασκεί σε εχθρούς και σε «συμμάχους» μέσα στο πλαίσιο της ηγεμονίας της. Μέρος της ακτινοβολίας της είναι ακριβώς η αναγνώριση αυτής της ισχύος. Όμως η απειλή του πολέμου τη ζώνει από παντού. Είναι η έχθρα που συσσωρεύεται εναντίον της, οι διάσπαρτες αντιστάσεις και εξεγέρσεις των υποτελών της, είναι η κεντρική αναμέτρηση με τη Σπάρτη που έχει πια ξεκινήσει. Οι στρατιώτες της μάχονται μέχρι θανάτου για μια ξεχωριστή πατρίδα. Αυτό για το οποίο αξίζει να πεθάνουν δεν είναι απλώς τα εδάφη, τα χωράφια και τα σπίτια, οι γυναίκες και τα παιδιά τους, είναι επίσης, λέει ο Περικλής, ένας τρόπος κι ένα νόημα ζωής, ένας πολιτισμός. Και οι άλλοι στα μετόπισθεν οφείλουν να εμπνευστούν από το παράδειγμά τους, οι γονείς να παρηγορηθούν με τη δόξα τους, οι γιοι να τους μιμηθούν όσο μπορούν, οι χήρες να αντέξουν το σκληρό πατριαρχικό πεπρωμένο… Ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται, ο κόμπος είναι αξεδιάλυτος. Το αίνιγμα δεν μπορεί λοιπόν ν’ απαντηθεί. Είναι το ίδιο που δεν έπαψε να στοιχειώνει την ιστορία του Δυτικού πολιτισμού, μαζί και της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού του, το ίδιο που σκιάζει σήμερα τις λαμπερές μητροπόλεις του παγκοσμιοποιημένου πλανήτη. Η αρχαία Αθήνα είναι κοντά, δραματικά κοντά, και το Παρίσι χιλιάδες χρόνια πίσω.