του Γιώργου Κυριακού
Οι καταιγιστικές εξελίξεις στην Ουκρανία και οι δηλώσεις για την ενίσχυση της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ δείχνουν ότι ξεκινά μια νέα περίοδος (και) για τα Βαλκάνια. Η οικουμενική καταδίκη της ρωσικής εισβολής που επιχειρεί η αμερικανική –κυρίως– πλευρά μπορεί να μην έχει στόχο την ένοπλη αντιπαράθεση με τη Ρωσία, αλλά σίγουρα αποσκοπεί στη σταθεροποίηση ενός βαλκανικού πόλου, ουραγού αποδοχής πολιτικών αποφάσεων (που ωστόσο θα βρίσκεται δίπλα στη ζώνη του πυρός). Στόχος της συμμαχίας είναι οι όποιες ρωγμές δημιουργήθηκαν μέσα στα Βαλκάνια, την περίοδο που η διπλωματία και οι ανακοινώσεις πρωταγωνιστούσαν, να κλείσουν μετά την εισβολή.
Μια γραμμή που χώριζε από τη μια τον αλβανικό παράγοντα (Αλβανία, Κόσοβο) και τη Ρουμανία, και από την άλλη το λοιπό συνονθύλευμα αφωνίας, επίκλησης στον διάλογο ή περιορισμού των ΗΠΑ και προτροπής για την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ, προξένησε σίγουρα πλήγματα στην πρόθεση των ΗΠΑ να επανέλθουν ως κυρίαρχη πλανητική δύναμη. Οι ρωγμές που άνοιξαν, και μάλιστα σε χώρες όπως η Βουλγαρία ή η Κροατία, θα συνεχιστούν, καθότι η ουκρανική κρίση μεταφέρεται γεωγραφικά και πολιτικά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ακατάστατη πολιτική της ενέργειας στην περιοχή μας μπορεί να ωφελεί γεωπολιτικά τις ΗΠΑ και οικονομικά κάποιες ελίτ που θα κερδοσκοπήσουν, αλλά μπορεί και να την παγώσει στην κυριολεξία. Με άλλα λόγια, θα είναι πλέον ένα ερώτημα για το ποιος επιβάλει κυρώσεις σε ποιον.
Παράλληλα, οι διπλωματικές ενέργειες που αφορούν τη διευθέτηση των ζητημάτων στα κρατικά μορφώματα του Κοσόβου ή της Βοσνίας φαίνεται ότι θα κλιμακώνουν σε όξυνση των αντιθέσεων. Αν ενταθεί η προσπάθεια των ΗΠΑ στη «βαλκανική» πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ίσως να μην αποφύγουμε τη μετάλλαξη του «ρωσικού ιού» στο Κόσοβο ή στη Βοσνία.
Αν ενταθεί η προσπάθεια των ΗΠΑ στη «βαλκανική» πτέρυγα του ΝΑΤΟ, ίσως να μην αποφύγουμε τη μετάλλαξη του «ρωσικού ιού» στο Κόσοβο ή στη Βοσνία
Κροατία
Οι δηλώσεις του προέδρου της Κροατίας, Ζοράν Μιλάνοβιτς, πως «το ΝΑΤΟ έφτασε στην Ανατολή, φτάνει πια!», η αντίθεσή του στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ σε μια διεφθαρμένη Ουκρανία «που δεν έχει θέση στην Ατλαντική Συμμαχία», και η δήλωση ότι σε αντίθετη περίπτωση θα αποσύρει μέχρι και «τον τελευταίο στρατιώτη» από τις ΝΑΤΟϊκές δομές, δημιουργούν πολλά ερωτηματικά. Ο εσωτερικός, δε, φραστικός εμφύλιος πόλεμος του προέδρου Μιλάνοβιτς με τον πρωθυπουργό Πλένκοβιτς (με οξύτατους χαρακτηρισμούς, όπως «επαίσχυντος», «Ουκρανός πράκτορας», «συνηθισμένος δειλός»), εκδηλώνει την ένταση ανάμεσα σε μια πλήρη στοίχιση στις ΝΑΤΟϊκές προσδοκίες, και στους φόβους για τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει στη χώρα η πολεμική κλιμάκωση.
Οι αντιλήψεις του Μιλάνοβιτς, που υποστηρίζουν τη συνεργασία με τη Σερβία, και διάκεινται ευμενώς προς τον Ντόντικ, ηγέτη των Σερβοβοσνίων (ο οποίος προωθεί την αυτόνομη παρουσία των Κροατών στη Βοσνία και ναρκοθετεί τη συνθήκη του Ντέιτον από διάφορες πλευρές), δείχνουν ότι οι ρωγμές έχουν αγγίξει και τις καλύτερες οικογένειες! Ο Μιλάνοβιτς πιθανόν να εκπροσωπεί στα Βαλκάνια την ευρωπαϊκή πλευρά, που επιθυμεί για πολλούς λόγους να είναι η Ρωσία ένας συνομιλητής της Ε.Ε. (η Γκολική αντίληψη για την Ευρώπη από το Γιβραλτάρ μέχρι τα Ουράλια), αντισταθμίζοντας την αμερικανική ηγεμονία.
Βουλγαρία
Χρησιμοποιώντας πιο ήπιους τόνους, ο φιλορώσος Βούλγαρος πρόεδρος Ρούντεφ (ο οποίος στο πρόσφατο παρελθόν ανέφερε την Κριμαία ως «ρωσικό έδαφος») είπε πως «δεν υπάρχει λόγος να αναπτυχθούν ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις» στη χώρα του, και πρόσθεσε: «Πρέπει όλοι να εργαστούμε για να αποτραπεί μια στρατιωτική λύση σε αυτήν την κρίση». Αντίστοιχα και ο υπουργός Άμυνας Εμίλ Εφτίμοφ περιορίζει την υπόθεση της συγκρότησης ομάδας μάχης 1.000 ανδρών του ΝΑΤΟ υπό βουλγαρική διοίκηση για «αμυντικές τακτικές στο έδαφος της Βουλγαρίας» και διευκρινίζει ότι «δεν υπάρχουν σχέδια να σταλεί σε άλλες περιοχές».
Κι ας καμαρώνει ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Πετκόφ για τον φιλοαμερικανισμό του, το ίδιο και η υπουργός Εξωτερικών Ζαχαρίεβα, που συντάσσεται με την «ανεξάρτητη θέληση» της Ουκρανίας να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Η ενεργειακή εξάρτηση της Σερβίας από τη Ρωσία αποτρέπει ένα «ολόψυχο» πέρασμα του Βελιγραδίου στο Δυτικό στρατόπεδο. Η διά θαλάσσης μεταφορά αμερικανικού υγροποιημένου αερίου δεν φαίνεται να αποτελεί συμφέρουσα εναλλακτική λύση, ιδίως όταν για λόγους πολιτικής μπορεί να μειώνονται οι τιμές του ρωσικού φυσικού αερίου – όπως συνέβη πρόσφατα κατά τη διενέργεια των βουλγαρικών βουλευτικών εκλογών.
Σερβία
Τέλος, αν και Σέρβοι μαχητές είχαν πολεμήσει το 2014 υπέρ των Ρώσων της Ουκρανίας, η αφωνία της Σερβίας (και των Σέρβων που ζουν στα δύο μορφώματα εκτός Σερβίας, δηλαδή τη Βοσνία και Κόσοβο) είχε εν μέρει την εξήγησή της στην αφαίρεση επιχειρημάτων στο διπλωματικό πεδίο εναντίον της ανεξαρτησίας του Κοσόβου –ως αντίστοιχου της απόσχισης της Κριμαίας– αλλά και στη συνέχιση μιας πολυεξάρτησης και χρηματοδότησης από την Ε.Ε. [βλ. σχετικά και στη στήλη «Εδώ είναι Βαλκάνια», σελ. 17 αυτού του φύλλου]. Όμως οι σημερινές πιέσεις για την καταδίκη της επέμβασης στην Ουκρανία φέρουν διά στόματος προέδρου Βούτσιτς, ως προϋπόθεση, την καταδίκη εκ μέρους της Ουκρανίας της Δυτικής επέμβασης του 1999, καθώς και της απόσχισης του Κοσόβου.
Οι επενδύσεις με ρωσικά οπλικά συστήματα αξίας 500.000.000 ευρώ, όπως και μια υποστηριζόμενη από τη Ρωσία στρατιωτική βάση υψηλής τεχνολογίας κοντά στη Νις, λειτουργούν πιεστικά – σήμερα προς το Κόσοβο κι αύριο ίσως προς τη Βοσνία. Εξάλλου το Βελιγράδι ανταμείβεται από τη Μόσχα γι’ αυτή τη στάση του: η Σερβία τροφοδοτείται ακόμα με ρωσικό φυσικό αέριο σε τιμή 2 ή 3 φορές χαμηλότερη απ’ ό,τι άλλες χώρες. Με αυτά τα δεδομένα, μοιάζει εξωπραγματική η προτροπή του Γκαμπριέλ Εσκομπάρ, ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ στα Βαλκάνια, για εισαγωγή αμερικανικού υγροποιημένου αερίου στη Σερβία.
***
Η αμηχανία και η αναμονή για την επόμενη μέρα στα μοιρασμένα Βαλκάνια είναι πρόδηλη. Άλλωστε η Τουρκία που έχει διεισδύσει βαθιά στα Βαλκάνια, ακόμα και στους Σέρβους, ως τοπική υπερδύναμη που υπονομεύει τα δυτικά συμφέροντα, είναι ένας επιπλέον λόγος γι’ αυτή τη στάση αμήχανηςαναμονής. Αν συνυπολογίσουμε και την Κίνα, μέσω της οποίας ο ευρασιανισμός αποκτά διαστάσεις μιας ετέρας οικουμενικής συνθήκης, τότε γίνεται ακόμα πιο δυσανάγνωστο το τοπίο. Ας ελπίσουμε ότι η τωρινή έλλειψη σοβαρότητας του κοινωνικού κινήματος θα αντικαταστήσει τα ευχολόγια περί «ταξικής πάλης» με μια διεισδυτική συζήτηση για το μέλλον των κοινωνιών μας.