Των Νίκου Λάιου και Γιώργου Λεχουρίτη*

Το παλιό, ο συντηρητισμός, το συνήθειο, η εξάρτηση δεν είναι θηρία περίεργα στο φαΐ, τρώνε και από δεξιά και από αριστερά. Και στο εσωτερικό των επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας κυριαρχούν με τη μορφή μιας υπόκωφης «πάλης γραμμών» γύρω απ’ την εξουσία του ενός επιστημονικού κλάδου πάνω στον άλλον, της μιας θεωρίας πάνω στην άλλη κ.ο.κ. Το καινούργιο θα έπρεπε να είναι η συνεργασία, η αμοιβαία αλληλεξάρτηση των διαφορετικών κλάδων/πεδίων/μοντέλων, ως επιστημονικό και πολιτικό ζητούμενο, εμποτισμένο από την έγνοια για την κοινωνία σε μετάβαση, για τον άνθρωπο σε μετάβαση.

Φορείς εξουσίας και ελέγχου
Οι εσωτερικές αυτές σχέσεις ελέγχου και κυριαρχίας καθρεφτίζουν βασικά μοτίβα της ταξικής δομής των νεωτερικών κοινωνιών, των σχέσεων κυριαρχίας και των ιδεολογιών που τις εξωραΐζουν. Οι επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας δεν βλέπουμε τον άνθρωπο ως πρόσωπο, αλλά ως «ωφελούμενο», «περιστατικό», «μελέτη περίπτωσης», «κλινική εφαρμογή». Η «εξειδικευμένη γνώση» και το κοινωνικό κύρος που συνοδεύει την κατοχή και εφαρμογή της είναι τα χαρακτηριστικά της «δικής μας πλευράς», σ’ αυτή τη σχέση εξουσίας.
Η γέννηση των ανθρωπιστικών επιστημών έδειχνε νέες προοπτικές στον αγώνα για την απελευθέρωση του ανθρώπου. Η ψυχιατρική, η ψυχολογία, η ψυχανάλυση θα βυθίζονταν στον ψυχισμό με στόχο την απάλυνση του ανθρώπινου πόνου. Με τον ίδιο στόχο η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία θα βυθίζονταν στα κοινωνικά φαινόμενα. Όμως, οι νέες αυτές επιστήμες κινήθηκαν στις πανάρχαιες τροχιές του ταξικού διαχωρισμού. Έγιναν ένα ακόμη πεδίο καταπίεσης, προσφέροντας στην εκάστοτε εξουσία επιχειρήματα καθορισμού του κανονικού και του παρεκκλίνοντος, του υγιούς και του άρρωστου, του λογικού και του παραλόγου. Τα επιχειρήματα στη νεωτερικότητα γίνονται ακόμα πιο διχαστικά και σκληρά, κάτω απ’ τη νέα αυθεντία μιας λογικής μονοσήμαντης, εργαλειακής – μιας λογικής που μηχανοποιεί τον άνθρωπο, τον εξατομικεύει, τον αποκοινωνικοποιεί.
Αυτή η διαδικασία παρήγαγε μια σειρά από θεωρίες, ρεύματα, στοχασμούς και κώδικες «διδάσκοντας» στους ανθρώπους το νόημα της ζωής τους, τι είναι οι ίδιοι, το σώμα τους, τα συναισθήματά τους, ποιες είναι οι σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους. Παρήγαγε, βέβαια, και στρατιές «ειδικών της Ψυχικής Θγείας», μέσω των οποίων Μίλησε και ακόμη Μιλάει. Εδραίωσε, έτσι, χώρους συνδιαλλαγής -λιγότερο ή περισσότερο προφανούς/συνειδητής- μεταξύ άρχουσας τάξης και «ειδικών» όλων των κοινωνικών τάξεων. Χώρους, με λόγια απλά, κατεστημένους.
Και να που σήμερα η κοινωνία βάζει στο στόχαστρο πλευρές των φθαρμένων κατεστημένων που επί δεκαετίες στήριξαν τις άρχουσες τάξεις. Έτσι τίθεται βασανιστικά το πρόβλημα της αναζήτησης νέας ταυτότητας του «ειδικού της Ψυχικής Υγείας»: Ως αίτημα μιας κοινωνίας γονατισμένης και εγκλωβισμένης εξαιτίας και των «ειδικών». Θα έπρεπε να ντρεπόμαστε, αλλά δεν προλαβαίνουμε, συνεπαρμένοι από τους «κριτικούς» διανοητικούς άθλους μας – αυτούς που δεν επικοινώνησαν ποτέ σχεδόν με την κοινωνία. Και επιμένουμε σε τέτοιους άθλους, μην τυχόν και καταρρεύσουμε μπρος σε μια αυτοκριτική εκ βαθέων, ενώπιον και εντός της κοινωνίας.  

Πρόταση απεγκλωβισμού
Έστω σιωπηρή στη φάση αυτή, αλλά οργισμένη και αγανακτισμένη, η κοινωνική πλειοψηφία είναι πιο μπροστά απ’ τις ποικίλες ομάδες «ειδικών». Όντες «ειδικοί» και οι γράφοντες, δεν ξέρουμε ποια ανταπόκρισή μας θα είναι αποτελεσματική στην πρόκληση. Ως εργαζόμενοι, όμως, μπορούμε να περιγράψουμε ό,τι μας φαίνεται πρώτο βήμα: Μια επαναθεμελίωση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής μπορεί να επαναπροσδιορίσει και τη σχέση ανάμεσα στον «ειδικό» και τον «μη ειδικό», τους γιατρούς και «τους υπόλοιπους ειδικούς», την υγεία και την ασθένεια. Διότι, αντίστροφα, είναι η αποκοπή της κοινωνίας από την πολιτική, την ενεργό κι αδιαμεσολάβητη συμμετοχή στα κοινά, που συντηρεί τις σχέσεις εξουσίας και ελέγχου και τις εδραιωμένες πεποιθήσεις περί «αναγκαιότητας» των σχέσεων αυτών – έστω με ολίγη αυτοκριτική από πλευράς «ειδικών» και πολλή γκρίνια από πλευράς «μη ειδικών».
Σύμφωνα μ’ αυτή τη συλλογιστική, οι «ειδικοί» έχουμε πολλά να κάνουμε. Ας ονομάσουμε μερικά:
1. Να ξεκινήσουμε μια ριζική μετατόπιση, από το νεωτερικό και εργαλειακό «άτομο-έννοια» στον άνθρωπο-πολίτη, ως μεταβατικό στάδιο προς μια κοινωνία προσώπων. Ο ζητούμενος άνθρωπος-πολίτης δεν έχει μόνο ανάγκες (σταθερό μοτίβο και των «ειδικών της ψυχικής υγείας» και των «ειδικών της Αριστεράς»). Έχει οράματα, έχει τόπο, χρόνο, βίο και αυτά τα προασπίζεται κοινωνώντας σε συλλογικότητες που παρεμβαίνουν, τροποποιούν και μετασχηματίζονται οι ίδιες.
2. Ειδικά όσοι είμαστε Αριστεροί, να μην πετάμε την μπάλα στην εξέδρα, με ιδεολογικές γκρίνιες περί υλικής βάσης, «πραγματικών κομμουνιστών» και άλλα τέτοια. Ο άνθρωπος-πολίτης δεν είναι ο δρόμος, αλλά ένα όχημα σ’ ένα κομβόι. Η ουσία της πρότασής μας είναι ότι το όχημα δεν θα το οδηγούν, πια, οι ειδικοί, αλλά τα μέλη της κοινωνίας. Και ότι αυτοί θα δείχνουν και την πορεία. Να τι πονάει, γι’ αυτό ας ξανακατέβει η μπάλα στο γήπεδο, γιατί ο χρόνος ρίχνεται αμείλικτος στην κοινωνία.
3. Να καταλάβουμε πως ό,τι διακηρύσσουμε οι «ειδικοί» κρίνεται στην πράξη: Επαναστάσεις ή μεταρρυθμίσεις, σοσιαλισμοί και σοσιαλδημοκρατίες, κοινωνικές στρατεύσεις και ανθρωπιστικές ευαισθησίες. Η μετατόπιση στον άνθρωπο-πολίτη σημαίνει ακριβώς αυτό, την επανασύνδεση της θεωρίας με την πράξη, τον αμοιβαίο εμπλουτισμό και των δύο, με κέντρο τον άνθρωπο που κοινωνεί και συνασκεί πολιτική, δηλαδή συμμετέχει στην οργάνωση του κοινωνικού βίου και την επίλυση των διαφορών που προκύπτουν στις διαδρομές του κοινωνείν.
4. Να νιώσουμε ότι ο «ειδικός» δεν είναι πολιτικά ουδέτερος σε μια τέτοια διαδικασία, άρα δεν είναι άπρεπο να παίρνει θέση. Ο «ειδικός» είναι φορέας εξουσίας, που μάλιστα ασκείται πια σε ένα ολοκληρωτικό σύστημα. Ένα σύστημα που με κάθε τρόπο προσπαθεί να κρατήσει την πλειοψηφία της κοινωνίας μακριά απ’ την πολιτική, για να μπορεί να ζει σε βάρος της μια αχαλίνωτη, αλαζονική μειοψηφία. Ο «ειδικός» που θεωρεί «πιο επιστημονικό» τον διαχωρισμό επιστήμης-πολιτικής, αναπαράγει σημειακά τον διαχωρισμό κοινωνίας-πολιτικής και την απορρέουσα, μέχρι τώρα, υπαρκτή σύνδεση πολιτικής-επιστήμης, στην οποία εμπλέκεται προτιμώντας να μην τη βλέπει.
5. Οι Αριστεροί, ξανά, να συλλάβουμε ότι η πορεία επανασύνδεσης της κοινωνίας και της πολιτικής ούτε θα αρχίσει ούτε θα χωρέσει σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Αντίθετα, μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να είναι μέρος της πορείας. Βρισκόμαστε μπρος σ’ αυτό το ζητούμενο εδώ και πολλούς μήνες.
Η Αριστερά και οι «ειδικοί της Ψυχικής Υγείας» εντός, εκτός και επί τα αυτά είναι ώρα να κάνουμε τομές, δηλαδή να πάψουμε να σκεφτόμαστε πώς θα «συγυρίσουμε» λιγάκι τον (παλιό) λόγο μας, για να κρύβει πράξεις και απραξίες μας.
6. Να κατανοήσουμε ότι δεν μπορούμε να παράξουμε κάτι πραγματικά καινούριο αν δεν αμφισβητήσουμε εκ θεμελίων τις θέσεις που το παλιό μάς έχει παραχωρήσει (και συντηρούμε).
7. Ειδικά εντός της Αριστεράς, να αποφασίσουμε πως για να γεννήσουμε πραγματικά το καινούργιο, πρέπει να πονέσουμε. Για να μπορέσει «ο ψυχίατρος» να ακούσει «τον ψυχολόγο» και «τον κοινωνιολόγο» (κι αντίστροφα), απαιτείται πάλη με τους Άλλους και με τον Εαυτό – και όχι συγκατάβαση. Να γίνουμε διαλεκτικοί, να αναγνωρίσουμε πως οι συνθέσεις των αντιθέτων (μοντέλων, κοσμοθεωριών κλπ.) δεν είναι ευγενής τέχνη. Για παράδειγμα, υπάρχει η θέση πως η εξάρτηση από ουσίες είναι «χρόνια υποτροπιάζουσα εγκεφαλική νόσος» (δηλαδή δεν υπάρχει απεξάρτηση) και η θέση πως εξάρτηση είναι «η συνάντηση του ανθρώπου με μια ουσία, εντός μιας οικογένειας και μιας κοινωνίας σε κρίση» (δηλαδή η εξάρτηση θεραπεύεται με αλλαγές στον άνθρωπο, στην οικογένεια, στην κοινωνία). Ένας τρόπος υπάρχει για να συντεθούν τα δυο αυτά αντίθετα: να συντρίψει το ένα το άλλο. Όσο αργεί η ανοιχτή σύγκρουση, η ήδη κυρίαρχη θέση («χρόνια νόσος») απλώς καταβροχθίζει σιωπηρά την άλλη.       

Κλείσιμο
Φτάσαμε σε μια καμπή της «μνημονιακής περιόδου», που η ζητούμενη επεξεργασία μιας νέας ταυτότητας των επιστημόνων της Ψυχικής Υγείας καταβυθίζεται κι άλλο, όσο το (παλιό) βλέμμα των «ειδικών» καρφώνεται με ελπίδες νεκραναστάσεων στη «διακυβέρνηση της Αριστεράς». Ώστε να αναρωτιέται κανείς πόσο καινούργιοι, πόσο φρέσκοι και πόσο ριζοσπαστικοί θα είναι οι όροι -με τους οποίους αυτή η «διακυβέρνηση» θα προκύψει ή όχι- και ως προς την ψυχική υγεία της κοινωνικής πλειοψηφίας. Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Μπορούμε, όμως, να βάλουμε ένα κριτήριο: Όσο πιο αναίμακτη η πορεία, τόσο πιο αιματηρό το πραξικόπημα παλιννόστησης του παλιού.

* Ο Νίκος Λάιος και ο Γιώργος Λεχουρίτης είναι μέλη Δ.Σ.
Σωματείου Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων,
κοινωνικός ανθρωπολόγος και  ψυχολόγος, αντίστοιχα.
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!