Η ανάκληση του Σχεδίου Μάρσαλ, από ευρύ φάσμα παραγόντων, ως παραδείγματος μιας «φωτισμένης» πολιτικής που καλούνται να μιμηθούν οι ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες έναντι των αδύναμων και οι δυτικές έναντι του αναπτυσσόμενου κόσμου δεν αποτελεί, απλώς, μια ιστορική λαθροχειρία. Αποκαλύπτει και τις πολιτικές επιδιώξεις, μέσω του μύθου της ανιδιοτελούς παροχής βοήθειας από τις ΗΠΑ, για τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ανοικοδόμηση.
Τότε και… σήμερα
Όταν τελείωσε το εταιρικό γιουρούσι στην πολεμική παραγωγή και τα τεράστια κέρδη που επέφεραν οι κρατικές παραγγελίες πολεμικού υλικού, η μοίρα των κερδών σε συνάρτηση με τη μείωση των εξαγωγών ήταν το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα και η σωριασμένη σε ερείπια Ευρώπη η ευκαιρία. Το Σχέδιο Μάρσαλ (1947-1951) αποτέλεσε την πρώτη μορφή εξωτερικής βοήθειας, μέσω της οποίας χρήματα των Αμερικανών φορολογουμένων χρησιμοποιήθηκαν για να εξασφαλιστούν άμεσα οι εξαγωγές αμερικανικών εταιριών και να εμπεδωθεί η αμερικανική οικονομική και πολιτική κυριαρχία στην Ευρώπη, περιορίζοντας την κυριαρχία των 16 κρατών που ήταν αποδέκτες της βοήθειας. Τη βάση του Σχεδίου αποτελούσε η ανισορροπία ισχύος που είχε προκύψει με την εξασθένηση όλων των άλλων, πλην ΗΠΑ, καπιταλιστικών χωρών λόγω του πολέμου. Συνεπώς, οι όροι τέθηκαν μονομερώς από την Ουάσιγκτον και ήταν δρακόντειοι.
Στο οικονομικό επίπεδο ο «Νόμος για την Ανάκαμψη της Ευρώπης» όριζε πως οι ΗΠΑ ασκούν άμεση εποπτεία στη χρήση της βοήθειας και απαιτούν πλήρη απολογισμό για την κατανομή της, ενώ το Κογκρέσο παρενέβη πολλές φορές για να επιβάλει περιορισμούς που ευνοούσαν το αμερικανικό πετρέλαιο, το αλουμίνιο, το μηχανικό εξοπλισμό κ.λπ. Οι μη συμμορφωνόμενες με τους όρους χώρες υποβάλλονταν στο γνωστό «μαρτύριο της δόσης»: Η αμερικανική κυβέρνηση σταματούσε τις πιστώσεις. Στη Γερμανία, με τη συνεργασία των κατοχικών Αρχών, επιβλήθηκαν ακόμη πιο σκληροί όροι μέσω διαταγμάτων ώστε να παραλύσουν οι κλάδοι που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους αμερικανο-βρετανικούς. Στο πολιτικό επίπεδο, επιβλήθηκε η εκδίωξη των κομμουνιστών από τις κυβερνήσεις όλων των χωρών που λάμβαναν βοήθεια και απαιτήθηκε παραχώρηση εδάφους για αμερικανικές βάσεις.
Έτσι, τα 100 δισ. δολάρια (με σημερινές τιμές) του Σχεδίου Μάρσαλ επέστρεψαν στα ταμεία των μεγάλων αμερικανικών εταιριών και τραπεζών, ενώ ένα μέρος τους κατέληξε σε επιλεγμένες επιχειρήσεις, κόμματα και διανοούμενους των ευρωπαϊκών χωρών που είχαν αναλάβει το έργο της «ανάσχεσης του κομμουνισμού», την εξυπηρέτηση του στρατηγικού σκοπού του Δόγματος Τρούμαν. Χαρακτηριστικό, ως προς το τελευταίο, είναι το παράδειγμα της Ελλάδας (η οποία μαζί με την Τουρκία ήταν από τις πρώτες «ευεργετηθείσες» χώρες, λόγω του «κινδύνου της κομμουνιστικής εξάπλωσης»). Από τα 3,6 δισ. δολάρια που δόθηκαν στο ελληνικό κράτος στην περίοδο 1944-1950 από τους Αμερικανοβρετανούς (στην κορύφωση του εμφυλίου πολέμου -1947-1949- δόθηκαν 599 εκατ. δολάρια του Σχεδίου Μάρσαλ), το 78,3% δαπανήθηκε για στρατιωτικοπολιτικούς σκοπούς, το 13,2% για περίθαλψη και μόλις το 8,5% για την ανασυγκρότηση (Ριζοσπάστης, 31/5/2009).
Την ιδέα του Σχεδίου Μάρσαλ συνέλαβε και υλοποίησε μια επιχειρηματική ομάδα στην οποία συμμετείχαν οι επικεφαλής της χαλυβουργίας, της αυτοκινητοβιομηχανίας, της ηλεκτροβιομηχανίας κ.ά. που είχαν ωφεληθεί από τις επιδοτήσεις του Νιου Ντιλ και οι επιδιώξεις τους συνέπιπταν με την πολιτική Τρούμαν περί αναχαίτισης του κομμουνισμού, ως προσχήματος για την παγκόσμια αμερικανική κυριαρχία.
Το Σχέδιο Μάρσαλ και το Δόγμα Τρούμαν ήταν ένα τερατώδες πρόγραμμα αντιδημοκρατικής οικονομικής και πολιτικής επιβολής. Αξιοποίησε την εκούσια δουλικότητα των κυρίαρχων ευρωπαϊκών τάξεων που γνώριζαν πως δεν μπορούν να τα καταφέρουν έναντι των λαϊκών κινημάτων χωρίς τους Αμερικανούς -αξιοσημείωτη αναλογία οι σημερινές συνθήκες στις περιφερειακές χώρες της Ε.Ε.- και δημιούργησε το στρατηγικό πλαίσιο του μεταπολεμικού ιμπεριαλισμού.