Της Έλσας Λιαροπούλου*

 

Σε κάθε κρίσιμη και δυσοίωνη εποχή τίθεται το ερώτημα αν η ποίηση, και γενικότερα η τέχνη, αφ’ ενός έχει νόημα, αφ’ ετέρου αν μπορεί να εκφράσει τη δυναμική, τα προβλήματα και τα αιτήματα της εποχής, ακόμη κι αν μπορεί να δώσει ελπίδα, προοπτική και όραμα. Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού αναφέρω τον διάλογο, που γίνεται ανάμεσα στον Εγγονόπουλο και τον Αναγνωστάκη το 1949, τη ζοφερή εκείνη στιγμή για τον λαϊκό αγώνα. Ο πρώτος γράφει: «τούτη η εποχή δεν είναι εποχή για ποίηση κι άλλα παρόμοια…». Ο δεύτερος, μέσα από τη φυλακή, όπου κάθε πρωί παρακολουθεί την πορεία των συντρόφων του προς την εκτέλεση, απαντά: «… Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;». Ίσως ο Αναγνωστάκης να μη γνώριζε το ποίημα του Εγγονόπουλου, όπως έχει επισημανθεί, ωστόσο ο διάλογος υπάρχει γιατί τον απαιτούσε η εποχή. Όπως απαιτεί τον ανάλογο διάλογο η ανήσυχη εποχή μας, η οποία, τουλάχιστον φαινομενικά, έχει θέσει σε αδράνεια τη λαϊκή αντίσταση κι έχει υποβάλει σε δοκιμασίες τις ιδεολογίες που την τροφοδοτούσαν.

Ορισμένοι, βέβαια, σήμερα ισχυρίζονται ότι η ποίηση είναι περιττή, δεν έχουμε χρόνο για τέτοιες πολυτέλειες, ότι χρειάζεται δράση και τα περιθώρια της ενασχόλησης με την ποίηση όλο και στενεύουν. Επικαλούνται μάλιστα για να υποστηρίξουν την άποψή τους την πασίγνωστη φράση του Αντόρνο: «Το να γράψεις έστω κι ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βάρβαρο», την οποία ωστόσο διασκεύασε ο ίδιος προσθέτοντας αργότερα: «Ο μακροχρόνιος πόνος έχει το δικαίωμα της έκφρασης, όσο και ο βασανισμένος να φωνάξει… άρα θα μπορούσε να ήταν λάθος να πει κάποιος ότι κανένα ποίημα δεν θα έπρεπε να γραφεί μετά το Άουσβιτς». Παραβλέπουν ότι η ποίηση από τη φύση της είναι μια επαναστατική διαδικασία στον βαθμό που δίνει τη δυνατότητα στον εμπλεκόμενο μαζί της, είτε ως ποιητή είτε ως αναγνώστη, να ακούσει το ανορθολογικό του κομμάτι, το φαντασιακό, το παντοδύναμο που ο φόβος και η ανασφάλεια έχουν θάψει κάτω από τόνους απαγορεύσεων.

Η κρίση και η ποίηση δεν είναι ασύμβατες έννοιες. Και οι δύο έχουν κάτι το αποκαλυπτικό. Η κρίση δείχνει στους ανθρώπους ότι μπορούσαν να έχουν κάνει διαφορετικές επιλογές, ότι οφείλουν να αγωνιστούν για να αλλάξουν όσα τώρα φαίνονται απειλητικά και ακλόνητα. Η ποίηση, από την άλλη, αμφισβητεί τα γλωσσικά αυτονόητα, αποσπά τις λέξεις από το κατακτημένο, γνώριμο, ανακουφιστικό και απλουστευτικό τους νόημα και τις πετάει στη δίνη της πολυσημίας. Αποκαλύπτει την παντοδυναμία της γλώσσας, είναι μια αναμέτρηση με το φθαρτό και το ξεπερασμένο. Δεν εντάσσεται στους εργαλειακούς μηχανισμούς μέσω των οποίων αναπαράγεται και στερεώνεται κάθε είδους εξουσία. Είναι μια διαρκής επισήμανση του οράματος και του ανέφικτου το οποίο δίνει στον άνθρωπο την πνευματική και συναισθηματική δύναμη μέσω των οποίων θα υποστηρίξει τις προσπάθειες για κοινωνική αλλαγή.

Ο ποιητής στο βαθμό που δεν είναι δέσμιος των νόμων της αγοράς, που δεν υποκύπτει στην κριτική, στους εκδότες, στους θεωρητικούς της τέχνης και τους φιλότεχνους, που δεν είναι υπάλληλος στο κράτος και στους πολιτιστικούς φορείς, αν μπορεί να διαχειριστεί την ευαισθησία και την παιδεία του, χωρίς να ενσωματωθεί στο κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο, μπορεί να ταράξει τα νερά και να συνδέσει την τέχνη του με τα κοινωνικά αιτήματα και τους αγώνες. Δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό, το ποιητικό έργο στις μέρες μας αντανακλά τον δημιουργό που έχει καταπιεί το δόλωμα της αποδοχής και της καταξίωσης, που παίζει με τους κανόνες της αγοράς η οποία έχει βεβαίως τη δύναμη και την εξουσία να ακυρώσει και να υπονομεύσει τη δύναμη της ποίησης. Για να δανειστώ και το λόγο του φίλου μου του Γιώργου Μπλάνα, «σήμερα και ο πιο πύρινος λόγος μοιάζει με σκύβαλο μπροστά στη δύναμη της αγοράς η οποία έχει ιδιοποιηθεί τη μεταφορική γλώσσα της ποίησης. «τοξικά ομόλογα», «διολισθαίνουσες μετοχές», «χρηματιστήρια που κάνουν βουτιά». Το πασίγνωστο δίστιχο του Πατρίκιου που γράφτηκε τη δεκαετία του 50: γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα/ κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες, είναι επίκαιρο και κατανοητό μιας και η ποίηση στις μέρες μας θεωρείται από τους περισσότερους ως άχρηστη πολυτέλεια, ως ακκισμός λίγων και περίεργων που βρίσκονται μακριά από τα προβλήματα και την καθημερινότητα.

Ίσως και γι αυτό η ποίηση πρέπει να αναζητήσει άλλη γλώσσα, για να μη γίνει κομμάτι του συστήματος, όχι γιατί δεν έχει τι να πει, αλλά γιατί της έκλεψαν τα όπλα και την άφησαν γυμνή. Ίσως οφείλει να επωφεληθεί από τις δυσκολίες που διαλύουν την κανονικότητα και να βρει νέους τρόπους που θα της επιτρέψει να συμβάλει στη δημιουργία του «άλλου κόσμου» που η εποχή μας πρέπει να δημιουργήσει. Άλλωστε η γλώσσα της ποίησης δεν είναι απλώς επικοινωνιακός κώδικας, ούτε και φορέας αισθητικών φορτίων, είναι και πεδίο όπου κατοικεί η ανάγκη του ανθρώπου να αλλάξει τη ζωή του και τον κόσμο ολόκληρο. Μακάρι να ξαναρχόταν στην επιφάνεια και να αποκτούσε νόημα η ειρωνική ρήση του Νερούδα: «η ποίηση είναι πολύ επικίνδυνη για τις καλές κυβερνήσεις».

Βέβαια το υλιστικό μοντέλο ζωής που έχει εδραιωθεί, η επικράτηση της εικόνας χωρίς την αναγκαία μεταποίηση, αντανακλώνται στη χωρίς αναστολές προβολή συχνά ρηχής και ασήμαντης ποιητικής παραγωγής, χωρίς την παρουσία του κοινωνικού τοπίου, η οποία μάλιστα επαινείται κι εξαίρεται ευρέως από λογοτεχνικά περιοδικά και γενικότερα από φορείς που διαμορφώνουν το καλλιτεχνικό τοπίο. Παλαιότεροι σπουδαίοι ποιητές ακόμη και στις πλέον εξομολογητικές και προσωπικές ποιητικές συνθέσεις αναδεικνύουν και ένα πλαίσιο, κοινωνικό, ιδεολογικό, φιλοσοφικό, ιστορικό. Σήμερα ο ατομικισμός και η εσωστρέφεια που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες μας, παρατηρούνται και στην ποιητική παραγωγή.

Ίσως οι ποιητές έχουν ξεχάσει ότι η ποίηση από τη φύση της κρέμεται στο κενό και με την έννοια αυτή δεν έχει τίποτα να χάσει. Το εργαλείο της ποίησης, που είναι η γλώσσα, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται απλώς ως κώδικας κι ως φορέας σχημάτων λόγου, ως αυτοσκοπός. Η γλώσσα οφείλει να συλλαμβάνει και να μετασχηματίζει όρους της ανθρώπινης ζωής και αγωνίας. Να είναι μέσον και σκοπός ταυτόχρονα. Ίσως να μην μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και να τον βγάλει από την κρίση, αλλά μπορεί να δείχνει καθαρά αυτό που πρέπει να αλλάξει και να του δώσει όραμα.

 

* Η Ελσα Λιαροπούλου είναι συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!