Πληθαίνουν τα ερωτήμαα για την πορεία της Κίνας.
Με την «αναστολή», λόγω «πειθαρχικών παραβιάσεων», της ιδιότητας του μέλους της κεντρικής επιτροπής και του πολιτικού γραφείου (11/4 Xinhua/Global Times) ενός από τα πιο προβεβλημένα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, του Μπο Σιλάι και με την οικονομική επιβράδυνση του υπερεικοσαετούς κινεζικού θαύματος τα ερωτηματικά για τη μελλοντική κατεύθυνση της Κίνας αρχίζουν να συσσωρεύονται. Παράλληλα, μια σειρά απεργιών από τα τέλη Μαρτίου δείχνουν ότι οι εργάτες αντιδρούν δυναμικά στις επιπτώσεις από τη μείωση των εξαγωγών και την αναδιάρθρωση όσων κρατικών επιχειρήσεων έχουν απομείνει, οι οποίες συνοδεύονται από περικοπές μισθών και απώλειες θέσεων εργασίας.
Η υπόθεση του Μπο Σιλάι, κυβερνήτη της μεγαλύτερης βιομηχανικής πόλης του κόσμου Τσονγκίνγκ, που εκ πρώτης όψεως συνδέεται με ένα πολιτικό σκάνδαλο (στενός συνεργάτης του και υπεύθυνος ασφαλείας ζήτησε άσυλο στο αμερικανικό προξενείο της Τσενγκντού), φαίνεται να έχει σχέση με τη διαπάλη που διεξάγεται στο εσωτερικό του ΚΚΚ, μάλιστα λίγους μήνες πριν από την προγραμματισμένη ανάδειξη της νέας ηγεσίας το φθινόπωρο, στην οποία αναμενόταν η άνοδος του Μπο στη μόνιμη επιτροπή του Π.Γ. Ο εν λόγω αξιωματούχος, γιος ενός από τους ιδρυτές του επαναστατικού κινήματος, θεωρείται ότι ανήκει στη Νέα Κινεζική Αριστερά. Το πολιτικό στίγμα του Μπο Σιλάι καθορίζεται από την περιβόητη κόκκινη εκστρατεία διάδοσης των ιδεών του Μάο, την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων στην περιφέρειά του και τη μάχη κατά της διαφθοράς και της εγκληματικότητας επιχειρηματιών και κρατικών αξιωματούχων. Μια μάχη όμως που δεν δινόταν πάντα με νόμιμους τρόπους ή με βάση το «κράτος δικαίου», αλλά εμπεριείχε ιδιοτελείς επιδιώξεις, όπως υποστηρίζουν οι επικριτές του. Η ανάκριση της συζύγου του, ως ύποπτης για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, για το θάνατο ενός Βρετανού επιχειρηματία, πρώην πράκτορα της βρετανικής αντικατασκοπίας και συνεργάτη της νομικής φίρμας της, μάλλον επιχειρεί να προσδώσει στην όλη υπόθεση μη πολιτική χροιά και να κλείσει ανώδυνα μια υπόθεση που απασχολεί επί δύο μήνες τη δημοσιότητα, πολύ περισσότερο που η εμπλοκή του αμερικανικού προξενείου δίνει άλλες διαστάσεις.
Αρκετοί σχολιαστές, όμως, πιστεύουν βασίμως ότι η υπόθεση σχετίζεται με τη διαπάλη για τη νέα κινεζική ηγεσία και το πώς θα χειριστεί την επιβράδυνση της οικονομίας (από 10% σχεδόν σε 7,5% το 2012 με ακόμη πιο δυσοίωνες προβλέψεις για τα επόμενα έτη) και την ανισότητα εισοδήματος, ενώ η χώρα μετατοπίζεται από ένα εξαγωγικό μοντέλο φθηνής εργασίας προς μια οικονομία αυξανόμενης εσωτερικής κατανάλωσης. Καθώς η Κίνα είναι η δεύτερη οικονομία στον κόσμο -με τις προβλέψεις να την τοποθετούν στην πρώτη θέση ακόμη και από το 2020- οι επιπτώσεις θα γίνουν αισθητές σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η πάλη διεξάγεται ανάμεσα στους «μεταρρυθμιστές», που υποστηρίζουν την πλήρη κατάργηση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και το πλήρες άνοιγμά της, και σε όσους επιθυμούν την αναβίωση ενός μοντέλου κοινωνικής δικαιοσύνης με αναφορές στον κινεζικό κομμουνισμό. Στο κέντρο, χαρακτηριζόμενοι και ως «συντηρητικοί», κινούνται ο απερχόμενος πρόεδρος Χου Τζιντάο και ο επίσης απερχόμενος πρωθυπουργός Γουέν Ζιαμπάο, υπό την ηγεσία των οποίων επιβραδύνθηκαν από το 2005 οι «μεταρρυθμίσεις», με επιβολή ρυθμίσεων στην οικονομία και κρατικές επενδύσεις σε υποδομές ύψους μισού τρισ. δολαρίων που μάλλον αποδείχθηκαν σωτήριες για την Κίνα, όταν ξέσπασε η καπιταλιστική κρίση. Ο έλεγχος της χρηματοπιστωτικής πολιτικής έδωσε τη δυνατότητα μείωσης των τιμών των τροφίμων και της τιμής των κατοικιών στην ηπειρωτική χώρα. Ενώ τον τελευταίο χρόνο μειώθηκε κάπως η ένταση της καταστολής των κινητοποιήσεων σε εργοστάσια και αγροτικές περιφέρειες (αλλά όχι στο Ίντερνετ). Ορισμένοι λένε ότι τα μέτρα αυτά αποτελούσαν υιοθέτηση κάποιων θέσεων της κινεζικής «νέας αριστεράς» και επικρίθηκαν με δριμύτητα από τους οπαδούς της ελεύθερης αγοράς.
Αν και τις τελευταίες δεκαετίες εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζοι απέκτησαν ανεκτό επίπεδο ζωής, 245 εκατομμύρια ζουν ακόμη σε ακραία φτώχεια ενώ οι ανισότητες στον πλούτο αυξήθηκαν. Αν συνδυαστεί αυτό με την πολιτική αφύπνιση που παρατηρείται σε πολλούς τομείς, από τη διεκδίκηση μισθολογικών αυξήσεων μέχρι την προστασία του περιβάλλοντος, είναι λογικό να ανησυχεί την κινεζική ηγεσία η πιθανότητα μεγάλων πολιτικών αναταραχών. Ιδίως καθώς μειώνεται η παραγωγή λόγω της κρίσης στην Ευρώπη, αλλά και λόγω εσωτερικών οικονομικών προβλημάτων, όπως η μεγάλη φούσκα ακινήτων και τα περιφερειακά δημόσια χρέη. Η τρέχουσα οικονομική μεγέθυνση, δήλωσε ο Γουέν Ζιαμπάο είναι «μη ισόρροπη και μη βιώσιμη» και επικαλέστηκε το «φάντασμα της Πολιτιστικής Επανάστασης που μπορεί να επιστρέψει και να στοιχειώσει τον κινεζικό λαό».
Όπως και να ’χει, φαίνεται πως ο «σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά», όπως ονομάστηκε κατ’ ευφημισμό το καπιταλιστικό μοντέλο της Κίνας, εξαντλείται και ωθεί σε αναζήτηση νέων κατευθύνσεων. Για να αξιοποιήσει η Κίνα την εσωτερική της αγορά οφείλει όχι μόνο να αυξήσει τους μισθούς αισθητά, αλλά και τις κοινωνικές παροχές. Η Υγεία και η Παιδεία που κάποτε παρέχονταν δωρεάν αποτελούν σήμερα μεγάλο βάρος για τους Κινέζους εργαζόμενους. Η τεράστια ανισοκατανομή πλούτου προκαλεί κοινωνική αναταραχή. Τα προβλήματα της δημοκρατίας έρχονται στην πρώτη γραμμή και γύρω απ’ αυτά και τις ερμηνείες τους στο πλαίσιο της κινεζικής κουλτούρας διεξάγεται έντονη πάλη. Έτσι, αν και επιχειρείται, ως φαίνεται, προσπάθεια να πραγματοποιηθεί η όποια στροφή συντεταγμένα και οργανωμένα, με εξισορροπήσεις, η πορεία, όπως έδειξε και η υπόθεση Μπο Σιλάι, πιθανώς δεν θα είναι και τόσο ομαλή. Ενώ, επιπτώσεις θα έχει και ο οξύς διεθνής ανταγωνισμός, που παίρνει όλο και πιο έντονες, και πολεμικές, μορφές και εκτυλίσσεται στην περιοχή κινεζικών ενδιαφερόντων.
Η υπόθεση του Μπο Σιλάι, κυβερνήτη της μεγαλύτερης βιομηχανικής πόλης του κόσμου Τσονγκίνγκ, που εκ πρώτης όψεως συνδέεται με ένα πολιτικό σκάνδαλο (στενός συνεργάτης του και υπεύθυνος ασφαλείας ζήτησε άσυλο στο αμερικανικό προξενείο της Τσενγκντού), φαίνεται να έχει σχέση με τη διαπάλη που διεξάγεται στο εσωτερικό του ΚΚΚ, μάλιστα λίγους μήνες πριν από την προγραμματισμένη ανάδειξη της νέας ηγεσίας το φθινόπωρο, στην οποία αναμενόταν η άνοδος του Μπο στη μόνιμη επιτροπή του Π.Γ. Ο εν λόγω αξιωματούχος, γιος ενός από τους ιδρυτές του επαναστατικού κινήματος, θεωρείται ότι ανήκει στη Νέα Κινεζική Αριστερά. Το πολιτικό στίγμα του Μπο Σιλάι καθορίζεται από την περιβόητη κόκκινη εκστρατεία διάδοσης των ιδεών του Μάο, την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων στην περιφέρειά του και τη μάχη κατά της διαφθοράς και της εγκληματικότητας επιχειρηματιών και κρατικών αξιωματούχων. Μια μάχη όμως που δεν δινόταν πάντα με νόμιμους τρόπους ή με βάση το «κράτος δικαίου», αλλά εμπεριείχε ιδιοτελείς επιδιώξεις, όπως υποστηρίζουν οι επικριτές του. Η ανάκριση της συζύγου του, ως ύποπτης για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, για το θάνατο ενός Βρετανού επιχειρηματία, πρώην πράκτορα της βρετανικής αντικατασκοπίας και συνεργάτη της νομικής φίρμας της, μάλλον επιχειρεί να προσδώσει στην όλη υπόθεση μη πολιτική χροιά και να κλείσει ανώδυνα μια υπόθεση που απασχολεί επί δύο μήνες τη δημοσιότητα, πολύ περισσότερο που η εμπλοκή του αμερικανικού προξενείου δίνει άλλες διαστάσεις.
Αρκετοί σχολιαστές, όμως, πιστεύουν βασίμως ότι η υπόθεση σχετίζεται με τη διαπάλη για τη νέα κινεζική ηγεσία και το πώς θα χειριστεί την επιβράδυνση της οικονομίας (από 10% σχεδόν σε 7,5% το 2012 με ακόμη πιο δυσοίωνες προβλέψεις για τα επόμενα έτη) και την ανισότητα εισοδήματος, ενώ η χώρα μετατοπίζεται από ένα εξαγωγικό μοντέλο φθηνής εργασίας προς μια οικονομία αυξανόμενης εσωτερικής κατανάλωσης. Καθώς η Κίνα είναι η δεύτερη οικονομία στον κόσμο -με τις προβλέψεις να την τοποθετούν στην πρώτη θέση ακόμη και από το 2020- οι επιπτώσεις θα γίνουν αισθητές σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η πάλη διεξάγεται ανάμεσα στους «μεταρρυθμιστές», που υποστηρίζουν την πλήρη κατάργηση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και το πλήρες άνοιγμά της, και σε όσους επιθυμούν την αναβίωση ενός μοντέλου κοινωνικής δικαιοσύνης με αναφορές στον κινεζικό κομμουνισμό. Στο κέντρο, χαρακτηριζόμενοι και ως «συντηρητικοί», κινούνται ο απερχόμενος πρόεδρος Χου Τζιντάο και ο επίσης απερχόμενος πρωθυπουργός Γουέν Ζιαμπάο, υπό την ηγεσία των οποίων επιβραδύνθηκαν από το 2005 οι «μεταρρυθμίσεις», με επιβολή ρυθμίσεων στην οικονομία και κρατικές επενδύσεις σε υποδομές ύψους μισού τρισ. δολαρίων που μάλλον αποδείχθηκαν σωτήριες για την Κίνα, όταν ξέσπασε η καπιταλιστική κρίση. Ο έλεγχος της χρηματοπιστωτικής πολιτικής έδωσε τη δυνατότητα μείωσης των τιμών των τροφίμων και της τιμής των κατοικιών στην ηπειρωτική χώρα. Ενώ τον τελευταίο χρόνο μειώθηκε κάπως η ένταση της καταστολής των κινητοποιήσεων σε εργοστάσια και αγροτικές περιφέρειες (αλλά όχι στο Ίντερνετ). Ορισμένοι λένε ότι τα μέτρα αυτά αποτελούσαν υιοθέτηση κάποιων θέσεων της κινεζικής «νέας αριστεράς» και επικρίθηκαν με δριμύτητα από τους οπαδούς της ελεύθερης αγοράς.
Αν και τις τελευταίες δεκαετίες εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζοι απέκτησαν ανεκτό επίπεδο ζωής, 245 εκατομμύρια ζουν ακόμη σε ακραία φτώχεια ενώ οι ανισότητες στον πλούτο αυξήθηκαν. Αν συνδυαστεί αυτό με την πολιτική αφύπνιση που παρατηρείται σε πολλούς τομείς, από τη διεκδίκηση μισθολογικών αυξήσεων μέχρι την προστασία του περιβάλλοντος, είναι λογικό να ανησυχεί την κινεζική ηγεσία η πιθανότητα μεγάλων πολιτικών αναταραχών. Ιδίως καθώς μειώνεται η παραγωγή λόγω της κρίσης στην Ευρώπη, αλλά και λόγω εσωτερικών οικονομικών προβλημάτων, όπως η μεγάλη φούσκα ακινήτων και τα περιφερειακά δημόσια χρέη. Η τρέχουσα οικονομική μεγέθυνση, δήλωσε ο Γουέν Ζιαμπάο είναι «μη ισόρροπη και μη βιώσιμη» και επικαλέστηκε το «φάντασμα της Πολιτιστικής Επανάστασης που μπορεί να επιστρέψει και να στοιχειώσει τον κινεζικό λαό».
Όπως και να ’χει, φαίνεται πως ο «σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά», όπως ονομάστηκε κατ’ ευφημισμό το καπιταλιστικό μοντέλο της Κίνας, εξαντλείται και ωθεί σε αναζήτηση νέων κατευθύνσεων. Για να αξιοποιήσει η Κίνα την εσωτερική της αγορά οφείλει όχι μόνο να αυξήσει τους μισθούς αισθητά, αλλά και τις κοινωνικές παροχές. Η Υγεία και η Παιδεία που κάποτε παρέχονταν δωρεάν αποτελούν σήμερα μεγάλο βάρος για τους Κινέζους εργαζόμενους. Η τεράστια ανισοκατανομή πλούτου προκαλεί κοινωνική αναταραχή. Τα προβλήματα της δημοκρατίας έρχονται στην πρώτη γραμμή και γύρω απ’ αυτά και τις ερμηνείες τους στο πλαίσιο της κινεζικής κουλτούρας διεξάγεται έντονη πάλη. Έτσι, αν και επιχειρείται, ως φαίνεται, προσπάθεια να πραγματοποιηθεί η όποια στροφή συντεταγμένα και οργανωμένα, με εξισορροπήσεις, η πορεία, όπως έδειξε και η υπόθεση Μπο Σιλάι, πιθανώς δεν θα είναι και τόσο ομαλή. Ενώ, επιπτώσεις θα έχει και ο οξύς διεθνής ανταγωνισμός, που παίρνει όλο και πιο έντονες, και πολεμικές, μορφές και εκτυλίσσεται στην περιοχή κινεζικών ενδιαφερόντων.
Μαρία Νικολάου
Σχόλια