του Γιώργου Κατραντσιώτη*
Τις τελευταίες μέρες γίναμε μάρτυρες μιας άγριας καταστολής σε τόπους δημόσιας συνάθροισης με πρόφαση την αντιμετώπιση συνθηκών πανδημίας και εγκληματικότητας. Το γεγονός ότι αυτά αποτελούν απλή πρόφαση και όχι αιτία γίνεται σαφές από την ασυμφωνία μεταξύ λόγων και πράξεων από την πλευρά της πολιτείας (στο πλαίσιο «περιορισμού της εξάπλωσης του ιού» φτυσίματα εναντίον συλληφθέντων και στοίβαγμα 20 ατόμων σε διαδρόμους της ΓΑΔΑ, και για την εφαρμογή κοινής ησυχίας χρήση χειροβομβίδων κρότου-λάμψης).
Είναι απορίας άξια η βιοπολιτική προσήλωση της πολιτείας στις πλατείες, την ίδια στιγμή που τα σχολεία επαναλειτουργούν, τα καταστήματα εστίασης και οι οργανωμένες παραλίες έχουν ανοίξει και μας περιμένουν, τα ΜΜΜ είναι ασφυκτικά γεμάτα και η συγχρώτιση είναι επιτρεπτή όταν πρόκειται για επικοινωνιακούς και πολιτικούς ελιγμούς (Ομόνοια, Μαρφίν). Γιατί τις πλατείες λοιπόν;
Για να μπορέσει να δοθεί απάντηση σε αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να εντάξουμε τις πλατείες στο ευρύτερο πλαίσιο της Δημόσιας Σφαίρας ως συστατικό στοιχείο μιας καταρχήν δημοκρατικής κοινωνίας και του ρόλου αυτής στην παρούσα συγκυρία της πανδημικής κρίσης.
Η ζωτική σημασία της Δημόσιας Σφαίρας για τη Δημοκρατία είναι έκδηλη στην σκέψη της Χάνα Άρεντ και συγκεκριμένα στο έργο της «Η Ανθρώπινη Κατάσταση». Για την Άρεντ, η Δημόσια Σφαίρα (αλλιώς, «ο κοινός κόσμος») αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής υπόστασης και δραστηριότητας ενός ανθρώπου. Είναι ένας χώρος πολιτικής πραγμάτωσης, καθώς οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να αλληλεπιδρούν και να συναναστρέφονται με τους ομοίους τους και συνεπώς, να οραματίζονται μία νέα πολιτική πραγματικότητα. Στο ίδιο πνεύμα, ο Γιούργκεν Χάμπερμας ορίζει τη Δημόσια Σφαίρα ως έναν κοινωνικό τόπο άρθρωσης των «κοινών». Πράγματι, κάνοντας μια βόλτα από τους τόπους συνάντησης των νέων κάποιος μπορεί να αφουγκραστεί τους κοινωνικούς και πολιτικούς τους προβληματισμούς. Ένα εξίσου σημαντικό γνώρισμα των πλατειών ως μία έκφανση της Δημόσιας Σφαίρας, είναι πως αυτές είναι απαγκιστρωμένες από πρακτικές θεσμικής επιτήρησης και τις παρελκόμενες σχέσεις ισχύος που δρουν περιορίζοντας την ελεύθερη έκφραση και δράση. Ως εκ τούτου, γίνεται πιο δύσκολο να ελέγχονται οι πολιτικές και πνευματικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα εκεί.
Ο πολιτικός χαρακτήρας της πλατείας όπως περιγράφηκε παραπάνω είναι εξαιρετικά σημαντικός, ιδιαίτερα τη δεδομένη χρονική στιγμή. Αν η πανδημική κρίση του κορωνοϊού έχει κάποιο θετικό αντίκρισμα, αυτό είναι συνδεδεμένο με τον μετά-δομιστικό της χαρακτήρα, με την έννοια ότι αποδομεί κυρίαρχα αφηγήματα και κοινωνικο-πολιτικές νόρμες. Έχει θέσει υπό αμείλικτη αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα του υπάρχοντος καπιταλιστικού μοντέλου οργάνωσης των κοινωνιών, αναδεικνύοντας τις συνέπειες των σκληρών νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Επίσης, φαίνεται να έχει προκαλέσει μια τάση επαναπροσδιορισμού των επίπλαστων αναγκών που δημιουργεί η καπιταλιστική ιδεολογία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως σε κάθε τηλεοπτικό πρόγραμμα ένα μεγάλο μέρος αφιερώνεται σε μία μάταια προσπάθεια διατήρησης του θεσμού των celebrities στην επικαιρότητα μέσω της προσαρμογής τους στο πλαίσιο της πανδημίας, παρουσιάζοντας το πώς βιώνει την κρίση η Χ διάσημη περσόνα. Σε ένα βαθμό, η «λατρεία των διασημοτήτων» είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη διάχυση κυρίαρχων κοινωνικών αφηγημάτων και στερεοτύπων που συντηρούν την ιδεολογική ηγεμονία της άρχουσας τάξης. Οι Αντόρνο και Χορκχάϊμερ στη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» χαρακτήρισαν την Βιομηχανία της Κουλτούρας της οποίας οι celebrities είναι συντελεστές, ως έναν κοινωνικό μηχανισμό που δημιουργεί πειθήνια και παθητικά άτομα-δέκτες, καταπνίγοντας την ουσιαστική εξέλιξη τους.
Η συνειδητοποίηση της ασημαντότητας των celebrities δεν είναι παρά ένα απλό παράδειγμα των κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας. Στην αντίπερα όχθη, μπορέσαμε να αντιληφθούμε ποιοι είναι οι αφανείς πυλώνες μιας κοινωνίας. Δυστυχώς, χρειάστηκε μια τέτοιου είδους κρίση να τους φέρει στο προσκήνιο. Ήταν αυτοί, που επωμίστηκαν δυσανάλογα τα βάρη ώστε εμείς να περάσουμε την καραντίνα με σχετική «άνεση». Η ασφάλεια μας κατέστη δυνατή μέσα από τη δική τους διευρυμένη υγειονομική και εργασιακή ανασφάλεια.
Με έναν ιδιαίτερα μακάβριο τρόπο, η πανδημία επέφερε μια γιγάντωση της κριτικής του υπάρχοντος συστήματος που κάποιοι παρουσίαζαν ως μια αναπόδραστη, «φυσική» πραγματικότητα. Οι παθογένειές του δεν μπορούν πια να αποσιωπηθούν και να παραμείνουν στο σκοτάδι. Σε αντίθεση με την γνωστή ρήση πως «είναι πιο εύκολο να φανταστείς το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού», η κρίση μας παρέχει τη δυνατότητα να κάνουμε ακριβώς αυτό. Η κριτική αμφισβήτηση των εγγενών σφαλμάτων ενός συστήματος και ο οραματισμός ενός καλύτερου μέλλοντος αποτελούν φυσικά παρελκόμενα της πολιτικής σκέψης, μιας σκέψης που σε ένα σημαντικό βαθμό διαμορφώνεται στη Δημόσια Σφαίρα. Οι διαδικασίες συρρίκνωσης της τελευταίας και η εγκαθίδρυση μιας κανονικότητας όπου ελλείψει δημόσιων χώρων οι σχέσεις των ανθρώπων θα διέπονται αμιγώς από όρους αγοράς, («στα take-away δεν κολλάει, στις πλατείες κολυμπάει») φαίνεται να είναι το παρόν διακύβευμα.
Βρίσκουμε τους εαυτούς μας σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή. Η ηγεμονία του (νεο)φιλελεύθερου καπιταλισμού τρεκλίζει και προφασιζόμενη μια κατάσταση εξαίρεσης προσπαθεί μετά μανίας να αυτοσυντηρηθεί επιτιθέμενη στην Δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Συνεπώς, η υπεράσπιση και επαναδιεκδίκηση του Δημόσιου και του Πολιτικού είναι επιτακτική.
Το υποσυνείδητο μας βομβαρδίζεται συνεχώς από ύποπτες «συστάσεις» για κοινωνική αποστασιοποίηση. Αντί να απολέσουμε την κοινωνικότητα μας, ας κρατήσουμε απλά φυσικές αποστάσεις. Ραντεβού, λοιπόν, στην Πλατεία!
* Ο Γιώργος Κατραντσιώτης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Διεθνών Σχέσεων στο Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου