Το 51ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης διεξάχθηκε φέτος χωρίς πολυδάπανες φιέστες, αλλά και χωρίς ελληνικό Διαγωνιστικό Τμήμα. Με προσανατολισμό περισσότερο στην αναζήτηση νέων τάσεων και ταλέντων, με μια πλειάδα ανεξάρτητων ταινιών, είχε ένα χαρακτήρα χαμηλών τόνων.
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Θα σχολιάσουμε μερικές από τις παρουσίες και τις προβολές που ξεχωρίσαμε, πέρα από τα φανταχτερά βραβεία, για να δώσουμε κάτι από το φεστιβαλικό κλίμα.
• Από το διεθνές, πλέον, Διαγωνιστικό Ττμήμα, αναφέρουμε δύο ταινίες. Οι Τέσσερις φορές, του Iταλού Μικελάντζελο Φραμαρτίνο, είναι μια ποιητική προσέγγιση στην έννοια του κύκλου της ζωής και της φύσης. Ένας γέρος βοσκός, ένα άτυχο κατσικάκι που χάθηκε, ένα πανύψηλο έλατο που κόβεται και η τέχνη του καρβουνιάρη υποδηλώνουν, μέσα από σιωπές, εικόνες και κωμικοτραγικές καταστάσεις, μια ματαιότητα, που καταγράφεται ως μέρος μιας ολότητας.
• Στο Μικρόφωνο, του Αιγύπτιου Αχμάντ Αμπντάλα, καλλιτέχνες του δρόμου, γκραφιτάδες, ροκ μουσικοί από συγκροτήματα χιπ-χοπ που ριμάρουν και χέβι μέταλ γκρουπ συνθέτουν το πορτρέτο της αντεργκράουντ καλλιτεχνικής σκηνής της Αλεξάνδρειας, μέσα από μια κατακερματισμένη αφήγηση. Στην παρουσίαση της ταινίας, ο σκηνοθέτης και ο πρωταγωνιστής δήλωσαν ότι πέρσι τους ήρθε η έμπνευση, όταν περιηγήθηκαν στα στέκια της Θεσσαλονίκης και διαπίστωσαν ομοιότητες με την Αλεξάνδρεια. Στάθηκαν στη λογοκρισία του ισλαμικού κόσμου και στα δικά μας γεγονότα του Δεκέμβρη του ’08, για την άγρια καταστολή.
• Από τους σημαντικούς προσκεκλημένους του Φεστιβάλ, ήταν ο Ταϊλανδός Απιτσατπόνγκ Ουερασεθακούλ, που η τελευταία του ταινία Ο Θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα, στις Κάννες, χαρίζοντάς του διεθνή αναγνώριση. Πρόκειται για ένα σατιρικό εξωτικό παραμύθι, που συνδυάζει τους μύθους των τοπικών παραδόσεων, με στοιχεία μιας λαϊκής δυτικής κουλτούρας. Λυκάνθρωποι των κόμικς και πνευματικές αναζητήσεις για την μετενσάρκωση συμβάλλουν σε ένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Ο Ουερασεθακούλ ανήκει περισσότερο στον πειραματικό και εικαστικό κινηματογράφο, πράγμα που είναι εμφανές στις μικρού μήκους ταινίες του που παρουσιάστηκαν σε ειδικό αφιέρωμα, στις Μέρες Ανεξαρτησίας, πότε με εικόνες τελείως ανεξάρτητες από την ηχητική μπάντα, όπου καθημερινές σκηνές συναντούν ηχητικά ντοκουμέντα λαϊκών ραδιοφωνικών ρομάντζων και πότε με παιχνιδίσματα του φωτός, που αποκαλύπτουν το χρωματικό φάσμα, σ’ ένα ψυχεδελικό αποτέλεσμα. Στην τρίωρη διάλεξή του, ανέπτυξε τις επιρροές του από τον αμερικανικό πειραματικό κινηματογράφο και μας παρουσίασε τις εικαστικές δουλειές του, με βίντεο-αρτ εγκαταστάσεις.
• Πολύ αξιόλογο ήταν το αφιέρωμα στην Πολωνή σκηνοθέτρια Ντορότα Κετζιεζάφσκα, επίτιμη καλεσμένη του Φεστιβάλ με τις 6 ταινίες της, ανάμεσα τους και το Είμαι, του 2005, για ένα αγόρι που το σκάει από το ορφανοτροφείο και ζει στους δρόμους. Ο ψυχισμός και η μοναξιά του μικρού αποδίδονται με ευαισθησία, μέσα από ωραίες εικόνες, λουσμένες σ’ ένα κιτρινωπό φως, θυμίζοντας Κισλόφσκι, που τις συνοδεύουν οι ρυθμικές ενορχηστρώσεις του Μάικλ Νάιμαν. Στην ειδική τιμητική εκδήλωση, προβλήθηκε και η νοσταλγική ταινία της, Ώρα να πεθάνεις, του 2007. Μια δυναμική γιαγιά, μένει μόνη της σε ένα παλιό ξύλινο, αρχοντικό εξοχικό, μαζί με το πιστό σκυλί της. Σε πείσμα όλων, αρνείται να πουλήσει την ετοιμόρροπη βίλα, καταλήγοντας σε μια αναπάντεχη απόφαση. Συγκινητική, ασπρόμαυρη ταινία με δόσεις χιούμορ και εξαιρετική ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια. Η κινηματογράφηση, μέσα από παραμορφωτικά γυαλιά, υποδηλώνει τη μοναξιά της τρίτης ηλικίας.
• Στο Τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια, παρουσιάστηκε και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του νεαρού Σέρβου Νίκολα Λεζάιτς, το Τίλβα Ρος. Δύο έφηβοι, στο τελευταίο ανέμελο καλοκαίρι τους, μετά το Λύκειο, βιντεοσκοπούν τις πιο απίθανες και ριψοκίνδυνες φιγούρες τους με σκέιτμπορντ, στις εγκαταστάσεις ενός παλιού ορυχείου χαλκού, στο Μπορ της Σερβίας, με σκοπό να τις ανεβάσουν στο Διαδίκτυο. Ο ανταγωνισμός τους εντείνεται, με τραγελαφικές επιπτώσεις, εξαιτίας μιας κοπέλας. Δροσερή προσέγγιση των δυσκολιών της εφηβείας, με ψήγματα κοινωνικού προβληματισμού. Οι ήρωες συνειδητοποιούν, τελικά, την κοινωνική τους θέση και συμμετέχουν στις μεγάλες πορείες διαμαρτυρίας των συνδικάτων.
• Σε ειδικές προβολές, παρουσιάστηκαν και νέες παραγωγές γνωστών σκηνοθετών, όπως το διασκεδαστικό Ταξίδι, του Μάικλ Γουιντερμπότομ, με τους διάσημους Βρετανούς κωμικούς, Στιβ Κούγκαν και Ρομπ Μπράιντον, σε ένα οδοιπορικό στη Βόρεια Αγγλία, ανάμεσα σε γαστριμαργικές λιχουδιές και ξεκαρδιστικές μιμήσεις ηθοποιών, με το φλεγματικό βρετανικό χιούμορ, υπό τους ήχους της μελαγχολικής πιανιστικής μουσικής του Μάικλ Νάιμαν.
• Τέλος, η ταινία εποχής Amigo, του ανεξάρτητου Αμερικανού σκηνοθέτη Τζον Σέιλς, αναφέρεται σε ένα επεισόδιο, κατά την κατοχή των Φιλιππίνων από τους Αμερικανούς, αρχές του 1900, υπενθυμίζοντας πώς επικράτησε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Μια ανθρώπινη ταινία, με όμορφες μουσικές επιλογές, όπου κυριαρχούν τα κλασικά κιθαριστικά ακόρντα, αλλά και ξεχασμένα τραγούδια του αμερικανικού στρατού.
• Από το διεθνές, πλέον, Διαγωνιστικό Ττμήμα, αναφέρουμε δύο ταινίες. Οι Τέσσερις φορές, του Iταλού Μικελάντζελο Φραμαρτίνο, είναι μια ποιητική προσέγγιση στην έννοια του κύκλου της ζωής και της φύσης. Ένας γέρος βοσκός, ένα άτυχο κατσικάκι που χάθηκε, ένα πανύψηλο έλατο που κόβεται και η τέχνη του καρβουνιάρη υποδηλώνουν, μέσα από σιωπές, εικόνες και κωμικοτραγικές καταστάσεις, μια ματαιότητα, που καταγράφεται ως μέρος μιας ολότητας.
• Στο Μικρόφωνο, του Αιγύπτιου Αχμάντ Αμπντάλα, καλλιτέχνες του δρόμου, γκραφιτάδες, ροκ μουσικοί από συγκροτήματα χιπ-χοπ που ριμάρουν και χέβι μέταλ γκρουπ συνθέτουν το πορτρέτο της αντεργκράουντ καλλιτεχνικής σκηνής της Αλεξάνδρειας, μέσα από μια κατακερματισμένη αφήγηση. Στην παρουσίαση της ταινίας, ο σκηνοθέτης και ο πρωταγωνιστής δήλωσαν ότι πέρσι τους ήρθε η έμπνευση, όταν περιηγήθηκαν στα στέκια της Θεσσαλονίκης και διαπίστωσαν ομοιότητες με την Αλεξάνδρεια. Στάθηκαν στη λογοκρισία του ισλαμικού κόσμου και στα δικά μας γεγονότα του Δεκέμβρη του ’08, για την άγρια καταστολή.
• Από τους σημαντικούς προσκεκλημένους του Φεστιβάλ, ήταν ο Ταϊλανδός Απιτσατπόνγκ Ουερασεθακούλ, που η τελευταία του ταινία Ο Θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα, στις Κάννες, χαρίζοντάς του διεθνή αναγνώριση. Πρόκειται για ένα σατιρικό εξωτικό παραμύθι, που συνδυάζει τους μύθους των τοπικών παραδόσεων, με στοιχεία μιας λαϊκής δυτικής κουλτούρας. Λυκάνθρωποι των κόμικς και πνευματικές αναζητήσεις για την μετενσάρκωση συμβάλλουν σε ένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Ο Ουερασεθακούλ ανήκει περισσότερο στον πειραματικό και εικαστικό κινηματογράφο, πράγμα που είναι εμφανές στις μικρού μήκους ταινίες του που παρουσιάστηκαν σε ειδικό αφιέρωμα, στις Μέρες Ανεξαρτησίας, πότε με εικόνες τελείως ανεξάρτητες από την ηχητική μπάντα, όπου καθημερινές σκηνές συναντούν ηχητικά ντοκουμέντα λαϊκών ραδιοφωνικών ρομάντζων και πότε με παιχνιδίσματα του φωτός, που αποκαλύπτουν το χρωματικό φάσμα, σ’ ένα ψυχεδελικό αποτέλεσμα. Στην τρίωρη διάλεξή του, ανέπτυξε τις επιρροές του από τον αμερικανικό πειραματικό κινηματογράφο και μας παρουσίασε τις εικαστικές δουλειές του, με βίντεο-αρτ εγκαταστάσεις.
• Πολύ αξιόλογο ήταν το αφιέρωμα στην Πολωνή σκηνοθέτρια Ντορότα Κετζιεζάφσκα, επίτιμη καλεσμένη του Φεστιβάλ με τις 6 ταινίες της, ανάμεσα τους και το Είμαι, του 2005, για ένα αγόρι που το σκάει από το ορφανοτροφείο και ζει στους δρόμους. Ο ψυχισμός και η μοναξιά του μικρού αποδίδονται με ευαισθησία, μέσα από ωραίες εικόνες, λουσμένες σ’ ένα κιτρινωπό φως, θυμίζοντας Κισλόφσκι, που τις συνοδεύουν οι ρυθμικές ενορχηστρώσεις του Μάικλ Νάιμαν. Στην ειδική τιμητική εκδήλωση, προβλήθηκε και η νοσταλγική ταινία της, Ώρα να πεθάνεις, του 2007. Μια δυναμική γιαγιά, μένει μόνη της σε ένα παλιό ξύλινο, αρχοντικό εξοχικό, μαζί με το πιστό σκυλί της. Σε πείσμα όλων, αρνείται να πουλήσει την ετοιμόρροπη βίλα, καταλήγοντας σε μια αναπάντεχη απόφαση. Συγκινητική, ασπρόμαυρη ταινία με δόσεις χιούμορ και εξαιρετική ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια. Η κινηματογράφηση, μέσα από παραμορφωτικά γυαλιά, υποδηλώνει τη μοναξιά της τρίτης ηλικίας.
• Στο Τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια, παρουσιάστηκε και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του νεαρού Σέρβου Νίκολα Λεζάιτς, το Τίλβα Ρος. Δύο έφηβοι, στο τελευταίο ανέμελο καλοκαίρι τους, μετά το Λύκειο, βιντεοσκοπούν τις πιο απίθανες και ριψοκίνδυνες φιγούρες τους με σκέιτμπορντ, στις εγκαταστάσεις ενός παλιού ορυχείου χαλκού, στο Μπορ της Σερβίας, με σκοπό να τις ανεβάσουν στο Διαδίκτυο. Ο ανταγωνισμός τους εντείνεται, με τραγελαφικές επιπτώσεις, εξαιτίας μιας κοπέλας. Δροσερή προσέγγιση των δυσκολιών της εφηβείας, με ψήγματα κοινωνικού προβληματισμού. Οι ήρωες συνειδητοποιούν, τελικά, την κοινωνική τους θέση και συμμετέχουν στις μεγάλες πορείες διαμαρτυρίας των συνδικάτων.
• Σε ειδικές προβολές, παρουσιάστηκαν και νέες παραγωγές γνωστών σκηνοθετών, όπως το διασκεδαστικό Ταξίδι, του Μάικλ Γουιντερμπότομ, με τους διάσημους Βρετανούς κωμικούς, Στιβ Κούγκαν και Ρομπ Μπράιντον, σε ένα οδοιπορικό στη Βόρεια Αγγλία, ανάμεσα σε γαστριμαργικές λιχουδιές και ξεκαρδιστικές μιμήσεις ηθοποιών, με το φλεγματικό βρετανικό χιούμορ, υπό τους ήχους της μελαγχολικής πιανιστικής μουσικής του Μάικλ Νάιμαν.
• Τέλος, η ταινία εποχής Amigo, του ανεξάρτητου Αμερικανού σκηνοθέτη Τζον Σέιλς, αναφέρεται σε ένα επεισόδιο, κατά την κατοχή των Φιλιππίνων από τους Αμερικανούς, αρχές του 1900, υπενθυμίζοντας πώς επικράτησε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Μια ανθρώπινη ταινία, με όμορφες μουσικές επιλογές, όπου κυριαρχούν τα κλασικά κιθαριστικά ακόρντα, αλλά και ξεχασμένα τραγούδια του αμερικανικού στρατού.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου.
Σχόλια