Ο πολιτισμός και το «αιώνιο παρόν»

Παρόλο που η λέξη «πολιτισμός» στον τίτλο της σημερινής μας εκδήλωσης δεν είναι από τις ευκολότερες να οριστεί, αντιθέτως είναι από αυτές που έχουν πολύ δεινοπαθήσει και έχουν καταντήσει η απαραίτητη «γαρνιτούρα» σε όλα τα προεκλογικά προγράμματα, δημοτικά, περιφερειακά και κεντρικά πολιτικά, είναι απαραίτητο να επιχειρήσουμε να συζητήσουμε για την ουσία της πολιτιστικής μας διάστασης, ως συστατικού στοιχείου ταυτότητας τόσο σε ατομικό, όσο και κυρίως σε συλλογικό επίπεδο, επομένως στο επίπεδο εκείνο που αναγκαστικά παραπέμπει και στην πολιτική.

Αν έχει μια αξία να ψάξουμε την ιστορία της λέξης, θα δούμε ότι η λέξη είναι της ελληνιστικής εποχής, παράγεται από το πολίτης και είχε αρχικά τη σημασία «δημόσια διοίκηση» αλλά και «τρόπος συμπεριφοράς, ευγενικός και κομψό». Πρβ. Ιωάννης Χρυσόστομος «γέλως γέγονε τα ημέτερα και πολιτισμός και αστειότης».

Η σημερινή νεοελληνική σημασία προέρχεται από τον Αδαμάντιο Κοραή (1804), ο οποίος στην προσπάθειά του να εμπλουτίσει το λεξιλόγιο της νέας ελληνικής, μεταφράζει το γαλλικό civilization και επαναφέρει το «πολιτισμός» με τη νέα σημασία «το σύνολο των πνευματικών και υλικών επιτευγμάτων του ανθρώπου».

Ωστόσο, επειδή τα λήμματα των λεξικών εκ των πραγμάτων είναι πιο συντηρητικά σε σχέση με τις πραγματικές σημασίες και τις ειδικές αποχρώσεις που λαμβάνουν οι λέξεις στην ζωντανή καθημερινή γλώσσα, καταλαβαίνουμε όλοι ότι η σημερινή συζήτηση αναφέρεται στον όρο πολιτισμός με τη σημασία κυρίως της πολιτιστικής ταυτότητας, της ιδιαίτερης παράδοσης που κάθε λαός και έθνος έχει, και πιο συγκεκριμένα της δικής μας πολιτιστικής και ιστορικής ταυτότητας, της ελληνικής, ως ενός ιστορικού έθνους που με συνέχειες, α/συνέχειες, ρήξεις και τομές κατοικεί εδώ, σε μια περιοχή στα σύνορα της Δύσης με την Ανατολή, σε μια περιοχή, όπου όπως μας περιέγραφε ο Σεφέρης το 1942:

«Έτσι συλλογιζόμουνα μέσα στα μπερδεμένα σοκάκια του χτεσινού παζαριού, κι ένιωσα τη μοίρα μου τοποθετημένη, όπως πάντα ο ελληνισμός, σ’ εκείνο το σημείο όπου παίζει η ζυγαριά ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ανατολή . Σαν να με είχαν στείλει αυτού για να δικάσω τι πρέπει να περάσει έξω στις πόρτες της Ευρώπης από τούτο το σκοτεινό και μαγεμένο κόσμο».

Ας επανέλθουμε στο 2019. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για να παρατηρήσει κανείς ότι τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι όλο και πιο συχνά, όλο και πιο πολύ επιστρέφουν στις «ρίζες» τους. Πολιτιστικοί Σύλλογοι, τοπικοί σύλλογοι, μουσικές ομάδες συγκροτούνται και ιδιαίτερα από νέους ανθρώπους, ενώ οι αναζητήσεις επί θεμάτων μνήμης και ιστορίας είναι διαρκείς και ανανεωμένες. Μοιάζει σαν να επεκτείνεται διαρκώς μια συλλογική αναζήτηση επί του ιστορικού και πολιτισμικού μας παρελθόντος και όχι με όρους μόνο νοσταλγίας, αλλά με όρους επαναπόκτησης μιας συλλογικής ταυτότητας.

Ακόμη κι αν ισχυριστεί κανείς ότι αυτό πάντοτε γινόταν σε όλη την μεταπολίτευση με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, νομίζω ότι οι διαφορές της τελευταίας δεκαετίας βρίσκονται στο ότι, ενώ όλες οι άλλες μορφές συλλογικοτήτων είναι από αδύναμες έως ανύπαρκτες (π.χ. συνδικαλιστικές, κομματικές), ενώ η τελευταία πενταετία και η ματαίωση όλων των ελπίδων από την κυβέρνηση της Αριστεράς ώθησε τους ανθρώπους στην απομόνωση, εκείνες οι μορφές συλλογικότητας που αντέχουν, που επιμένουν, ακόμη ίσως και να ανθίζουν είναι όσες αφορούν την κοινότητα, την ιστορική και πολιτιστική μας ταυτότητα. Επομένως, γιατί αυτό; Χρειάζεται μια ερμηνεία.

Η ερμηνεία δεν βρίσκεται μόνο στο τι έχει περάσει ο λαός μας την τελευταία δεκαετία. Βρίσκεται και σε κάτι που είναι πιο διαρκές, πιο μόνιμο και πιο παγκόσμιο. Και αυτό το πιο διαρκές, μόνιμο και παγκόσμιο είναι η κυρίαρχη ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης για την παντοδυναμία του παρόντος.

Για να γίνει πιο σαφές αυτό θα χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός σύγχρονου Ιταλού φιλόσοφου, του Diego Fusaro, ο οποίος σε ομιλία του το 2015 σε φοιτητές και μαθητές αναφέρει:

«Η ιδέα ενός εναλλακτικού μέλλοντος, με το όραμα του οποίου μπορούμε να δρούμε και να στοχαζόμαστε στο παρόν, εδώ και είκοσι-τριάντα χρόνια, χοντρικά, έσβησε, παραχώρησε τη θέση του σε ένα διαφορετικό σκηνικό, που μου αρέσει να χαρακτηρίζω σαν “αιώνιο παρόν”. Στα πλαίσια αυτού του “αιώνιου παρόντος” τα τελευταία τριάντα χρόνια έλαβε χώρα, θα μπορούσαμε να πούμε, ένα διπλό και συμμετρικό κίνημα ερημοποίησης του μέλλοντος και αιωνιοποίησης του παρόντος. Μάλιστα σε τέτοιο σημείο που η παροδική διάσταση του παρόντος να βαραίνει τόσο πολύ και με τόσο ενοχλητικό τρόπο, που να παρουσιάζεται σαν η μοναδική αποδεκτή χρονική διάσταση σήμερα. Βρισκόμαστε πράγματι σε μια προσωρινή κατάσταση που, επαναλαμβάνω, μου αρέσει να χαρακτηρίζω σαν αιώνιο παρόν, για να υπογραμμίσω και να προσδιορίσω την ιδέα πως το παρόν σήμερα βιώνεται από τον δυτικό άνθρωπο σαν να είναι η μοναδική αποδεκτή διάσταση του χρόνου. Ακριβώς σαν ο χρονικός ορίζοντας στον οποίο βρισκόμαστε, το παρόν, να μην επιτρέπει τη μετάβαση σε ιστορικές μορφές ύπαρξης και συλλογικότητας διαφορετικές από εκείνες που υφίστανται σήμερα. Αιώνιο παρόν, ακριβώς, σαν απόλυτη κυριαρχία της υπαρκτής διάστασης του παρόντος που παρουσιάζεται σαν αιώνιο… Η μονογραμμική πορεία του χρόνου, σύμφωνα με την τριχοτομία «παρελθόν–παρόν–μέλλον», εδώ και τριάντα χρόνια σε τούτη τη γωνιά του πλανήτη, δεν γίνεται πια αντιληπτή από τον δυτικό άνθρωπο, που ζει σαν να μην υπάρχει παρά μόνο το παρόν».

Το αιώνιο παρόν, λοιπόν, είναι η αναγκαία ρητορική του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού για να καταργήσει την ιστορικότητα. Η κατάργηση της ιστορικότητας είναι αναγκαία στον καπιταλισμό για να δείξει ότι δεν υπάρχει άλλο σύστημα που θα τον αντικαταστήσει, δεν υπάρχει άλλο μέλλον.

Άρα, για να συμπληρώσω τον προβληματισμό του Fusaro, για να είναι υπό κατάληψη το μέλλον, πρέπει επίσης να είναι υπό κατάληψη και το παρελθόν. Οι αντιστεκόμενοι άνθρωποι παντού στη γη –και στη χώρα μας– προκειμένου να ανιχνεύσουν ένα διαφορετικό μέλλον που τους στερείται κάνουν το απολύτως αναγκαίο, για να αποκαταστήσουν την κανονικότητα της πορείας παρελθόν/παρόν/μέλλον, στρέφονται στο παρελθόν τους, στην ιστορία τους, στην παράδοσή τους.

Nα υπερασπίζεται ένας λαός, ένα έθνος την πολιτιστική του ταυτότητα είναι βαθιά δημοκρατική υποχρέωση σε ένα ομογενοποιημένο κόσμο που θεωρεί φυσική παγκόσμια γλώσσα την αγγλική, φυσικό παγκόσμιο πολιτισμό τον αγγλοαμερικάνικο του facebook και της google, φυσική παγκόσμια μουσική την ελαφριά ποπ της Γιουροβίζιον. Η «φυσικοποίηση» είναι μια διαδικασία που επιχειρεί να αποκρύψει ότι το «παγκόσμιο» διαθέτει, αφενός, σαφή εθνική προέλευση, αφετέρου έχει επιβληθεί οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά. Δηλαδή, είναι ιστορικό προϊόν και όχι φυσικό φαινόμενο

Επιτρέψτε μου εδώ, να χρησιμοποιήσω τα διδάγματα της γλωσσολογίας. Σε όλες τις ανθρώπινες γλώσσες μια απολύτως απαραίτητη διάκριση είναι αυτή σε παρόν, παρελθόν και μέλλον. Πρόκειται για μια καθολική διάκριση της ανθρώπινης νόησης. Μάλιστα, η έκφραση του Μέλλοντα χρόνου σε πολλές γλώσσες –και στην ελληνική– γίνεται με γραμματικά μέσα που προέρχονται από ρήματα που δηλώνουν βούληση, θέληση. Π.χ. το νεοελληνικό μόριο θα του Μέλλοντα προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα εθέλω + ίνα < θελνά < θενά < θανά < θα. Επομένως, η προβολή στο μέλλον είναι στενά συνδεδεμένη με τη βούληση.

Όταν λοιπόν οι άνθρωποι υπερασπίζονται την πατρίδα και την παράδοσή τους, δεν το κάνουν από ένα συντηρητικό αντανακλαστικό, από κάποια αταβιστική προσκόλληση σε ένδοξες στιγμές, από μια επιστροφή σε κάποια ζεστή αγκαλιά της παιδικής ηλικίας. Το κάνουν γιατί θέλουν να φανταστούν τον εαυτό τους διαφορετικά και στο μέλλον. Γιατί έχουν ανάγκη μια πορεία συλλογικής αυτοσυνείδησης. Αυτή είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσουν, μια απαραίτητη προϋπόθεση για να μην εξαφανιστούν.

Ένα από τα ζητήματα της σημερινής συζήτησης είναι η Δημοκρατία. Νομίζω ότι από τα παραπάνω φάνηκε ποια είναι η άρρηκτη σχέση του πολιτισμού με τη δημοκρατία. Το να υπερασπίζεται ένας λαός, ένα έθνος την πολιτιστική του ταυτότητα είναι βαθιά δημοκρατική υποχρέωση σε ένα ομογενοποιημένο κόσμο που θεωρεί φυσική παγκόσμια γλώσσα την αγγλική, φυσικό παγκόσμιο πολιτισμό τον αγγλοαμερικάνικο του facebook και της google, φυσική παγκόσμια μουσική την ελαφριά ποπ της Γιουροβίζιον. Η «φυσικοποίηση» είναι μια διαδικασία που επιχειρεί να αποκρύψει ότι το «παγκόσμιο» διαθέτει, αφενός, σαφή εθνική προέλευση, αφετέρου έχει επιβληθεί οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά. Δηλαδή, είναι ιστορικό προϊόν και όχι φυσικό φαινόμενο.

Όταν ένας λαός αγαπά και υπερασπίζεται την δική του εθνική, πολιτιστική και ιστορική ταυτότητα, μπορεί να αγαπήσει και όλες τις άλλες του πλανήτη, μπορεί να είναι ανοιχτός σε αλληλεπίδραση και συνύπαρξη με όρους ισότητας και αλληλεγγύης.

Ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος

Στη συνέχεια της παρέμβασής μου, θα αναφερθώ σε ένα συγκεκριμένο ποιητή, τον Ανδρέα Κάλβο.

Ο Ανδρέας Κάλβος γεννιέται στη Ζάκυνθο το 1792 και ζει εκεί τα πρώτα του χρόνια. Πρωτότοκος γιος του Ιωάννη Κάλβου, Κερκυραίου αξιωματικού του βενετικού στρατού, και της Αδριανής Ρουκάνη, που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Ζακύνθου. Το 1802, κι ενώ ο γάμος των γονιών του καταλήγει σε διάσταση, ο Κάλβος και ο αδελφός του αναγκάζονται να ακολουθήσουν τον πατέρα τους στο Λιβόρνο της Ιταλίας.

Γιατί έχει τόσο ενδιαφέρον η περίπτωση του Κάλβου; Γιατί μας δείχνει με ένα παραδειγματικό τρόπο ότι η ένταξη στην ριζοσπαστική εθνική ταυτότητα δεν ήταν γι’ αυτόν κάτι μόνιμο ή δεδομένο. Εάν είχε μείνει στη Ζάκυνθο θα γινόταν ίσως ένας ακόμη παράγων του αγγλοκρατούμενου νησιού. Εάν είχε ακολουθήσει απλώς τον δάσκαλό του Φώσκολο, θα είχε γίνει ένας ικανός ιταλόφωνος ποιητής του κλασικισμού και του ρομαντισμού. Μεγάλο μέρος της ποίησής του είναι στην ιταλική. Η πρώτη του επαφή με τον ριζοσπαστικό πατριωτισμό γίνεται αρχικά μέσω των Ιταλών ριζοσπαστών πατριωτών και με την επαφή του με το πολιτικό κίνημα των καρμπονάρων. Για αυτές τις πολιτικές του σχέσεις απελαύνεται από την Ιταλία. Εάν δεν είχε γίνει η ελληνική επανάσταση, δεν θα οδηγούνταν στις «Ωδές» και τον φλογερό πατριωτισμό τους. Έτσι ένας ποιητής, για τον οποίο δεν μας σώθηκε ούτε ένα πορτραίτο, ούτε μια κάποια απεικόνιση, έμεινε στην ιστορία της ελληνικής ποίησης ως υμνητής των πιο ένδοξων στιγμών του ελληνικού έθνους. Το δικό του παρόν κατέστη όντως αιώνιο με την τέχνη του.

ᾨδὴ Ἕκτη. Αἱ Εὐχαί

στροφὴ πρώτη.

Τῆς θαλάσσης καλήτερα
φουσκωμένα τὰ κύματα
῾νὰ πνίξουν τὴν πατρίδα μου
ὡσὰν ἀπελπισμένην,
ἔρημον βάρκαν. 5

β´.

῾Στὴν στεριάν, ῾ς τὰ νησία
καλήτερα μίαν φλόγα
῾νὰ ἰδῶ παντοῦ χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαοὺς καὶ ἐλπίδας. 10

γ´.

Καλήτερα, καλήτερα
διασκορπισμένοι οἱ Ἕλληνες
῾νὰ τρέχωσι τὸν κόσμον,
μὲ ἐξαπλωμένην χεῖρα
ψωμοζητοῦντες· 15

δ´.

Παρὰ προστάτας ῾νἄχωμεν.
Μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
πλούτη ἢ μεγάλα ὀνόματα,
μὲ ποτὲ δὲν ἐθάμβωσαν
σκήπτρων ἀκτῖνες. 20

ε´.

Ἂν ὁπόταν πεθαίνῃ
πονηρὸς βασιλεὺς
ἔσβυν᾿ ἡ νύκτα ἕν᾿ ἄστρον,
ἤθελον μείνει ὀλίγα
οὐράνια φῶτα. 25

ς´.

Τὸ χέρι ὁποὺ προσφέρετε
ὡς προστασίας σημεῖον
εἰς ξένον ἔθνος, ἔπνιξε
καὶ πνίγει τοὺς λαούς σας,
πάλαι, καὶ ἀκόμα. 30

Εν είδει συμπεράσματος, όταν όλοι εμείς επιστρέφουμε στις ρίζες της εθνικής και πολιτιστικής μας ταυτότητας, δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να επιβεβαιώνουμε την εγγενή ιστορικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, στηριζόμαστε στο παρελθόν για να αποφύγουμε το ερημοποιημένο μέλλον.

* H Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!