Καθώς το βέλος του ιστορικού χρόνου κινείται από την μεταπολεμική και μετεμφυλιακή περίοδο έως την ύστερη μεταπολίτευση, η ελληνική κοινωνία υφίσταται και μπολιάζεται με όλο και εντονότερες αγχογόνες εμπειρίες. Η όλο και εντονότερη διάψευση των προσδοκιών για εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη, όπως βιώνεται στο πετσί του Λαού, από την Βάρκιζα μέχρι τα Μνημόνια, καλλιεργεί όλο και πιο έντονα στον ατομικό –και συλλογικό– μας ψυχισμό τη μεγέθυνση των κινδύνων από την μια και την ελαχιστοποίηση της ικανότητας μας να αντεπεξέλθουμε από την άλλη. Οι κίνδυνοι σε ότι αφορά την βασική ασφάλεια των ανθρώπων, την υγεία και την αντιμετώπιση της τυχόν ασθένειας, η απειλή της φτώχειας ή γενικότερα η πιθανότητα απώλεια του ελέγχου της ίδιας της ζωής, αυξάνονται όλο και πιο πολύ –αν εξαιρέσει κανείς μια δεκαετία παρασιτικής ευμάρειας– και παγιδεύουν τον ψυχισμό σ’ ένα φίλτρο –συχνά ψυχαναγκαστικής– ευαλωτότητας. Ο παλιός μαχητής της ζωής που αντιστέκεται με θετικό τρόπο στις δυσκολίες, αυτός ο αγωνιστής που, αγκαλιά με το ήθος της αντίστασης του, παίρνει τα απελευθερωτικά βουνά και ονειρεύεται «ελεύθερη πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά» κατακλύζεται σιγά-σιγά από το άγχος της επιβίωσης. Η παλιά θετική στάση απέναντι στα πράγματα αντικαθίσταται από μια αποφευκτική «κυρ-παντελίδικη» κουλτούρα της υποταγής. Τα αγαπημένα λόγια των ανθρώπων δεν είναι πλέον «θέλουμε», αλλά «και αν», «μην τυχόν» και «τι θα γίνει αν».
ΑΥΤΗ Η ΑΛΛΑΓΗ από «το θέλω» της ελεύθερης βούλησης στο «και αν» της ιδεοψυχαναγκαστικής αποφυγής είναι θεμελιακή για την νεοελληνική κοινωνία των τελευταίων 80 χρόνων. Πρόκειται για μια κοσμογονική μεταστροφή των προτεραιοτήτων της ύπαρξης, που εξελίσσεται υποδόρια στο κοινωνικό σώμα.
Σταδιακά οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο υποχονδριακοί, καχύποπτοι με οτιδήποτε από το περιβάλλον τους μπορεί να μοιάζει απειλητικό και μια αδιόρατη αίσθηση ευαλωτότητας κατακλύζει τη σκέψη. Ο κόσμος γύρω μας «γεμίζει» όλο και πολύ από κινδύνους και η πεποίθηση αυτή φορτίζει με υπερβολική ανησυχία τις ανθρώπινες σχέσεις, καθώς η ασφάλεια του εαυτού και των αγαπημένων προσώπων γίνεται σχεδόν εμμονή. Προοδευτικά οι άνθρωποι γίνονται όλο και πιο επιφυλακτικοί με οτιδήποτε δίνει την εντύπωση του ύποπτου ή του επικίνδυνου και εκτιμούν πως η μια καταστροφή μπορεί να έρθει ανά πάσα στιγμή. Ως εκ τούτου συχνά αναγκάζονται να τίθενται σε μια εγρήγορση, μια αποφευκτική επιφυλακή, για να αποτρέψουν το «κακό» που μπορεί να συμβεί. Στο οικογενειακό επίπεδο η κατάσταση αυτή φιλοτεχνεί την φιγούρα της «Ελληνίδας μάνας» που πάντα προβλέπει και προειδοποιεί για το «κακό». Στο σχολικό επίπεδο ο δάσκαλος απειλεί «πρόσεχε» και στο εργασιακό πεδίο ο εργοδότης αρκεί να σου «υπενθυμίσει» τα ποσοστά της ανεργίας.
Η παθητική στάση μας απέναντι στα πράγματα, ο καναπές μας, είναι φτιαγμένα από τα καταναγκαστικά υλικά του «και αν», του «μην τυχόν» και του «τι θα γίνει αν», που μαζί με τα «γδαρμένα μας όνειρα» παραγέμισαν τα κεφάλια μας
Η περίοδος της κατοχής αλλά και τα προ-μεταπολιτευτικά χρόνια εγκαθιστούν επίσης την λεγόμενη «νοοτροπία της ύφεσης», «το σύνδρομο της κατοχής», ιδιαίτερα για τους ανθρώπους που έζησαν τα παιδικά τους χρόνια μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες. Κι έτσι, η μεταπολίτευση βρίσκει τους Έλληνες εγκλωβισμένους στην σκέψη της οικονομικής ανασφάλειας και αβεβαιότητας ακόμη και σε περιόδους που επιτυγχάνεται μια οικονομική άνεση. Γι’ αυτό, για παράδειγμα, συχνά μπουκώνουν τα παχύσαρκα παιδιά τους με φαγητό λες και η απόλυτη πείνα και ένδεια δεν απέχει παρά ένα μικρό μόνο βήμα. Η συμπεριφορές ακραίας σπατάλης στην εποχή της χρηματιστηριακής φούσκας και των διακοποδανείων είναι απλά η υπερ-αναπληρωτική (αντίθετη) όψη του ίδιου νομίσματος. «Σαν να μην υπάρχει αύριο».
Πρόκειται για μια παγίδευση στη φυλακή της ευθραυστότητας, οι τοίχοι της οποίας είναι φτιαγμένοι από τα υλικά ενός καταστροφολογικού τρόπου σκέψης, που «παράγει» αυτόματα σχεδόν πάντα το χειρότερο σενάριο και οδηγεί τους ανθρώπους σε μια αίσθηση αβοήθητου, αδύναμου και ανήμπορου παιδιού που δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Και ένα φοβισμένο παιδί δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από το να αποφεύγει τις πιθανές καταστάσεις που ενδέχεται να πυροδοτήσουν την συνθήκη της ευαλωτότητας. Με άλλα λόγια, η παθητική στάση μας απέναντι στα πράγματα, ο καναπές μας, είναι φτιαγμένα από τα καταναγκαστικά υλικά του «και αν», του «μην τυχόν» και του «τι θα γίνει αν», που μαζί με τα «γδαρμένα μας όνειρα» παραγέμισαν τα κεφάλια μας.
ΑΛΛΑ, ΟΛΟ ΑΥΤΟ είναι η πραγματική μας πραγματικότητα; Στ’ αλήθεια, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια για να αντισταθούμε σ’ αυτούς τους «γδάρτες των ονείρων μας»; Μήπως μπορούμε επιτέλους να κάνουμε μια διαφορετική αξιολόγηση που να στηρίζεται περισσότερο στην πραγματικότητα και λιγότερο στην εγκλωβισμένη σκέψη μας; Μήπως οι συμπεριφορές μας ορίζονται όλο και πιο πολύ από το απειλητικό-παθητικό «και αν» και λιγότερο από το «θέλω» των αναγκών μας; Μήπως έχουμε συνέχεια αμφιβολίες; Μήπως έχουμε υπερεκτιμήσει τους δυνάστες μας; Μήπως αυτό αντιλαμβανόμαστε ως ανέφικτο συμβαίνει απλά γιατί έχουμε μπερδέψει την πραγματικότητα με τα συναισθήματα του μικρού φοβισμένου εσωτερικού μας παιδιού; Μήπως οι φόβοι που μας απασχολούν δεν είναι και τόσο ρεαλιστικοί; Μήπως αυτή η παθητική συναισθηματική κατάσταση που βιώνουμε μας είναι τόσο οικεία, έτσι που παρά το γεγονός ότι καταστρέφει την μία και μοναδική ζωή μας, να μας φαίνεται ως η μοναδική «ασφαλής» λύση; Μήπως ακριβώς αυτή η αγχώδης κατάσταση της υποταγής είναι επιδίωξη των κυρίαρχων ελίτ;
Αν η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι «ναι», τότε νομίζω είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε ότι η ζωή μας δεν είναι πια μια πορεία αναζήτησης της Ιθάκης, όπως ήταν για τους προπαππούδες μας, αλλά ένας διαρκής αγώνας αποτροπής ή μάλλον αποφυγής του κινδύνου. Η ζωή μας έχει αποκλίνει από την νοηματοδότηση των προγόνων μας και κατάντησε μια συνεχής ορθοπεταλιά μην τύχει και γκρεμιστούμε από το ποδήλατο. Έτσι, είναι πολύ εύλογο ότι στο τέλος, κάποια στιγμή, θα πέσουμε, ιδιαίτερα… αν επιχειρήσουμε να φτιάξουμε την αλυσίδα εν κινήσει. Να την σπάσουμε πρέπει!
* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής